Η απόσταση που διανύει η ολιγοσέλιδη αλλά αβίαστα γοητευτική και στοχαστικά πυκνή συλλογή της Έλσας Κορνέτη, με τίτλο Ξύλινη μύτη τορνευτή (εκδ. Σαιξπηρικόν, 2021), μπορεί να μετρηθεί, ίσως, ως αυτή που χωρίζει την προμετωπίδα της από το επιμύθιό της: «Ευφάνταστο/ψέμα πλουμιστό/Φτωχέ συγγενή/της αλήθειας», διαβάζουμε στην πρώτη˙ «Πινόκιο φίλε μου ακριβέ/Μόνο σε σένα θα εξομολογηθώ/της ζωής μας τη μόνη εξίσωση:/Ξύλινο ψέμα τορνευτό/είναι η αλήθεια», παρατηρεί το δεύτερο.
Πρόκειται, βέβαια, για δύο πολύ διαφορετικές θέσεις πάνω σε μια σχέση που οριοθετεί το γνωσιολογικό πλαίσιο του συνόλου της λογοτεχνικής μυθοπλασίας—ποιητικής, πεζογραφικής και δραματικής: η πρώτη μας είναι γνωστή εδώ και περίπου 2.500 χρόνια, από το δέκατο (και τελευταίο) βιβλίο της Πολιτείας του Πλάτωνα: οι ποιητές παράγουν μιμήσεις του πραγματικού χωρίς να το γνωρίζουν, η ποίηση είναι μονάχα η ζώνη έκφρασης ενός εντυπωσιακού, «πλουμιστού», ψεύδους, που ωχριά απέναντι στο αληθινό, που το συλλαμβάνει η φιλοσοφία. Γι’ αυτό και δίκαια θα αποκλειστούν από μια πόλη «που μέλλει να κυβερνηθεί σωστά», αφού τα λόγια τους εγκαθιδρύουν «στην ψυχή του καθενός ένα κακό πολίτευμα, κάνοντας το χατίρι του ανόητου μέρους της» (Πολιτεία 605b, μτφρ. Ν.Μ. Σκουτερόπουλος)—του μωρού της μέρους, θα λέγαμε˙ αυτού που ευφραίνεται με τα στολίδια του ποιητικού μέλους σαν να είναι παιδί μαγεμένο από παιχνίδια. Στην πλατωνική λογική που εκφέρεται στην προμετωπίδα, το κάλλος είναι μονάχα ο μανδύας του ψεύδους, και τα στολίδια του τα σημάδια του φτωχού συγγενή της εκτυφλωτικής αμεσότητας του αληθούς.
Το επιμύθιο της Κορνέτη, απεναντίας, προτείνει, όπως και το σύνολο της μεταπλατωνικής και αντιπλατωνικής προσέγγισης στο λογοτεχνικό φαινόμενο, την εξάρτηση του αληθούς από τη μυθοπλαστική συνθήκη. Η αντιπρόταση αυτή έχει πολλές και διάφορες εκδοχές, από αυτή που θέλει τη μυθοπλασία να είναι σε θέση να κομίζει αλήθειες που θα ήταν αβάσταχτες ή δυσκατάποτες χωρίς το μυθοπλαστικό επίχρισμα στο πικρό της αλήθειας χάπι σε αυτή που αποδίδει στη μυθοπλασία την ικανότητα συγκράτησης, συμπύκνωσης, εμβριθούς διαπέρασης και συνάμα γνωσιολογικά αναγκαίας ανοικείωσης αληθειών που μας προσπερνούν μέσα στον θόρυβο της καθημερινής ζωής και τις πεζές απαιτήσεις των εγνοιών της. Σύμφωνα με αυτή την αντιπρόταση, η αλήθεια περνά μέσα απ’ το ψεύδος της μίμησης, διαμεσολαβείται απ’ αυτή εξ ολοκλήρου. Είναι ένα «τορνευτό» ψέμα˙ ένα ψέμα που έχει διαμεσολαβηθεί το ίδιο από την εργασία πάνω στη μορφή του, που έχει δουλευτεί, που είναι τεχνούργημα και για αυτό κάτι λιγότερο από ψέμα και διάφορο του ψέματος, αφού δηλώνει με την ίδια του τη