Τη γνώρισα, όταν πήγα να παρακολουθήσω μαθήματα φωτογραφίας σε ένα Κέντρο Ελευθέρων Σπουδών. Είχα αποτύχει στις Πανελλαδικές Εξετάσεις και οι γονείς μου, απελπισμένοι, δέχτηκαν να καλύψουν το μεγάλο έξοδο, μια και ήταν το μόνο για το οποίο είχα δείξει ενδιαφέρον. Ήμουν ένας μεγαλόσωμος, ανώριμος έφηβος, μουρμούριζαν οι καθηγητές μου. Εγώ αισθανόμουν απλώς ότι δεν με ένοιαζε πραγματικά κάτι συγκεκριμένο. «Δεν ήξερα τι ήθελα», κοινώς. Και για τίποτα.
Κι αυτή ακόμα, δεν μου άρεσε ιδιαιτέρως. Καστανομάλλα, όχι πολύ ψηλή, λεπτή, φορούσε γυαλιά, δεν θα την έλεγες όμορφη, αλλά ήταν λιγομίλητα έξυπνη. Και επιπλέον. Ήταν 27 χρόνια μεγαλύτερη. Και. Η δασκάλα στο εργαστήριο φωτογραφίας. Εκείνο που είχε αρχίσει να μου αρέσει ήταν να παρακολουθώ τα δάχτυλά της, καθώς μάς έδειχνε τις τεχνικές που έπρεπε να απομνημονεύσουμε. Τα έβλεπα σαν προέκταση των εικόνων που της άρεσε να φωτογραφίζει. Όταν έβλεπα τις φωτογραφίες της, ήταν σαν να έβλεπα μαζί και τα δάχτυλά της πάνω στα πλήκτρα της μηχανής. Εκείνα τα δάχτυλα, γρήγορα και αποφασιστικά, μού θύμιζαν τους ταχυδακτυλουργούς των παιδικών μου χρόνων: λευκά, μακριά και λεπτοφτιαγμένα∙ δεν θα ξεχνούσα ποτέ εκείνα τα δάχτυλα.
Ωστόσο δεν μάθαινα εύκολα, αν και δεν ήμουν χαζός, ίσως δεν είχα την απαραίτητη φαντασία ή απλώς ήμουν τεμπέλης. Ένα απόγευμα που είχα ξεμείνει παραπίσω, γιατί άργησα, ως συνήθως, να τελειώσω τις ασκήσεις, έσκυψε από πάνω μου, για να δει τις εικόνες που επεξεργαζόμουν και διαπίστωσε πως ήταν όλες φωτογραφίες από γυναικεία πόδια: με πέδιλα και μπότες και γόβες και αθλητικά, αλλά και γυμνά πέλματα, μόνο γυναικεία, μόνο από τη μέση της γάμπας και κάτω. Καθώς έσκυψε περισσότερο πάνω από τον ώμο μου, ίσως από περιέργεια για τις εικόνες μου, με χτύπησε μια ζεστή, ιδρωμένη μυρωδιά από τον κόρφο της. Ανασήκωσα το κεφάλι από τον πάγκο του εργαστηρίου, όπου προσπαθούσα αγκομαχώντας να ολοκληρώσω τη δύσκολη εργασία και βρέθηκα στο ίδιο ύψος με τον λαιμό της. Έστρεψα απότομα το πρόσωπο και τη δάγκωσα δυνατά. Με έσπρωξε με απρόσμενη δύναμη και με χαστούκισε με βία, σχεδόν αντανακλαστικά. Αυτό ήταν. Κάθε βράδυ μετά το μάθημα, με ποδοπατούσε μέχρι ασφυξίας και μετά με πρόσταζε να εκτελώ τις πιο απίθανες εντολές. Εκείνα τα δύο χρόνια, έμαθα τι μου αρέσει, αλλά δεν έγινα φωτογράφος. Λίγο πριν την αποφοίτησή μου, ανακοίνωσε ότι θα έφευγε στο εξωτερικό, για να δουλέψει σε ένα ταξιδιωτικό περιοδικό.
-Κι εγώ; τη ρώτησα.
-Θα συναντιόμαστε στις διακοπές. Και κάθε φορά που θα επιστρέφω. Θα σου γράψω να έρθεις κι εσύ, μου είπε.
Ούτε επέστρεψε. Ούτε μου έγραψε. Το μόνο που λάμβανα κάθε φορά από τις διακοπές της ήταν ένα μικρό πακέτο. Μού έστελνε παράξενα δώρα, που τα τοποθετούσα στο ράφι της φτωχικής μου βιβλιοθήκης, μαζί με τα περιοδικά. Μια πολύτιμη συλλογή, χωρίς λόγια. Περίεργα ξόανα, σκαλιστά κουτιά, πολύχρωμα βάζα με άρωμα κανέλας και από μια κάρτα με το όνομά της και την χώρα προέλευσης. Τα νέα της τα μάθαινα από τα μικρά αυτά πακέτα και από το περιοδικό στο οποίο γράφτηκα συνδρομητής από την πρώτη κιόλας μέρα
Οι φωτογραφίες της σε όλα τα τεύχη, άγριας ομορφιάς, το ίδιο και τα δάχτυλά της, όπως εγώ μόνο τα έβλεπα πίσω από τη μηχανή. Όσο για τα πόδια της φωτογράφου, ήμουν βέβαιος ότι πατούσαν σταθερά σε έναν δρόμο στρωμένο για εκείνην και μόνο. Χωρίς εμένα. Κανείς άλλος δεν θα το καταλάβαινε. Έτσι έμαθα να περιμένω, χωρίς να λογαριάζω τον χρόνο.
