Την απολεσθείσα οντότητα του ερωτικού περιθωρίου της δεκαετίας του ’80 στη Θεσσαλονίκη αναπαριστά ο συγγραφέας Θωμάς Κοροβίνης στο αφήγημα Κανάλ ντ΄Αμούρ (Άγρα 2022, πρώτη έκδοση 1996).
Πρόκειται για έργο με την ισχύ της εξιστόρησης ενός αυτόπτη μάρτυρα. Ο συγγραφέας τοποθετεί στα δικά του συμφραζόμενα τα τεκμήρια και τραγουδά με ενσυναίσθηση τις λαχτάρες και τους πόθους των περιθωριακών στην πόλη. Καταθέτοντας την προσωπική εμπειρία, ζωντανεύει μια εποχή που έσβησε κάτω από τους ήχους της αντιπαροχής, την αλλαγή των εποχών, τον μικροαστισμό.
Το Κανάλ ντ΄Αμούρ είναι μια ζωντανή τοιχογραφία της Θεσσαλονίκης του περιθωρίου τη δεκαετία του ’80. Η φωτογραφική μηχανή λήψης του Θωμά Κοροβίνη κινείται πολύμορφα. Άλλοτε διέρχεται τη Δωδεκανήσου και τα Λαδάδικα, αποτυπώνοντας πανοραμικά πλάνα της πόλης και της εποχής, άλλοτε εστιάζει σε χαρακτήρες. Εφαρμόζοντας την τεχνική travelling κινείται μπρος-πίσω, πλαγίως, ακολουθώντας τη δράση και τις κινήσεις των προσώπων, φωτογραφίζοντας τις κοινωνικές αντιθέσεις, την πάλη των τάξεων, την εσωτερικευμένη καταπίεση, την απελευθέρωση.
Στο Κανάλ ντ΄Αμούρ, οι ενσφηνωμένες στιγμές αυθεντικότητας και λαϊκής έκφανσης διαμορφώνουν ένα αρχειακό συνεχές που περιλαμβάνει ακόμη και τη βία της πουριτανικής επίθεσης προς τα άτομα του περιθωρίου. Οι ζωντανές εικόνες υλοποιούν μια μεγάλου μήκους αφήγηση που ενσωματώνει φαγάδικα και μυρωδιές, λαϊκά κέντρα διασκέδασης, ξενοδοχεία, πόρνες, λούμπεν στοιχεία, χαρακτήρες της νύχτας. Μέρη ανόσια και εγκληματικά που έχουν για θαμώνες μεθυσμένους, πρεζόνια και τσιγγανάκια, αλλά και περιστασιακούς κουλτουριάρηδες επισκέπτες. Ξενυχτάδικα και τραβεστί μπαρ, μαγαζιά στην Καμάρα και τη Σταυρούπολη, όλο το κοινωνιόγραμμα κυρίως από τα Λαδάδικα μέχρι τα Παραβαρδάρια. Μια λαϊκή πανδαισία, ένας κόσμος χρωματιστός που βγαίνει από κάποιο τσίρκο ή ταινία του Πέδρο Αλμοδόβαρ.
[…] η δημοτική αρχή της πόλης το πήρε πολύ στα ζεστά να απολυμάνει το Βαρδάρι από το βόρβορο και την παραδοσιακή του σαπίλα και να ξεκαθαρίσει το μίζερο πάρκο της κεντρικής παραλίας, το πάρκο της αρκούδας, απ’ τα ποικίλα περιθωριακά στοιχεία. […] Λες και το περιθώριο έχει την ανάγκη τους και δεν θα ‘βρισκε άλλα στέκια να κρύψει την τρέλα του και να χορτάσει τις λαχτάρες του. […] (σελ. 16-17)
Ο Πρόδρομος, η Κουασιμώ, γραφικές φιγούρες του μαγαζιού «Σεχραζάτ», ο καταραμένος και αλλοπρόσαλλος κόσμος των τραβεστί με τη Ζιγκοάλα, την πανύψηλη και καλλίγραμμη τραβεστί που εμφανίστηκε γύρω στα ’82, το μαγαζί «Ο Παράδεισος» του Καζάκου –ευρύχωρο υπόγειο σ΄ ένα δρομάκι του Βαρδαρίου, την οδό Οδυσσέως.
[…] Ο «Παράδεισος» περιέθαλπε από νωρίς το απόγευμα τα ποικίλα ναυάγια της σαλονικιώτικης αμαρτίας και ψευτοπαρανομίας: τοξικομανείς, μπεκρήδες, κλεφτρόνια, καραντάνες μεγαλοαδελφές, ρεπατζούδες, απόμαχες πόρνες, ξεπεσμένους νταβατζήδες, ανάπηρες λαχειοπώλισσες, κουλουρτζήδες και σαλεπτσήδες της Εγνατίας, μικροπωλητές του Βαρδαρίου κι άλλα ρετάλια της ζωής, που αναζητούσαν απεγνωσμένα κοινωνικό καταφύγιο σ’ αυτό το στέκι κι ερωτικό λημέρι στο τζάμπα ή με φτηνό νοίκι στη συντροφιά ο ένας τ’ αλουνού. Το παρδαλό χαρμάνι των τριτοκλασάτων της περιβαρδάριας ζωής έστελνε εκεί με το σούρουπο τους γνησιότερους εκπροσώπους του. Μια ζωντανή πινακοθήκη της ανθρώπινης κουρελαρίας, πρόσωπα παιδεμένα, φάτσες οργωμένες απ’ την ηθική διαφθορά, την ψυχική δηλητηρίαση, τη φτώχια, την κατάχρηση και την ταπείνωση. […](σελ. 33-34)
Αλλά και ο άλλος «Παράδεισος», της οδού Καζαντζάκη, το μαγαζί με τους συναρπαστικούς χορούς και τη ζωντανή ορχήστρα που έπαιζε ως εισαγωγή στο λαϊκό πρόγραμμα τη Φαρίντα του Τσιτσάνη και όπου έπαιρναν μέρος κατά καιρούς και μερακλήδες πλανόδιοι μουσικοί.
