Η τελευταία ποιητική συλλογή του Βασίλη Πανδή αποτελείται από ένα σύνολο ελευθερόστιχων ποιημάτων τα οποία, από πρώτη τουλάχιστον άποψη, ενοποιούνται και συνέχονται από δύο βασικές επιλογές, πέραν βέβαια του θεματολογικού τους προσανατολισμού: την πλήρη απουσία των σημείων στίξης και τη μικρή, κατά κανόνα, έκταση. Οι μορφικές αυτές επιλογές δεν είναι τυχαίες. Καταδεικνύουν την ανάγκη και τη μέριμνα του συγγραφέα για έναν ποιητικό λόγο μεστό, ουσιαστικό, συμπυκνωμένο, αλλά και την ταυτόχρονη απελευθέρωσή του από οποιοδήποτε στοιχείο – τα σημεία στίξης εν προκειμένω – που θα καθοδηγούσε τον αναγνώστη όχι μόνο στην τοποθέτηση των παύσεων, αλλά και στη νοηματοδότηση του ποιήματος. Διαμορφώνεται, κατ’ αυτόν τον τρόπο, ένα ποιητικό πεδίο απόλυτα σύγχρονο, με την έννοια της ένταξης και της αντιπροσώπευσης μίας χαρακτηριστικής ποιητικής κατεύθυνσης στη νεότερη ελληνική ποίηση, αυτής του καθαρόαιμου ελεύθερου στίχου.
Ο τίτλος, Πρόλογος σε κάθε πιθανό μέλλον, συνυφαίνει δύο αγαπημένες έννοιες και θεματικές της ποίησης διαχρονικά, τον Λόγο και το Χρόνο, ενώ ο επιθετικός προσδιορισμός «πιθανό» δημιουργεί ένα πλήθος προοπτικών και συνδηλώσεων χαρίζοντας στη φράση αυτή μια ιδιαίτερη δύναμη και δυναμική. Η έννοια και η λειτουργία του χρόνου είναι πράγματι παρούσα από τα πρώτα κιόλας ποιήματα της συλλογής, προσεγγίζεται όμως κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να προσιδιάζει σε ένα είδος δικαίωσης του ανθρώπου, σε μία πτυχή της ύπαρξής του που ακτινοβολεί το αιώνιο, το διαρκές, το παντοτινό: Άνοιξη θα ‘ναι πάντοτε/ δεν θα υπακούμε πια/ στη νοσταλγία// Άνοιξη θα ‘ναι πάντοτε/ άνεμος αναστάσιμος/ μες στα δικά σου τα μαλλιά/ θα φυσάει// από τη νάρκη/ ανεβάζοντάς μας/ ως τη λευτεριά. Στενά συνυφασμένη με τον χρόνο είναι η έννοια του θανάτου η οποία δεν προβάλλει κατά τρόπο εμφανή και απροκάλυπτο, αλλά υπονοείται, υποφώσκει και υποβάλλει περισσότερο, παρά επιβάλλει, το αίσθημα και την αντίληψη που ο ποιητής έχει για αυτόν. Ο θάνατος εδώ δεν είναι η απώλεια και η φυγή, οριστική και τελεσίδικη. Είναι κάτι μάλλον απροσδιόριστο που κινείται και προσλαμβάνει ποικίλες όψεις, καταδεικνύοντας τις αντίστοιχες οπτικές του ποιητή, με χαρακτηριστικότερη αυτήν της λήθης: κάποτε βλασταίνει ο νεκρός/ σαν άνθος πεπρωμένο/ και ο μίσχος του όλο ανεβαίνει/ ψηλά/ μέχρι τα πιο απάτητα όνειρα/ μέχρι την ποθεινή πατρίδα.
Μία ακόμα πτυχή του χρόνου που διερευνά και αποτυπώνει ο ποιητής, ως μία πραγματικότητα και μια αλήθεια, οικεία αλλά και μεταφυσική ταυτόχρονα, είναι αυτή της επαναφοράς και της επανόδου του όχι τόσο στο σχήμα και τον ετήσιο σχηματισμό των εποχών, όσο στην εναλλαγή του θανάτου και της ζωής όπως αποτυπώνεται με την (παρ)έλευση της άνοιξης: Είναι η ευωχία του αίματος/ που αρχίζει κάθε Απρίλη/ σε ωδίνες θανάτου/ στου ταπεινού τη συντριβή// Οδοιπόρε/ μη λησμονείς την Άνοιξη/ μη την ουράνια πατρίδα («Μεγάλη Δευτέρα») Το σχήμα αυτό, γνωστό τόσο από την αρχαία ελληνική γραμματεία και παράδοση, όσο και από τη χριστιανική πίστη και διδασκαλία, αναπαράγεται εδώ με τους όρους που ο ποιητής θέτει και που διαφοροποιούνται σημαντικά από τη στιγμή που προκύπτουν και, ταυτόχρονα, υποτάσσονται στην τέχνη του ποιητικού λόγου. Από αυτήν ακριβώς την εκμετάλλευση του αρχαιοελληνικού και του χριστιανικού μύθου προέκυψε μία σειρά ποιημάτων καθένα από τα οποία τιτλοφορείται με μία από τις ημέρες της Μεγάλης Εβδομάδας και αποτυπώνει ακριβώς την πορεία από τη ζωή στον θάνατο και πάλι πίσω στη ζωή, μια ζωή φωτεινή, απαστράπτουσα, αγαθή, παραδείσια.
