Scroll Top

Συμπληγάδες γενεθλίων – Παρουσίαση από την Ασημίνα Ξηρογιάννη

Ο Δημήτρης Καταλειφός σε έναν άλλο ιδιαίτερο ρόλο από αυτούς που τον έχουμε συνηθίσει. Κρατώ στα χέρια μου το ποιητικό του βιβλίο με τίτλο Συμπληγάδες Γενεθλίων (β έκδοση) που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη. Όπως διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο, πρόκειται για « Εξήντα πέντε σύντομα κείμενα ποιητικής πρόζας, που έγραψε ο Δημήτρης Καταλειφός-τα περισσότερα μέσα στον εγκλεισμό λόγω της πανδημίας-από τα τέλη Φεβρουαρίου ως τις 21 Μάη 2020, παραμονή των γενεθλίων του
Ποιήματα σύντομα, ολιγόστιχα γραμμένα με οικονομία που παραπέμπουν σε εύγλωττες και εκφραστικές εικόνες. Εδώ είναι η μνήμη που μιλάει και η νοσταλγία για το παρελθόν. Ένα άρωμα αναδύεται που δε μπορεί να μην σε μαγέψει, να μην σε ταξιδέψει στα βάθη της ψυχής που μπορούν ακόμα να αισθάνονται. Και λέω ακόμα γιατί είναι αλλόκοτοι οι καιροί και έχουν την δύναμη να αλλοτριώνουν, να αποπροσανατολίζουν, να αλλοιώνουν . Ο Καταλειφός ίσως ψάχνει να βρει ερείσματα από την ζωή του ως τώρα. Επιστρέφει σε πρόσωπα, πράγματα και ανθρώπους που δεν ξεχνά. Ερμηνεύει διά της γραφής όσα έζησε. Αφηγείται με τα ποιήματα ιστορίες που μπορεί να ζούσαν μέσα του όλα τα προηγούμενα χρόνια. Ήρθε ο καιρός που τις μοιράστηκε, αφού τις αφουγκράστηκε, τις συνέδεσε με τις αισθήσεις και τα αισθήματά του. Δεν γίνεται μελό. Κρατάει αποστάσεις ακόμα κι όταν αναθυμάται ή αναφέρεται στο θέατρο που τόσα χρόνια με αφοσίωση υπηρετεί. Ακόμα κι όταν λαχταρά:

I

Λαχταρώ:
Eνα μέρος δίχως Χριστούγεννα,
δίχως Πάσχα,
δίχως εθνικές εορτές.
Ένα απάνεμο, περίκλειστο κρατίδιο.
Πότε πότε θα επιτρέπεται η είσοδος
μόνο σε γαλαζωπές αναταύγειες
από παιδικό ουρανό.
Τίποτε άλλο.

Οι μνήμες του ισχυρές τον στροβιλίζουν στο κενό, τον κάνουν να αισθάνεται πως ισορροπεί σε τεντωμένο σχοινί [σελ.14] Ποια είναι η σύνδεση με το καλοκαίρι και το νησί; Είναι μια καταφυγή ένα μικρό ταξίδι που τον γεμίζει πάντα ανακούφιση; «Ταξιδεύω στα γαλανά νερά της Αίγινας, στα πεύκα στο Αγκίστρι. Πράσινα παραθυρόφυλλα περιμένουν να με υποδεχτούν, τζιτζίκια να μου τραγουδήσουν» [σελ.15]. Ποιήματα λιτά, αλλά εκφραστικά, που δίνουν το στίγμα και μιας ψυχικής διάθεσης που τα συνοδεύει «.[…]αναζητώντας τις δικές μου λέξεις. Έπειτα οι ξένες λέξεις, που πρέπει να φαίνονται δικές μου. Μετά η σιωπή μπροστά στις τηλεοπτικές ανοησίες. Και ο μεγάλος ύπνος. Σαν στάσεις λεωφορείου σε δρόμο με πυκνό σκοτάδι. Ο πόθος λείπει.»[σελ.16]