Και μια μέρα τη συνάντησα ξανά. Περπατούσα σκυφτός στη συνηθισμένη μου καθημερινή διαδρομή από το σπίτι στο γραφείο, κοντά σε εκείνο το κλειστό πια Κέντρο Ελευθέρων Σπουδών, με το υπόγειο εργαστήρι φωτογραφίας, εδώ και χρόνια εκτός λειτουργίας, όταν την συνάντησα. Λες και ήμασταν γείτονες και ήταν φυσικό κάπου κάπου να διασταυρώνονται οι δρόμοι μας. Μου μίλησε πρώτη. Μου είπε ότι είχε έρθει, για να παραλάβει ένα Κρατικό Βραβείο αναγνώρισης της εικοσαετούς πλέον επιτυχημένης καριέρας της στο εξωτερικό. Δεν άλλαξες καθόλου, πρόσθεσε και μού ζήτησε να συναντηθούμε στο ξενοδοχείο της. Εγώ δεν μπορούσα να θυμηθώ αν εκείνη είχε αλλάξει. Τα μακριά δάχτυλά της, πάντως, παρέμεναν ίδια: ευλύγιστα, νευρικά και λεπτοφτιαγμένα, απλώς υπέροχα.
Επί τρεις εβδομάδες συναντιόμασταν κάθε βράδυ. Πήρα άδεια από το γραφείο, όπου δούλευα τα τελευταία δώδεκα χρόνια, χωρίς ούτε μια μέρα απουσίας για διακοπές, εγκαταστάθηκα στο ξενοδοχείο της και περίμενα υπομονετικά στο δωμάτιο να επιστρέφει από τις υποχρεώσεις της. Αλλά οι μέρες περνούσαν.
Οι φωτογραφίες που μου έδειξε εκείνο το βράδυ ήταν απ’ αυτές που δεν βγάλαμε ποτέ μαζί. Από μέρη που επισκέπτονταν μόνη της, αφήνοντας για μένα μόνο τον κάτω δεξιό χώρο, όπου αναγράφονταν ο ακριβής χρόνος, μήνας, ημέρα, ώρα, λεπτά και δευτερόλεπτα της λήψης.
Το ότι απουσίαζα από τα αγαπημένα της πλάνα, δεν της χαλούσε καθόλου την περιέργεια της περιήγησης, το σκοτεινό ρίγος της ανακάλυψης, την αδημονία της πρωτόγνωρης γεύσης. Πώς μπορούσε όλα αυτά να τα νιώθει χωρίς εμένα; Για μένα όλα ήταν και πάλι άγευστα.
Στο δωμάτιο του ξενοδοχείου, ο ένας τοίχος ήταν όλος από τζάμι. Τζάμι μισό λευκό, μισό διάφανο. Με πλαίσιο από αλουμίνιο, λευκό κι αυτό. Δυο φύλλα κουρτίνας. Ένα ελαφρύ ημιδιάφανο κι ένα βαρύ και σκούρο, από τη μια μεριά καφέ κι από την άλλη πράσινο. Τις τραβούσες σέρνοντας στην άκρη, ξάπλωνες στο κρεβάτι και το μόνο που έβλεπες μέσα από εκείνον τον τοίχο ήταν ουρανός. Γαλάζιος, γκρι ή κόκκινος. Μαύρος, ασημί ή λευκός. Αναλόγως με τον καιρό και την ώρα. Αλλά, όταν γινόταν λευκός, αντί να σου αφήνει περιθώριο να αναπνεύσεις, σε έπνιγε. Όπως όταν πέφτει κάποιος με δύναμη από ψηλά∙ ο κρύος αέρας του κόβει προς στιγμήν την ανάσα. Πρέπει να εξασκηθείς πώς να ανασαίνεις, όταν πέφτεις, για να οξυγονώνεται σωστά ο εγκέφαλος. Ίσως έφταιγε ότι αυτός ο ουρανός φαινόταν ολότελα άδειος. Εγώ απλώς έκλεινα την κουρτίνα.
