Μια ιδιαίτερη παρουσία, όχι μόνο για την κυπριακή ποίηση αλλά και για τη νεοελληνική στο σύνολό της, συνιστά η περίπτωση του Ηλία Κωνσταντίνου, πρόωρα χαμένου στα τριάντα οκτώ του χρόνια το 1995. Με τέσσερις συλλογές, δημοσιευμένες στην Κύπρο από το 1984 έως το 1996 (η τελευταία μετά θάνατον), πολλά αδημοσίευτα ποιήματα αλλά και μεταφράσεις, θα μπορούσε να είναι ήδη εν ζωή γνωστός και διακεκριμένος ποιητής – κι όμως δεν ήταν, καθώς πέρασε σχεδόν απαρατήρητος, αν εξαιρέσουμε τον κύκλο γύρω από το περιοδικό Η Άμαξα (Λεμεσός 1983-1989) και το βιβλιοπωλείο που διατηρούσε από το 1988 στη Λεμεσό, το οποίο λειτουργούσε και ως εντευκτήριο για ανθρώπους των γραμμάτων και φίλους της λογοτεχνίας. Ευτυχώς, κάποιοι εκδότες (εν προκειμένω οι εκδόσεις Βακχικόν) ερευνούν και ανακαλύπτουν. Έτσι, τόσα χρόνια μετά τον θάνατο του ποιητή, έχουμε την ευκαιρία να γνωρίσουμε την «αναρχική» του γραφή, όπως εύστοχα έχει χαρακτηρισθεί ο ιδιαίτερος τρόπος έκφρασης, καθώς μας πληροφορεί ο Λευτέρης Παπαλεοντίου στα Επιλεγόμενά του, όπου επιχειρείται μια ενδιαφέρουσα και διαφωτιστική ανάλυση της ποιητικής του Κωνσταντίνου – στον ίδιο οφείλεται και η επιμέλεια για τη σημαντική αυτή έκδοση.
Και, πράγματι, η γραφή του Κωνσταντίνου έχει αιρετικό (ευτυχώς) τον τρόπο της ξεχωρίζοντας αισθητά από όσα έχουμε ως τώρα διαβάσει από Κύπριους ποιητές. Με μια γλώσσα που δεν διστάζει μπροστά στη χρήση των κατάλληλων λέξεων, χρησιμοποιεί προκλητικές αναμείξεις –συχνά πλάθει τις λέξεις του– προκειμένου να ειπωθεί η αλήθεια, όσο σκληρή, χωρίς τον οποιονδήποτε εξωραϊσμό που θα την καθιστούσε περισσότερο εύπεπτη και αποδεκτή, ωστόσο θα την άφηνε γυμνή και ανούσια. Ο Κωνσταντίνου γράφει με έναν τρόπο που αρκεί για να τον κατατάξει στη χορεία των «καταραμένων» ποιητών – ο όρος εδώ φυσικά από τους Γάλλους ομοτέχνους του. Κάποιοι με τον συντηρητισμό τους θα θεωρούσαν βλάσφημα και σοκαριστικά όσα γράφει: η σκέψη αποδεσμευμένη από έννοιες ταμπού μιλάει για τη σεξουαλική απελευθέρωση, τις ομοφυλοφιλικές σχέσεις, τον ρατσισμό, παράλληλα καυτηριάζοντας τον καθωσπρεπισμό σε όποιο τομέα ανθρώπινης δραστηριότητας κι αν τον συναντά – η θρησκεία απαλλαγμένη από τη χριστιανική ηθική, η πολιτική χωρίς τις υποκριτικές σκοπιμότητες, κάθε κοινωνική εκδήλωση αποκαθαρμένη από συμβατικότητες, παρουσιάζονται χωρίς μανδύα παραπλανητικό, έτσι όπως ο ποιητής αναζητά την ουσία πέρα από τα κατασκευασμένα, βολικά ψεύδη. […] άλλοι πολεμούν – άλλοι ακούουν μουσική/κι όλοι το ξέρουν – το σπίτι – την κρύπτη/στέγη λέει – ο ουρανός απέραντος/επίθετο φτηνό – τρεις λίρες τώρα το κιλό/κάτω απ’ τον καλό ουρανό της Κύπρου και ξάστερο/ – η Κύπρος όμως λείπει από εδώ. Κάππα, Λάμδα, Μι./Ασία μικρή – ή μαζί θα τη βοηθήσουμε/την Κύπρο την αόρατη, για να φανεί/και να δώσει επιτέλους λίγη προσοχή στα παιδιά της. […] κι όλοι το ξέρουν και ζουν αναπνέοντας ψέματα/κι όλοι σιωπούν, συνωμοτούν, στον φόβο όλοι οικοδομούν/μια χώρα πράγματι ανύπαρκτη. (Τα αυτοκρατορικά, «Πρώτη γραφή επαναστατικού μανιφέστου», 1996). Η προκλητικότητα από τη μια πλευρά αλλά και η καταδίκη κάθε συντηρητισμού και κομφορμισμού, παράλληλα με τις συνεχείς αναφορές στον ελεύθερο σεξουαλικό προσανατολισμό, τον φέρνει κοντά και στη γενιά των beatniks ενισχύοντας την άποψη πως πρόκειται για μια πολύ ξεχωριστή, σε πολλά επίπεδα ενδιαφέρουσα περίπτωση στα ελληνικά γράμματα.