Ο Καταλειφός αναζητά τη «χαρά που του λείπει»[σελ 18], « πηγαίνει να τεθεί εκτός χρόνου »[σελ17], κάνει τους υπολογισμούς του για να δει «πόση μοναξιά κουβάλησε, πόσα νιάτα ξόδεψε και πόση ανεμελιά στερήθηκε.»[σελ 19] Σε καιρούς προκλητικούς και δύσκολους ο άνθρωπος, σαν ελεύθερος πολιορκημένος, με αβέβαιο μέλλον και τον θάνατο να κρέμεται πάνω από το κεφάλι της ανθρωπότητας, μπαίνει στη διαδικασία να αναλογιστεί, να σκεφτεί τη θέση του στη ζωή και στον κόσμο. Μέσα στο γκρίζο, μέσα στο παγκόσμιο δράμα, ο ποιητής μελαγχολικός και μόνος στοχάζεται για τα βιβλία, για την αγάπη, για τις επιλογές και την πορεία του για τον χρόνο. «Οι χρόνοι ανεβοκατεβαίνουν στο κεφάλι σου σαν τα παιδιά που γλιστράνε στην τσουλήθρα. Ενεστώς, μέλλων και αόριστος τριγυρνάνε στο δωμάτιο, και ο παρακείμενος χορεύει στο ταβάνι. Έχεις πει αυτά που ήθελες; Έχεις κάποτε αγαπήσει; ΄Απλετος χρόνος χαιδεύει την ατμόσφαιρα και η ημερομηνία λήξεως γρατζουνάει την ψυχή σου.» [σελ.24] Πού βρίσκεται το ποιητικό υποκείμενο μέσα σε όλα αυτά; Tρυγώντας τις λέξεις,τι κερδίζεις; Έχουν άραγε οι λέξεις τη δύναμη να αλλάξουν το γκρίζο της εποχής που διανύουμε; Boηθάει σε κάτι η γραφή και η ψηλάφιση του εαυτού; Eίναι «οι μικρές ωφέλιμες σκέψεις» μια κάποια λύση ή οι καλά οργανωμένες ψευδαισθήσεις απλά παρηγορούν τον άρρωστο; Και το ποιητικό υποκείμενο, ο αφηγητής είναι στιγμές που αυτοσχολιάζεται γενναία: «Περίμενε να γεράσει για να βγει στην ποίηση. Κοίταξε πίσω ή μπροστά; Έκλεισε την πόρτα του πιάνοντας μολύβι και χαρτί. Το πρωί γράφει από φως, τις νύχτες από σκοτάδι, και στο μεσοδιάστημα κυκλώνεται από ομίχλη». Και το ποίημα τελειώνει ως εξής: «Ήτανε να γεράσει για να μπει στην ποίηση. Κοίταξε πίσω ή μπροστά;’ Άνοιξε τα μάτια του δίνοντας νόημα στα χέρια. Το πρωί γράφει στίχους, τις νύχτες τους διαλύει και στο μεσοδιάστημα παίζει με τις λέξεις.»(σελ 23) Στο τέλος του βιβλίου το ποίημα-αυτοσχόλιο: «Απόψε κάνω τα παιδικά μου χρόνια μαξιλάρι,/όπου γέρνουν τ΄ άσπρα μου μαλλιά/και ξαναβλέπω ουρανό μ΄αστέρια.»(σελ.85) Μέσα από τις απώλειες και τις αναμνήσεις, αναζητά τους ατόφιους στίχους του. Kαι αναρωτιέται τι θα απογίνει όταν τελειώσουν τα ποιήματα. Ίσως είναι κι αυτά μια κάποια λύση για την κενή, μάταιη ή αδιάφορη ζωή. Για να μιλήσω για την υφή της ποίησης του Καταλειφού θα χρησιμοποιήσω στίχους από ένα δικό του ποίημα (σελ.39) που θεωρώ ότι καλύτερα αναδεικνύει αυτό που σκέφτομαι. Θα έλεγα λοιπόν πως η ποίησή του φοράει τη «λευκή φανέλα της απλότητας». Και θα προσέθετα πως πρόκειται για μια ποίηση που ανασαίνει και αισθάνεται.
Ποια θέση έχει η ποίηση στη ζωή του ποιητή; Ποια η λειτουργία της; Mηπως λειτουργεί ψυχοθεραπευτικά και λυτρωτικά; «Η ποίηση έρχεται και τον βρίσκει/ενώ έχει τόσο σοβαρές δουλειές./Ξαπλώνει στο κεφάλι του σαν γάτα/που γουργουρίζει για να την προσέξει./Οι λογαριασμοί μένουν απλήρωτοι επί μήνες./Πρόσφατα του έκοψαν το νερό,/αλλά αυτός ζητάει απτόητος να ξεδιψάσει /από τη γάργαρη πηγή των λέξεων»(σελ 44.) Επίσης, το αιώνιο μυστήριο τι είναι τελικά η ποίηση φαίνεται πως απασχολεί όλους τους εραστές της. Και μάλλον οι ορισμοί γι΄ αυτήν είναι όσοι είναι και οι ποιητές. Για τον Καταλειφό «η ποίηση είναι κόρης της στιγμής/Είναι κόρη οφθαλμού/που διαστέλλεται σαν θηρευτής /και τσακώνει λέξεις/που βόσκουν αμέριμνες/σε λευκές σελίδες/Τα χέρια είναι γεωργοί/που οργανώνουν εύφορο χαρτί/Η ποίηση είναι ένα ματσάκι στίχοι /που ευωδιάζει στα τραπέζια.» (σελ.53)
Με τη φαντασία του διατρέχει τις εικόνες και τα συμβάντα της ζωής του. Συνήθως ψηλαφεί τις μακρινές σκηνές που όμως αποκτούν όγκο και συναισθηματική δύναμη αν και έχει περάσει ο καιρός, αναφέρει κάποτε ότι προτιμά τη σιωπή (Προτιμά πλέον να ακούει τη σιωπή./Και ξεχωρίζει μόνο γιασεμί, ίδιο μ΄εκείνο που αγκάλιαζε το παιδικό παράθυρο.» (σελ.51)
Όσο για το θέατρο στο οποίο έχει αφιερώσει τη ζωή του; Δεν θα μπορούσε να μην αναφερθεί σε αυτό με έναν ιδιαίτερο τρόπο για να καταθέσει την αλήθεια του. Στη σελίδα 66 λοιπόν διαβάζω:

