Το μυθιστόρημα «Οι συνωμότες του μητροπολιτικού πάρκου» είναι το πέμπτο πεζογραφικό έργο του Στάμου Τσιτσώνη μετά από μια σειρά αξιόλογων μεταφράσεων. Πρόκειται για μια πολυπρισματική ιστορία η οποία εξελίσσεται στις αρχές της δεκαετίας του 2050 όπου η κοινωνία έχει διαχωριστεί σε επίπεδα Α, Β, Γ με βάση τον αύξοντα βαθμό ηλιθιότητας και έχει εντάξει το είδος του εντελώς ηλίθιου ανθρώπου σε μια ξεχωριστή κατηγορία (Επίπεδο Η). Όλα ετούτα στον βωμό ενός οράματος το οποίο τιτλοφορείται «Βελτίωση του Ατόμου». Μια ιδιαίτερη κατηγορία πολιτών έχει τη διάκριση Χ: Αδιαβάθμητοι. Όλες οι άλλες μορφές διακρίσεων έχουν εξαλειφθεί ή όπως εύστοχα σημειώνει ο παντογνώστης αφηγητής στο βιβλίο: «Εμείς δεν είμαστε ρατσιστές, απλώς είμαστε υπέρ των διακρίσεων».
Από τα πρώτα κεφάλαια του βιβλίου, γίνεται ξεκάθαρη η πρόθεση του συγγραφέα η οποία δεν είναι άλλη από την δημιουργία ενός λογοτεχνικού σύμπαντος όπου η ειρωνεία, το καυστικό χιούμορ, η σάτιρα και ο παιγνιώδης, διφορούμενος, σκωπτικός σχολιασμός επί παντός επιστητού είναι οι κεντρικοί άξονες της αφήγησης. Άμεσες και έμμεσες αναφορές στα όσα έχει βιώσει η παγκόσμια κοινότητα εν μέσω πανδημίας δημιουργούν μια πλατφόρμα ταύτισης του αναγνώστη με τους ήρωες η οποία δρα βοηθητικά ώστε να μπορέσει και ο πιο δύσπιστος αναγνώστης να αφεθεί στη μελλοντολογική διάσταση του κειμένου. Φερ’ ειπείν, οι ηλίθιοι θεωρούνται «μολυσμένοι», λέξη με ιδιαίτερο φορτία αυτή την εποχή, η εν λόγω μόλυνση εξελίσσεται σε σοβαρή ασθένεια αλλάζοντας το επίπεδο ένταξης στην κοινωνία, ενώ υπάρχουν και οι «ασυμπτωματικοί ηλίθιοι» οι οποίοι αποτελούν μάστιγα! Χαρακτηριστικά τονίζει ένας από τους κύριους χαρακτήρες του βιβλίου: «Δε νομίζω πως πρέπει να επιδιώξουμε την ανακάλυψη του εμβολίου γιατί τότε καταστρέφουμε την ισορροπία που μας επιτρέπει να επιβιώνουμε».
Όπως πολύ εύστοχα σημειώνει η Κυριακή Μπεϊόγλου σε μια εξαιρετική κριτική της για το βιβλίο στην «Εφημερίδα των Συντακτών», στους «Συνωμότες του μητροπολιτικού πάρκου» θίγονται θέματα κοινωνικοπολιτικής παθογένειας με ιδιαίτερο τρόπο. Πιο συγκεκριμένα, η Κυριακή Μπεϊόγλου γράφει: «Σε αυτό το σύμπαν κυριαρχούν η ιδιοτέλεια, ο καιροσκοπισμός και οι ίντριγκες, ως σκευωρίες για τη νομή και διάθεση της πολιτικής εξουσίας. «Ηγέτες» βρίσκονται στα αξιώματά τους, σε αυτή την κοινωνία τού τίποτα, ως έρμαια των παθών τους αλλά και των δολοπλοκιών που εξυφαίνονται από τα πρόσωπα του στενού τους περιβάλλοντος, τα οποία προσβλέπουν στη διαχείριση της δύναμης, ικανοποιώντας τη ματαιοδοξία τους. Συμπλέκονται αρμονικά η πολιτική και η δημοσιογραφία με το κοινωνικό περιθώριο, με τους απόκληρους της κοινωνικής ιεραρχίας, που όμως οι συνθήκες που διαμορφώνονται τους επιτρέπουν έστω και παροδικά την κοινωνική άνοδο. Αυτοί οι άνθρωποι με την ανικανότητά τους στελεχώνουν θεσμούς και φορείς, παίρνουν αποφάσεις, λειτουργούν ως φίλτρο ανάμεσα στο κοινωνικό σύνολο και τους εξουσιαστές του.»