Τα λευκά, μακριά και λεπτοφτιαγμένα της δάχτυλα πατούσαν γρήγορα κι αποφασιστικά τα κουμπιά μιας άγνωστης για μένα πια κάμερας. Μου έδειχνε αναρριγώντας τα μικρά της βίντεο, που, ασθματικά, αγκάλιαζαν παράξενα μέρη, που τα ανατάραζε ένας ξένος σε μένα άνεμος. Ο άνεμος αυτός έφτανε σκληρός μέχρι τ’ αυτιά μου, ανακατεμένος με την μακρινή της φωνή, η οποία μόλις και ακουγόταν μέσα από το αδύναμο ηχείο της μηχανής: Λοιπόν, βρισκόμαστε στη χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου και σε λίγο… Ο καθρέφτης απέναντι από το διπλό κρεβάτι ήταν έτσι τοποθετημένος, ώστε, αντί να καθρεφτίζει το είδωλό μας, θάμπωνε από το εκτυφλωτικό κενό τ’ ουρανού. Ούτε ένα κύμα ή σύννεφο. Ούτε ένα έντομο ή πουλί. Το μόνο ζωντανό, που έφτανε ως εμένα εκείνη την ώρα, ήταν η κινούμενη εικόνα της κάμερας που με απορροφούσε. Αφού τελείωσε η ξενάγησή μου στους τόπους που είχε επισκεφθεί, επαναλάβαμε ξανά όσα μού είχε μάθει σε εκείνο το μακρινό εργαστήρι φωτογραφίας πριν είκοσι χρόνια. Λες και βρισκόμασταν από τότε κάθε μέρα. Μετά ντυθήκαμε αργά στα ζεστά μας ρούχα, που εφάρμοζαν απαλά στο κορμί μας.
Βγήκε, όπως συνήθιζε, πρώτη από το δωμάτιο. Θα πηγαίναμε για φαγητό. Τράβηξα το κλειδί από την ειδική υποδοχή πλάι στην πόρτα και όλα βυθίστηκαν στο σκοτάδι. Το φεγγάρι εμφανίστηκε ύπουλο στην αριστερή γωνία του τοίχου και έστρεψε το βλέμμα μου στο κομοδίνο δίπλα στο κρεβάτι. Η καινούργια της κάμερα και το αναμνηστικό δώρο, από το τελευταίο της ταξίδι, για μένα. Ο γιαπωνέζικος χαρτοκόπτης γυάλιζε μικρός, κοφτερός και κομψός δίπλα στο μισάνοιχτο κουτί μαζί με τη γνώριμη κάρτα. Ένιωθα να ιδρώνω ελαφρά στην πλάτη. Θα γυρίζαμε σε μια ώρα περίπου. Θα αποχαιρετιόμασταν, μπροστά στον καθρέφτη, κοντά στο κομοδίνο, σχεδόν πλάι στο κρεβάτι.
Κι εγώ; Θα τη ρωτούσα.
Θα συναντιόμαστε στις διακοπές. Και κάθε φορά που θα επιστρέφω. Θα σου γράψω να έρθεις κι εσύ, θα μου έλεγε.
Κι εγώ θα επέστρεφα στο σπίτι και στη δουλειά μου, να περιμένω το επόμενο τεύχος του περιοδικού, ευγνώμων για όσα μού έμαθε. Μέτριο διαμέρισμα δύο δωματίων, ελάχιστα έπιπλα, λιγοστά παράθυρα. Ένα χλιαρό ημίφως διαβίωσης μαζί με την πολύτιμη συλλογή των δώρων της και τα περιοδικά στη φτωχική μου βιβλιοθήκη.
Εκτός αν… τη φορά αυτή, την ώρα του αποχαιρετισμού, καθώς θα κοιτάζω την πλάτη της μες στον καθρέφτη, την ώρα που όρθια σφιχτά θα την αγκαλιάζω, κάτι αλλάξει στο είδωλό μου. Και μετά στο δικό της. Κάτι μικρό κι ανυποψίαστο. Τόσο υπέροχα μοναδικό που δεν θα χρειαστεί πια να επαναληφθεί. Δεν θα χρειάζεται κανένα διεγερτικό της μνήμης, για να υπάρξει. Θυμάσαι, μου έλεγε, τη ζωγραφιά στο ξύλινο κουτί από την Αργεντινή; Ή το σκάλισμα σε εκείνο το ξόανο από τη Γουατεμάλα;
Λίγο πριν κλείσω την πόρτα του δωματίου πίσω μου, γύρισα ξαφνικά, πήρα πάνω από το κομοδίνο την επαγγελματική της κάμερα. Εκείνη με περίμενε χαμογελώντας στο διάδρομο. Θα της ζητήσω, σκέφτηκα, να μου μάθει λεπτομέρειες για τον χειρισμό της. Έτσι, ώστε να μπορέσω να βγάλω κι εγώ τις δικές μου φωτογραφίες, να μπορέσω να κρατήσω τις εικόνες της ακέραιες, συμπληρώνοντας με κάτι αποκλειστικά δικό μου τη συλλογή. Θα προλάβω, άραγε, όσο διαρκέσει το δείπνο μας;
Δεν μαθαίνω εύκολα, αν και δεν είμαι χαζός, ίσως δεν έχω την απαραίτητη φαντασία ή απλώς είμαι τεμπέλης. Αυτή τη φορά όμως θα μάθαινα γρήγορα. Δεν μου περίσσευε πια χρόνος. Γιατί μετά θα ήταν αργά.
Μια που το βάζο με την φορμόλη, όπου θα φύλαγα τα πολύτιμα δάχτυλα, το είχα ήδη βάλει στο πρώτο συρτάρι.