Οι γλαφυρές εικόνες του Θωμά Κοροβίνη ζωντανεύουν την ιστορία των απόκληρων. Ένας νατουραλιστικός πίνακας της Θεσσαλονίκης, με ήχους από τα τζουκ-μποξ των λαϊκών μαγαζιών της εποχής και τη φωνή του Στέλιου Καζαντζίδη.
[…] Εκεί μέσα εκτός απ΄ τα φαντάρια μαζεύονταν και κάθε καρυδιάς καρύδι, τα πιάτα χόρευαν σαν ιπτάμενοι δίσκοι πάνω από τα κεφάλια της παρέας, τα λογής μαγκάκια στη φτιάξη τους κάναν διάφορα τσαμπουκαλίκια, μέχρι και τις γόπες σβήνανε στα μπράτσα, το τζουκ-μποξ διέθετε ένα ρεπερτόριο απ’ τα πιο βαριά, αγέλαστα ρεμπέτικα μέχρι τα πιο ξεθεωτικά τσιφτετέλια, ο καρσιλαμάς έδινε και έπαιρνε, το μαγαζί ήταν σκέτη λαϊκή πανδαισία. Για γυναίκες καλύτερα να μη γίνεται κουβέντα. […](σελ. 27)
Ο συγγραφέας υπεισέρχεται στο τέλος αυτού του κόσμου. Οι κοινωνικοπολιτικές αλλαγές, το aids, οι τηλεοράσεις, οι πορνοταινίες, τα πορνοσινεμά. Τα τζουκ-μποξ εξαφανίστηκαν. Ήρθαν τα καφέ, τα μπαράκια, τα φαστ φουντ.
[…] Το Κανάλ ντ΄Αμούρ άρχισε να ερημώνει. […] (σελ. 46)
[…] Έκανε για πάντα φτερά η λαϊκή κραιπάλη της Θεσσαλονίκης. Πέρασε ανεπιστρεπτί εκείνος ο λάγνος κόσμος απ’ τη ζωή μας κι άφησε πίσω του μόνο αυτά τα σπαρταρίσματα της μνήμης. Γιατί όταν το μυρίστηκα γύρω στο 88 ότι όλα αυτά θα σκεπαστούν κάτω από τη βαριά ταφόπλακα της αδιαφορίας και της λησμονιάς και πήρα την απόφαση να αρχίσω να μαζεύω τα λείψανα και τα σπαράγματα εκείνης της εποχής, είχαν σκορπίσει και τα τελευταία της απομεινάρια. Δεν κυκλοφορούσε πια ούτε μισή καλντεριμτζού να τής πάρεις δυο κουβέντες για να μάθεις κάτι αληθινό από πρώτο χέρι. Ο φίλος ποιητής Ντίνος Χριστιανόπουλος πρόλαβε τα προγενέστερα κι έζησε από κοντά τη Μαρία, την πουτάνα, και μπήκε στον κόπο να γράψει ένα ωραίο διήγημα, για τα πάθη της. Ο «Παράδεισος» είχε μεταμορφωθεί σε συνεργείο αυτοκινήτων. […] Το«Σεχραζάτ» είχε γίνει αποθήκη βιοτεχνίας εσωρούχων. […](σελ. 53)
[…] Έτσι και στα δικά μας τα Λαδάδικα. Μια φρενίτις κομψευόμενου αγοραίου κόσμου.[…] (σελ. 55)
[…] Ακόμη κι αυτοί οι τύποι της αστικής ζωής, από τους πρώτους και φανατικότερους βιντεομανείς και λάτρες της κατ’ οίκον τσόντας, που δεν καταδέχονταν να περάσουν από τα Λαδάδικα και τα παραβαρδάρια ούτε για να πάρουν έστω ένα απλό και ανέξοδο μάθημα πατριδογνωσίας […].(σελ. 43)
Ο Θωμάς Κοροβίνης στο αφήγημα Κανάλ ντ΄Αμούρ παραθέτει με τρόπο λογοτεχνικό τα ντοκουμέντα που συνέλεξε, αποδεικνύοντας για άλλη μια φορά πως ζωή και λογοτεχνία αλληλοτροφοδοτούνται. Το έργο του, γραμμένο με την ομορφιά του λόγου ενός καταξιωμένου συγγραφέα, με λέξεις γλωσσικό αποτύπωμα της εποχής, περιλαμβάνει νοήματα και αξίες που αντιτίθενται στις κυρίαρχες ιδεολογίες της κοινωνίας και εστιάζουν στους καταπιεσμένους «άλλους», έναν κόσμο τον οποίο ο συγγραφέας καταγράφει μέσα στο ιστορικό του φόντο, όπως τον βίωσε και τον αισθάνθηκε.