«Το θέατρο είναι τόπος φαντασμάτων και ιδεών. Μετά έβαλα
φόβο, ιδρώτα και χαρά. Μαζί κι ένα κοστούμι.

Έπειτα έρχονται οι άνθρωποι. Λόγια και σώματα επί σκηνής. Η
πρώτη πράξη πάντα πιο σφιγμένη . Στη δεύτερη επιτέλους
χαλαρώνει η κοιλιά, καλό σημάδι. Στην τρίτη συντελείται η
ένωση. Χέρια συμπλέκονται, να υποκλιθούν με ιερό ναρκισσισμό.

Ζωή και θάνατος μέσα σε δύο ώρες. 

Οι άνθρωποι φεύγουν, οι ήρωες ξεβάφονται και η αυλαία περιμένει κόκκινη. Να ξανανοίξει.»

Μια ζωή γεμάτη θεατρικές συγκινήσεις, θαύματα, ρόλους, χειροκροτήματα, σκηνοθετικά οράματα που τον στιγμάτισαν.
O Δημήτρης Καταλειφός παραμονή των γενεθλίων του και μέσα σε συνθήκες εγκλεισμού, επειδή ακριβώς οι περιστάσεις το καλούν, νιώθει την ανάγκη να αναμετρηθεί με το παρελθόν του, να κάνει τη σύνδεση με τις λέξεις, τις εικόνες που υπάρχουν μέσα του, τις εμμονές του. Σε γλώσσα απλή, μας χαρίζει ποιήματα με αμεσότητα και αλήθεια που απέχουν παρασάγγας από τα μη λειτουργικά τεχνάσματα ή τα κούφια λεκτικά πυροτεχνήματα που απομακρύνουν από το συναίσθημα και τη συγκίνηση .