Όπου η ρεαλιστική εκδοχή του ποιητικού λόγου δεν εξυπηρετεί, επιστρατεύεται η άλλη όψη της πραγματικότητας, η υπερβατική μιας γραφής που προσιδιάζει στον υπερρεαλισμό. Κάθε που η αλήθεια των πραγμάτων δεν μοιάζει να πείθει, έρχεται ο μύθος με την αλληγορική, συμβολική του δύναμη να συντρέξει τον ποιητικό λόγο. […] Σκύλους βλέπω – βρέφη σπαράζουν/στον ύπνο μου μπαίνουν – αίματα στάζουν/οι σκύλοι χορτάνουν – στο σεντόνι μου μέσα/μια λίμνη αρχίζει – να σκύβει στο βάθος/των πρώτων μου χρόνων – ουά να φωνάζω/κεφάλι λιωμένο – αυτοψία θανάτου/φωτογράφοι κοιτάζουν – πρωτοσέλιδος τρόμος/σκύλους βλέπω – ένοχος είμαι/φριχτής μεταμόρφωσης. (Τα αυτοκρατορικά, «Η δουλειά του αναγνώστη», 1996).
Έτσι έχουμε μια ποίηση που μπορεί να ακουμπά σε παλαιότερους ποιητικούς τρόπους, όμως κατορθώνει να χτίσει ένα δικό της πρόσωπο, με το συνακόλουθο ρίσκο να κατακριθεί ή, όπως στην περίπτωση του Κωνσταντίνου, να αγνοηθεί. Πώς, αλήθεια, να γίνει εύκολα αποδεκτή μια ποίηση που παρουσιάζει την Κύπρο απογυμνωμένη από τους μύθους που υποβαστάζουν (παράλληλα με ό,τι καλό έχει να δείξει) και ένα στρώμα συντηρητισμού, καταδικαστικό απέναντι στη διαφορετικότητα; […] Περίεργοι άνθρωποι αυτοί οι Κυπραίοι/καλοί μορφωμένοι – έμποροι πρόσκοποι – ιερόδουλοι πρώτοι/φαντασμένοι φουσκώνουν – φοβούνται μιμούνται – όλοι μιλούν αγγλικά/ηθική προσποιούνται – πρόστυχοι ψεύτες – πουλούσιν τα πάντα. (Τα αυτοκρατορικά, «Φόρος τιμής», 1996).
Ένας ποιητής ως το τέλος ανυπόταχτος, με το όνειρο μιας άλλης κοινωνίας ζωντανό μέσα του να το μεταφέρει με πλήρη συνείδηση στους στίχους του: Ας μείνει η πραγμάτωση του ονείρου τελευταία/πρώτα να γίνει το μηδέν και ο κανένας δύσκολοι σύντροφοι/μαζί τους να περάσουμε μεσ’ απ’ τ’ αόρατα ψέματα/για να δούμε προ του τέλους, δεκτικά, την έλξη του κακού που μας δέρνει. […] Περιμένω να σκύψουμε, γράμμα κενό σώμα κλειστό, συνυπεύθυνοι όλοι/για την άνοστη φύση ενός κόσμου που εσυμφώνησε/να πάψει να παραμιλά. (Κυπριακές ηθογραφίες, «Θεριστές», 1991).
Για το τέλος αυτού του κριτικού σημειώματος ολόκληρο ένα ποίημά του, πολυσήμαντο, ικανό να ταρακουνήσει τους εφησυχάζοντες – κάτι που σε όλη την ποιητική του διαδρομή ο ποιητής επιδίωξε με πάθος:
Στην αρχή, λέει, έκαμε τη γη τον ήλιο το φεγγάρι
Τώρα, λέει, χτυπά τη γη, άγρια
μ’ έναν ήχο σκοτεινό που φτύνει μαλλιά
σαν λουλούδι
– όμως, αφρίζουν τα χώματα, γίνονται νερό,
η θάλασσα κρατά ανάστροφο ντουφέκι
ανελέητα χτυπά τη ρευστή γη – αλλά
άλλα δόντια δεν έχει το χώμα να κοπούν
με μανία αναπνέει καταπίνει τον ήλιο. Κοίτα!
Ξέρω ότι τα άσπρα μαλλιά ήταν καμένα φύλλα κάποτε
κλειστά σε μιαν αποθήκη
φρουρός, το ουράνιο τόξο
με δόντια κοφτερά πεινασμένα.
Τώρα, κάθε φορά που τελειώνουν τα νερά
ο ήλιος κατρακυλά λιγοθυμά στα χέρια μου. Εγώ
θα πω στα παιδιά να μην τον κλοτσούν
θα καούν.
Εγώ – τα θέλω να σκοτώνουν
με στοργή ατόφια καθαρή.
Γερνούν. Τα παιδιά πριν γεννηθούν γερνούν.
Τσαλακώνονται στα πρόσωπά τους
τα γόνατά τους σβήνουν
γονατούν, έτσι πολεμούν γονατιστά και πεθαίνουν.
Η γη ξαναγεννά τα μαλλιά τους σαν χόρτα.
Αν μπορούσε θα τα ‘φτυνε
θα τα φώναζε «αλυσίδα-φυλακή-χρήμα»
Ποιος θα δέσει τα μαλλιά σχοινί – να πάει πού;
Δεν λέει όμως είν’ εύκολο βαθύ.
Έχουν μεγάλη σημασία τα δάχτυλα των ποδιών.
Πιο μεγάλη απ’ τους αμέτρητους συνδυασμούς
της σπασμένης αλφαβήτας.
Να αναστηθούν τα παιδιά – άφοβα αθώα δυνατά παιδιά
να πατούν τα πόδια παιδιά – να το ξέρουν.
(Σκόρπια ποιήματα, «Παραμύθι»)
* Ποιήματα Ηλίας Κωνσταντίνου
Επιμέλεια-Επιλεγόμενα: Λευτέρης Παπαλεοντίου
Εκδόσεις Βακχικόν