Μέσα στο πλαίσιο αυτό ο ποιητής φαίνεται πως αναζητά τη δική του θέση ή, καλύτερα, τον δικό του χώρο μέσα στον χρόνο, όσο οξύμωρο κι αν ακούγεται αυτό. Στην πραγματικότητα ο Πανδής αναλίσκεται όχι τόσο στην αναζήτηση της ελπίδας, όσο στην έκφραση μιας βεβαιότητας ότι η διάρκειά του είναι δεδομένη και, ενδεχομένως, πραγματώνεται μέσα από την ποίηση. Πρόκειται για μία μεταφυσική, ίσως ακόμα και θεολογική, ενατένιση του εαυτού και του ανθρώπου μέσα στο σύμπαν του χρόνου. Ο άνθρωπος, εν προκειμένω, δεν αντικρίζεται τόσο ως ύλη – παρά το επικούρειο «παν εστί σώμα» που παρατίθεται στην αρχή της συλλογής – αλλά ως ενέργεια, ως συνέχεια μέσα στο χρόνο που υπόκειται και ακολουθεί το ρυθμό και τους σταθμούς του: Δεν είμαι η φωνή που τραγουδάει/ δεν είμαι η σιωπή που λογαριάζει/ είμαι μονάχα το τραγούδι εκείνο/ πέρ’ απ’ τον ήχο/ που ξαφνιάζει/ τη μνήμη περνώντας στο μέλλον// εκείνος ο αυριανός/ που έρχεται απ’ το χτες. Στο αντίκρισμα αυτό υπεισέρχεται βέβαια ως βασικός παράγων η παράμετρος της τέχνης, της ποίησης, του τραγουδιού που είναι φορέας της διάρκειας και της αθανασίας.
Η οπτική αυτή, βέβαια, δεν ακυρώνει την άλλη, την πιο γήινη και ρεαλιστική οπτική της θεώρησης του θανάτου ως φθοράς η οποία ακριβώς επιβάλει την ανάδυση της αγάπης ως αντίδοτου και αντιπάλου της πτώσης και του τέλους. Ο ποιητής, ουσιαστικά, με το σύνολο των ποιημάτων αυτής της συλλογής, υποβάλλει κατά κάποιον τρόπο τον εαυτό του σε μία δοκιμασία, τη δοκιμασία στις κρίσιμες και οριακές καταστάσεις της αγάπης και του θανάτου, και ταυτόχρονα τη δοκιμή του στην τέχνη του λόγου που αποτελούσε ανέκαθεν μια πρόκληση για τον άνθρωπο προκειμένου αυτός να μπορέσει να αναμετρηθεί με δυνάμεις, όπως οι παραπάνω, που τον αφορούν και την ίδια στιγμή τον ξεπερνούν. Πρόκειται για μία απόπειρα εξύψωσης ή, καλύτερα, ανύψωσής του στη σφαίρα του άχρονου, του άπιαστου, του καταλυτικού, για μία παραδοχή της αδυναμίας του να υπερβεί το θάνατο, αλλά και της δύναμής του να παραμένει ανεξάντλητος ακόμα και μετά το πέρας της ζωής του: αφού θεόφτωχοι/ μπαίνουμε στην αγάπη/ θεομόναχοι/ στον θάνατο// τόση η θνητότητα/ και τόση η ισχύς.
Η όλη απόπειρα του Πανδή καταδεικνύει μία υψηλή αντίληψη για την ποίηση ως του χώρου εκείνου μέσα στον οποίο ο καλλιτέχνης μπορεί να βιώσει την άκρα ταπείνωση, την προσγείωση στην πραγματικότητα, την ίδια στιγμή όμως και την άκρα έπαρση, νοούμενη ως δικαίωση, αλλά και ως δικαίωμα στην τέχνη, στη ζωή και την αιωνιότητα.
* Βασίλης Πανδής, Πρόλογος σε κάθε πιθανό μέλλον, Οδός Πανός, Αθήνα 2021.