Η μνήμη συνδέεται με την ταυτότητα, καθώς αυτοπροσδιορίζει ως βίωμα το άτομο. Επανακαθορίζει την ταυτότητα μέσα από την ανάκληση στάσεων και συμπεριφορών. Ως τμήμα δε της ποιητικής εξομολόγησης συνδέεται άμεσα με το τραύμα. Στη μνήμη, ως στοιχείο σχηματοποίησης της ατομικής ταυτότητας, θεμελιώνεται και η νέα ποιητική συλλογή της Βάλιας Γκέντσου («παραμύθια ανάποδα», εκδόσεις θεμέλιο, 2020). Μοιάζει σαν η δημιουργός να διερευνά τη σχέση της ποίησης με τη μνήμη και την ταυτότητα.
Η οδυνηρή πραγματικότητα του παρελθόντος συμμετέχει στη διαμόρφωση της ταυτότητας, έμφυλης συνήθως, και εκτίθεται ως αυτοβιογραφικό στοιχείο, που ακυρώνει τη θεωρητική διάσταση μεταξύ της δημιουργού και του πρωτοενικού υποκείμενου. Η επίκληση στη μνήμη από μέρους της αποτελεί ένα αντίδοτο στη θνητότητα και το πένθος (ο ήχος του καρφιού, αποκαθήλωση, θαύματα στις μύτες των ποδιών, το σχήμα του ύπνου, μητέρα των λογισμών μου) και μία επιστροφή στην αθωότητα και την παιδικότητα (η Τίνκερμπελ στη χώρα του Ποτέ, τα σκεπάσματα φτάνουν στο λαιμό). Μέσα από τη μνήμη “ανασταίνει” αγαπημένα πρόσωπα και ταυτόχρονα επιστρέφει στην εποχή της ανεμελιάς και της αντίδρασης, πριν τις συμβάσεις της ενήλικης ζωής.
Η Γκέντσου εκφράζει ένα διαρκές παράπονο για όσα τής απαγορεύτηκαν ως παιδί και για όσα δεν μπόρεσε να ζήσει, σωστά ή λάθος (αυτό το βιβλίο το χάρισε η μαμά στη γιορτή μου, το γάλα που δεν κατεβαίνει, τα όρια της φωλιάς, ως αγαπητά τα σκηνώματα σου, Απόκριες, τις μέρες που άνθιζε το στάρι, αντίστροφο πείραμα). Μέσα από την εκμυστήρευση των δικών της παιδικών καταπιέσεων προάγει νέα παιδαγωγική ελευθερίας. Το παιδί πρέπει να απολαμβάνει τις εμπειρίες του. Η καταπίεση και η επιβολή κανόνων (Απόκριες, τις μέρες που άνθιζε το στάρι) είναι που το σημαδεύουν.
Η δημιουργός εξυμνεί την παιδικότητα. Οι συχνές αναφορές σε παραμύθια “για κορίτσια” συνδέονται με την έμφυλη ταυτότητα και τη μνήμη (για τους νεκρούς ξέρω πολλά, τα λίγα που είχα, εθνικοί ευεργέτες μικροί ήρωες, η σιωπή χίμηξε να μας φάει, εκεί που δύσκολα θα πήγαινες ξανά). Είναι τα παραμύθια που ονειρεύονται τα κορίτσια, όταν πέσουν για ύπνο ή παίζουν (αυτό το βιβλίο το χάρισε η μαμά στη γιορτή μου, αντίστροφο πείραμα). Τα παραμύθια όμως, όπως αξιοποιούνται στο πλαίσιο της διακειμενικότητας, δημιουργούν ένα αλληγορικό πλαίσιο. Η διακειμενικότητα, εξάλλου, δεν περιορίζεται μόνο στη λογοτεχνία, αλλά απλώνεται σε όλες τις πολιτισμικές πτυχές, εισάγοντας τον ακροατή/αναγνώστη σε ένα διάλογο με το κοινωνικό κείμενο. Το ποιητικό κείμενο δημιουργείται μέσα σε συγκεκριμένους πολιτισμικούς και ιδεολογικούς κανόνες. Η λειτουργία του παραμυθικού στοιχείου αποσταθεροποιεί το αναμενόμενο νόημα. Το διακείμενο ανατρέπει και προκαλεί νέες αντιδράσεις απέναντι στα παραμύθια.
Το μεταϋπερρεαλιστικό στοιχείο σε συνδυασμό με το παραμύθι (αυτό το βιβλίο το χάρισε η μαμά στη γιορτή μου, η Τίνκερμπελ στη χώρα του Ποτέ, τα σκεπάσματα φτάναν στο λαιμό, εκείνος που δεν ήξερε να κάνει φίλους) και το παιχνίδι (τόπος κλειστός, έρωτας που δείλιασε, χιόνι), προσφέρει μία ονειρική διάσταση που συνδέεται με την παιδική φαντασία και τη μαγεία του παραμυθιού. Η ίδια ποιητική παιδικότητα μεταπλάθει τα θρησκευτικά διακείμενα (αποκαθήλωση, μέση που γέρνει, φωτιά που έρχεται και φεύγει) τονίζοντας το έμφυλο στοιχείο (ο βασιλιάς είναι γυμνός) ή άλλα πολιτιστικά προϊόντα (τοπίο αρχικά περιγραφικό κατά συνέπεια παρωχημένο, λαβύρινθος, μονάδα φροντίδας τρυφερών, και οι πέτρες στον βυθό ακούγονται, φώτα πορείας). Το άλογο μέσα στον γλωσσικό πειραματισμό διατηρεί έναν οντολογικό χαρακτήρα αμφισβήτησης της αναφορικής λειτουργίας της γλώσσας και της κυριαρχίας της λογικής. Η αλογία στη γλώσσα καταρρίπτει την “ορθολογική” χρήση της και αυτό ακριβώς ορίζει τον αντιεξουσιαστικό και ανοικειωτικό της χαρακτήρα. καταργεί τη συμβατική χρήση της γλώσσας ως μέσου παραγωγής νοημάτων.
Σημαντικό ρόλο στην αποσταθεροποίηση παίζουν και οι τίτλοι των ποιημάτων. Οι μακροσκελείς τίτλοι κατέχουν δομικό ρόλο μέσα στις συνθέσεις. Ξεπερνούν τον συνηθισμένο κοινωνικοποιητικό ρόλο και αποτελούν κλειδί για την ερμηνεία των ποιημάτων της συλλογής. Ο τίτλος διατηρεί μια συνυποδηλωτική λειτουργία που τον θέτει σε ασυμφωνία με το συγκείμενο, απαιτώντας ο ακροατής/αναγνώστης να τον ερμηνεύσει σε σχέση με το ποίημα. Δεν επαναλαμβάνουν κάποιο στίχο ή το νόημα του ποιητικού κειμένου, αλλά περισσότερο λειτουργούν ως ένας κατευθυντήριος –πρώτος– στίχος, στον οποίο επιστρέφει ο αναγνώστης για να επανανοηματοδοτήσει το ποίημα. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο συμβάλλουν στην αποδόμηση της λειτουργίας του παραμυθιού και του έμφυλου χαρακτήρα τους.
Τα αναποδογυρισμένα παραμύθια της Γκέντσου – Κριτική από τον Δήμο Χλωπτσιούδη
10/03/2021