Σε αυτό το πλαίσιο, οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι ο Στάμος Τσιτσώνης έχει πραγματοποιήσει ευφυείς συλλήψεις τόσο στο στήσιμο της πλοκής, όσο και στην δημιουργία των χαρακτήρων. Αν ζούσε το 2050 στον κόσμο του βιβλίου, ένα είναι βέβαιο: θα άνηκε στην κατηγορία Α. Το θέμα που επιλέγει ο συγγραφέας, όσο και η προσέγγισή του είναι πρωτότυπα και τολμηρά: κανείς δεν θέλει να είναι ηλίθιος, κανένας δεν αναγνωρίζει ότι είναι ηλίθιος, ουδείς αυτοπροσδιορίζεται ως ηλίθιος. Ευτυχώς, ο συγγραφέας αποφεύγει τον σκόπελο του εξυπνακισμού μιας και με ζωηρούς διαλόγους που δημιουργούν αληθοφάνεια και με διαδικασίες αμφισβήτησης των πάντων, «κατασκευάζει» μια μυθιστορηματική ατμόσφαιρα όπου όλα θα μπορούσαν να συμβούν, συναίσθημα το οποίο διαπερνά τον αναγνώστη ρίχνοντας τις άμυνές του. Εξαιρετικό λογοτεχνικό επίτευγμα το γεγονός ότι παρ’ όλο που στο βιβλίο οι χαρακτήρες είναι πάρα πολλοί και η πλοκή είναι πολυεπίπεδη, η αφήγηση έχει στηθεί με τόση μελέτη και μαθηματική ακρίβεια που παρασύρει αβίαστα τον αναγνώστη. Τίποτα δεν είναι τυχαίο στο εν λόγω μυθιστόρημα και τίποτα δεν είναι περιττό: όλα ακολουθούν μια καλά δομημένη λογική και μια εξαιρετικά δουλεμένη οικοδόμηση.
Ιδιαίτερα απολαυστικοί και εύστοχοι είναι και οι υπότιτλοι των επιμέρους κεφαλαίων. Μάλιστα, αποτελούν δείγμα αφενός του ύφους της γραφής του Τσιτσώνη, αφετέρου των συγγραφικών προθέσεών του. Για παράδειγμα… Κεφάλαιο 2: «Μια μακάβρια εξέλιξη μπορεί να γίνει αφορμή καλλιτεχνικής παρέμβασης». Κεφάλαιο 7: «Η απομάγευση μπορεί να καταστρέφει όνειρα, αλλά και να δημιουργεί άλλα». Κεφάλαιο 8: «Ένας κακώς χαρακτηρισμένος ηλίθιος μεταξύ κακώς μη χαρακτηρισμένων ηλιθίων». Κεφάλαιο 15: «Τίποτε δεν είναι τόσο απλό ώστε να μην μπορεί να παρεξηγηθεί». Κεφάλαιο 17: «Για να δοκιμάσετε το γιορτινό γεύμα του μέλλοντος, πρέπει να σφάξετε κι εσείς την κότα της απάθειας και να μην επαναπαύεστε πως κάποιος άλλος θα στρώσει το τραπέζι για εσάς». Κεφάλαιο 18: «Η επανάσταση δεν γίνεται κυρίως από τους ολότελα πεινασμένους, αλλά από ‘κείνους που έχουν δύο τρεις μέρες να φάνε». Κεφάλαιο 40: «Η επανάσταση είναι σαν το ποδήλατο. Αν σταματήσεις να κάνεις πετάλι πέφτεις». Και κεφάλαιο 50: «Κάθε κράτος χρειάζεται τους βαρβάρους του».
Εν κατακλείδι, με γλώσσα ρέουσα και ζωντάνια στη γραφή, πολυδιάστατη πλοκή, φαντασία, αστείρευτο χιούμορ αλλά και εμβάθυνση στις επιλογές των θεμάτων, των ηρώων και των ιδεών, ο Στάμος Τσιτσώνης αρθρώνει μια απολαυστική αλληγορία στην οποία θίγει θέματα βαρύνουσας σημασίας όπως ο ρατσισμός, ο κοινωνικός εκφοβισμός, η υποκρισία της ηγεσίας, η σαγήνη της εξουσίας, η σκληρή επανάληψη της Ιστορίας, η πλάνη της κοινωνικής κινητικότητας, ο φόβος, η ματαίωση. «Οι συνωμότες του μητροπολιτικού πάρκου» είναι ένα προκλητικό μυθιστόρημα όπου η φιλανθρωπία συνυπάρχει με τον μισανθρωπισμό, η αποδοχή διαδέχεται διαρκώς την αμφισβήτηση και η δυστοπία εναλλάσσεται με φλας κοινών τόπων και αναφορών ως την υπέρτατη αξία: τον αγώνα για επιβίωση με όποιο τρόπο σε όποιον τόπο με όποιο μέσο διεκδικώντας πάντα τη ζωή.
* Στάμος Τσιτσώνης, «Οι συνωμότες του μητροπολιτικού πάρκου»/Εκδόσεις Έναστρον