Scroll Top

Ο Στάθης Κουτσούνης «Στου κανενός τη χώρα» – Κριτική από τον Δήμο Χλωπτσιούδη

Η νέα ποιητική συλλογή του Στάθη Κουτσούνη («Στου κανενός τη χώρα», Μεταίχμιο, 2020) έρχεται να προστεθεί στην εξελικτική πορεία ενός δημιουργού με περιορισμένη σχετικά εκδοτική δραστηριότητα, που όμως κάθε συλλογή του προκάλεσε αίσθηση. Ο δημιουργός καταθέτει ένα ποιητικό-φιλοσοφικό δοκίμιο για την απώλεια, τον χρόνο που περνά και τη φθορά, το χάος στο οποίο ο άνθρωπος προσπαθεί να βάλει τάξη και να ομορφύνει με τη δύναμη της γλώσσας. Η συλλογή μπορεί να χαρακτηριστεί σαν τραγωδία. Σε αυτό βοηθά και ο επιμερισμός της σε τέσσερα “επεισόδια” από τις αντίστοιχες νεκρές φύσεις που λειτουργούν ως τραγικά στάσιμα, και με διακριτές συνθέσεις το diminuendo (που ορίζει τη μέση) και το coda (που ορίζει την έξοδο), αμφότεροι μουσικοί όροι. Ο “πρόλογος” (στο σκοινί) μάς τοποθετεί στον χώρο δράσης και μας αποκαλύπτει το πρόβλημα που αντιμετωπίζει ο τραγικός άνθρωπος, ενώ οι επιμέρους συνθέσεις συχνά μοιάζουν με δραματικά χορικά ζεύγη.
Η καθαρότητα και η σιγουριά στην πλαστική του στίχου είναι εκείνες που κεντρίζουν την προσοχή του αναγνώστη. Η λανθάνουσα μουσικότητα, που εντοπίζεται στη στιχουργική κίνηση, ισορροπεί με τη διαύγεια της γλώσσας. Ταυτόχρονα όμως διακρίνουμε μια ευελιξία στη γλώσσα του Κουτσούνη, καθώς αυτή αναδύεται μέσα από αντιθετικά εννοιολογικά συμπλέγματα και υπερρεαλίζουσες φωνές, που διαμορφώνουν μία γραφή εναργή, η οποία αφήνει το κείμενο ανοιχτό στην αναγνωστική πρόσληψη. Αντιθέσεις και αρνήσεις εντοπίζονται σχεδόν σε όλες τις συνθέσεις της συλλογής, αφήνοντας ένα διαρκές μελαγχολικό συναίσθημα (νεκρές φύσεις, δέος, ορρωδία, στεφάνι, η αγανακτισμένη, απουσιολόγιο). Μέσα από τις ρωγμές της στιχουργικής αφαιρετικότητας αναδύεται η υπερρεαλιστική εικόνα και το στοχαστικό υπόβαθρο.
Ο Κουτσούνης ανατρέπει παγιωμένες αντιλήψεις για σκηνές και πρόσωπα της μυθολογίας και της θρησκευτικής παράδοσης. Καλεί τον αναγνώστη Σίσυφο να αναμετρηθεί με τα άλγη της ηλικίας (χαμένος παράδεισος παιδικών χρόνων, απατηλές σχέσεις της νεανικής και παιδικής αθωότητας, η μνήμη των δικών του) και της εποχής του (νεκρά παιδιά που αφήνει το κύμα, ασφυκτικό αστικό τοπίο, αποξένωση και μοναξιά). Οι εικόνες που αναδύονται από την ήπια σουρεαλιστική έκφραση (δέος, ορρωδία, άχθος, diminuendo, καρφί, χωρισμός, κανιβαλισμός, χρονικό, χίμαιρα) δημιουργούν ένα ρευστό εφιαλτικό τοπίο μνήμης και υπαρξιακής αγωνίας για το μέλλον και το μετά του θανάτου, θυμίζοντας ανάλογα έργα της παγκόσμιας κληρονομιάς. Η λογοτεχνική παράδοση είναι πλούσια σε σκηνές τοπίων θανάτου, από την Νέκυια του Ομήρου και την Αποκάλυψη του Ιωάννου ως τη Θεία Κωμωδία του Δάντη και την Έρημη Χώρα του Eliot. Σε αυτό το αφηγηματικό μοτίβο “πατά” δημιουργικά και η συλλογή του Κουτσούνη. Παρατηρεί σαν Οδυσσέας που επισκέπτεται τον Άδη, τον άνθρωπο να συμπεριφέρεται σαν ένας τζογαδόρος Σίσυφος (παίζω άρα υπάρχω). Πασχίζει να φέρει φως (Εύα) στο σκοτεινό τοπίο του θανάτου αναζητώντας την ελπίδα (coda).
Ο δραματικός υπερρεαλισμός του Κουτσούνη αισθητοποιεί το συναίσθημα της ματαιότητας. Με εξπρεσιονιστικούς όρους, χωρίς να θεωρητικολογεί, φιλοσοφεί για τη ζωή και το τέλος, τον έρωτα και τον πόνο του ανθρώπου. Δεν αποζητά κάποια παρηγοριά στον ποιητικό λόγο για το αναπόφευκτο. Η ποίηση είναι ένα μέσο για να στοχαστεί ο ίδιος και να καλέσει τον αναγνώστη να φέρει στην επιφάνεια τις δικές του μνήμες, το καταπιεσμένο υποσυνείδητο και να σκεφτεί τι θα αφήσει τελικά πίσω του. Οι άνθρωποι «Στη χώρα του κανενός» μοιάζουν να φοβούνται το απρόοπτο. Εκείνο που χαλάει τις νόρμες, το πριονίζουν. Εικόνες γεμάτες κίνηση και ήχο, όπου κυριαρχούν το υγρό στοιχείο και ο αέρας, τα πουλιά και τα φίδια, συμπλέκονται με σκηνές ακινησίας και ησυχίας, το φως με το σκοτάδι του Άδη και της μελαγχολίας. Η δυναμική εικονοπλασία του Κουτσούνη κατέχει δομική θέση στον φιλοσοφικό στοχασμό, καθώς αυτές αισθητοποιούν τη ματαιότητα του ανθρώπινου βίου και τον φόβο του ανθρώπου μπροστά στη βεβαιότητα του θανάτου. Το υγρό στοιχείο που διανθίζει πολλές συνθέσεις μοιάζει να ταυτίζεται, σε μία αναλογία προς τον Ηράκλειτο, με τον χρόνο που δραπετεύει και αφήνει πίσω του φθαρμένα σώματα και νεκρούς.
Το πιο αποτελεσματικό έργο για τον Iser είναι αυτό που εξαναγκάζει τον αναγνώστη να συνειδητοποιήσει εκ νέου και με κριτικό τρόπο τους συνηθισμένους κώδικες και τις προσδοκίες του. Και αυτό ακριβώς επιτυγχάνει η ποιητική συλλογή του Κουτσούνη. Ανακρίνει και μετασχηματίζει τις λανθάνουσες πεποιθήσεις του αναγνώστη και τελικά αποσταθεροποιεί παγιωμένες αντιλήψεις. Έτσι η ανάγνωση οδηγεί σε μία βαθύτερη αυτοσυνειδησία, ενεργεί ως καταλύτης για τον σχηματισμό μιας περισσότερο κριτικής άποψης για την ταυτότητα και τον ρόλο του ατόμου στον κόσμο. Ο αναγνώστης καθώς διαβάζει τις συνθέσεις της συλλογής, διαβάζει τον εαυτό του.