Scroll Top

Στέφανος Ρέγκας, Είδη Γνώσης – Παρουσίαση από την Ασημίνα Ξηρογιάννη

   Tα Είδη γνώσης είναι το πρώτο βιβλίο του Στέφανου Ρέγκα. Γεννηθείς το 1983, ο Ρέγκας σπούδασε βιβλιοθηκονομία, πολιτική επιστήμη και ιστορία και συμμετέχει στη συντακτική ομάδα του περιοδικού Kaboom.
Συνήθως ειδικά οι νέοι ποιητές -για να εντυπωσιάσουν- καταφεύγουν σε ιδιόμορφα ποιήματα, γεμάτα αλλόκοτους λεκτικούς αυτοσχεδιασμούς. Άλλοτε έχουν την τάση να τα πούνε όλα μαζί σε ένα ποίημα ή σε μία ποιητική συλλογή. Ευτυχώς εδώ τίποτα από τα παραπάνω δεν συμβαίνει . Και επιπλέον, φαίνεται να το απολαμβάνει καθώς ξεδιπλώνει ιδέες, εικόνες, συνδέσεις στον έκπληκτο αναγνώστη.
O ποιητής με έκφραση λιτή και απαλή ανιχνεύει τους ανθρώπους, τις «ανοίξεις», τα τοπία και την ίδια τη νύχτα ακόμα. Επίσης τον πόνο. Διαβάζω στο ποίημα «Παράξενη αγάπη» (σελ.9) «[…] Γρήγορα καταλαβαίνω, /με έναν αμυδρό κόμπο στο λαιμό:/μας συνδέει ένα κοινό, άφθαρτο νήμα/ με όλους αυτούς που εξολοθρεύτηκαν/» Και αμέσως μετά στο ποίημα «Μικρόκοσμος» (σελ.10) «[…] Ο πόνος μας ακολουθεί,/γέρικο βρεγμένο σκυλί. Γυρνάμε πότε πότε/ να τον αντικρίσουμε /Μας κουνάει την ουρά του/και πλησιάζουμε/»
Η φωνή του δεν ηχεί σαν συναγερμός, άρνηση ή δισταγμός. Αλλά σαν κατάφαση ή μια ευγενική περιδιάβαση στην αγάπη. Μεταξύ άλλων, ξεχωρίζω το ποίημα που μάλιστα έχει αφιέρωση «στη Δήμητρα» και που φέρει τον τίτλο « Όταν ανθίζεις» (σελ/12).όταν ανθίζεις, όχι
δεν ανθίζουν όλα μαζί σου αλλά
ξεπροβάλλει ένας αφανής κόσμος,
ανθισμένος-οι βολβοί
βιάζουν τη γη απότομα,
πολύχρωμος ο χορός χάνει
την αμηχανία του
κάθε παιδί γεμίζει παιδικότητα

σε θυμάμαι
σε ατελείωτες σειρές
από λιγότερο σύνθετες μέρες, μη νομίζεις
ορίστε, με ένα βλέμμα
απλοποιούμε τα πάντα ξανά

Ξεχωρίζω ακόμα τα καλογραμμένα ποιήματα «Το νέο όργανο» (σελ.7) που ανοίγει και το βιβλίο, «Το δάσος χορεύει», την «Πολιτεία», το «Τοπίο I», την «Κάθε μέρα», «Η Ποίηση».
O ίδιος ο ποιητής τοποθετείται σε σχέση με τα πράγματα : «η νύχτα/δεν εννοεί/να με αφήσει ήσυχο/»[…]« η νύχτα δεν απορεί, δεν με εχθρεύεται / βγαίνει από έναν καθρέφτη για να μπω εγώ» ( «Η Νύχτα» σελ.20) Και στη σελ 27 :« εγώ θα ντρεπόμουν /να ζω χωρίς τους άλλους » / «Παρέκκλιση». To πρώτο πρόσωπο μας οδηγεί σε μια εξομολόγηση, σε μια αίσθηση προσωπική. Στη σελ 35 στο ΤΟΠΙΟ II διαβάζω κάτι που με κινητοποιεί εσωτερικά: « […] ένα βουνό ορθώνεται/ στην πλάτη μου/ οι τόποι μου εξαντλούνται/ και στρέφομαι/ να το αντικρίσω/ εγώ δεν είμαι/ κανένας άγγελος/ ξεκινάω να σκαρφαλώνω/»
Πολλές φορές χρησιμοποιεί το β ενικό πρόσωπο, υπάρχει ένα άλλο πρόσωπο στο οποίο απευθύνεται, χαρίζοντας έτσι δραματικότητα και ζωντάνια στην ποίησή του. Για παράδειγμα:
Στη ΣΤΙΞΗ II στη σελίδα 26 γράφει: « πήγες να σκοτώσεις με τη σιωπή/αυτό που σε σκότωσε/με δάχτυλα · όταν/ τα μαχαίρια τραβήχτηκαν /όλες οι παρεξηγήσεις /ήταν ήδη λυμένες/»
Στο ΤΟΠΙΟ I στη σελίδα 31 : « Όλοι γνωρίζουν / πως κάποτε υπήρξες / κάποιος άλλος · εσύ απλώς το υποψιάζεσαι.»
Και στο ποίημα «’Ηχοι», σελ.33: « Οι λέξεις σπαταλιούνται-/μα όχι όταν βγαίνουν/ δονούμενες άπ΄το στόμα σου/ και πετάνε, για λίγο/προς το μέρος μου»
Γιατί με ενδιαφέρει η ποίηση αυτή; Kυρίως γιατί αισθάνομαι πως δεν είναι κάτι που το συναντώ συνήθως στους «νέους ποιητές». Με φέρνει κοντά σε μια γαλήνια και ουσιαστική μοναξιά, να ψαχουλεύω ενδεχόμενους στίχους που θα με οδηγήσουν σε κείνη τη «στιγμή ακινησίας» ώστε να μπορέσω να αφουγκραστώ τον εαυτό μου.
Υπάρχει μια γνώση – συναισθηματική πες την αν θέλεις- που ισοδυναμεί με τη «μυστική ομοιότητα με τα πράγματα», εκεί όπου «φτάνει μια ματιά και τα χαμόγελα ξεχειλίζουν». Είναι γοητευτικό ένας ποιητής να «συνδέεται κρυφά με τα πάντα». Επίσης, είναι ελπιδοφόρο για μας, που διάγουμε ποιητικά, να συνειδητοποιούμε και τις δικές μας προσωπικές αλλαγές με την βοήθεια ξένων στίχων, αλλά που θα θέλαμε οι ίδιοι να΄χαμε γράψει: «Πλησίασα./Είχες αλλάξει,/μα είχα αλλάξει κι εγώ./» (Το νέο όργανο, σελ.7)