μορφή ότι κατασκευάστηκε. Η ετυμολογία μας μαθαίνει ότι το «τορνεύω» προέρχεται από το «τείρω», κι αυτό με τη σειρά του από τη ρίζα «τερ-», που βρίσκεται σε λέξεις όπως «τρίβω» αλλά ίσως και στο «τραύμα» ή το «τιτρώσκω». Το τορνευμένο ψέμα είναι καλλωπισμένο από την εργασία όσο και, πιθανώς, φθαρμένο ψέμα, ψέμα που έχει χάσει την παραπλανητική αμεσότητά του γινόμενο τέχνη. Κι η ιδέα εδώ, και σε αντιπαράθεση με την πλατωνική ιδέα της προμετωπίδας, είναι ότι υπάρχει κάτι στην εργασία και στην εμπειρία της διαμεσολάβησης ως τέτοιας που είναι αναγκαίο για την αντίληψη της αλήθειας. Ή αλλιώς, πως χρειαζόμαστε την τέχνη επειδή η αλήθεια είναι απ’ τη φύση της διάμεση και μπορεί να συλληφθεί μόνο με όρους διαμεσολάβησης˙ και αντίστροφα, πως αυτό που μας δίδεται δήθεν «άμεσα» και «αυθόρμητα», χωρίς κόπο, όπως για παράδειγμα, η μαζική «διασκέδαση» ή η «καθημερινή πληροφόρηση» είναι ακριβώς το πραγματικά ψευδές.
Μακρηγορήσαμε με ρίσκο τον στόμφο για να εξισορροπήσουμε τον κίνδυνο το ποιητικό ταλέντο της Κορνέτη—και κυρίως το αβίαστο και δαιμονικά ενεργητικό στοιχείο της γραφής της—να μας παρασύρει στην ιδέα ότι έχουμε εδώ να κάνουμε με ένα «εύπεπτο» βιβλίο. Όπως και στο έργο που την εμπνέει όμως—τον πασίγνωστο και ευρύτατα αγαπημένο Πινόκιο του Κάρλο Κολόντι (1883)—υπάρχουν εδώ πολύ περισσότερα από όσα αντιλαμβάνεται μια βιαστική πρώτη ματιά. Υπάρχει, κατ’ αρχήν, ένα αξιοθαύμαστο εύρος εκφραστικών τόνων και υφών την ίδια στιγμή που ο εστιασμός της συλλογής είναι κυριολεκτικά στο ελάχιστο: θα μπορούσε κανείς να πει πως ολόκληρο το βιβλίο περιστρέφεται γύρω απ’ το διαρκώς μεταβαλλόμενο νόημα όχι τόσο της μαριονέτας του Κολόντι, αλλά των συστατικών στοιχείων, των βασικών σημαινόντων, του μύθου της: μύτη, ξύλο, αλήθεια, ψέμα, τέχνη της κατασκευής: «Εύκαμπτη/Μύτη/Έλικας/Μύτη/Προπέλα/Μύτη/Περιστρεφόμενη/Ελικοειδής» (σελ. 10) «Οι ονειροπόλοι και οι τυχοδιώκτες/ζωγραφίζουν με μια μύτη διαβήτη/ομόκεντρους κύκλους» (σελ. 11) «Μύτη/Στο παιχνίδι της μνήμης/μπαινοβγαίνεις […] Ο ανιχνευτής ψεύδους/δονείται/Κι η αλήθεια/ανασαίνει» (σελ. 12) «Υποκρίνεσαι λοιπόν/πως ζεις σ’ έναν κρατήρα/σε ηφαίστειο ανενεργό/όπου το ψέμα ευδοκιμεί» (σελ. 13) «Ψέμα/Μοχθηρό/Εποικοδομητικό/Καταπραϋντικό/Ευεργετικό» (σελ. 14) «Το κατά συρροή ψέμα/εγκλωβισμένος ποντικός» (σελ. 18) «Ο άσσος της μαστορικής της ζωής/Με δάχτυλα σφυριά και κατσαβίδια/όλα τα καταστρέφει όλα τα ξεβιδώνει» (σελ. 21) «Σε κόσμο ξύλινο/υποκριτικά πλασμένο/Εγώ ο επινοημένος/ο άνθρωπος κλαδί» (σελ. 25) «Πώς να κρυφτείς από το ψέμα της ζωής;» (σελ. 26) «Ο ορθολογιστής του ξύλινου κόσμου/οφείλει ν’ αφήσει το παράλογο/να ζήσει» (27).
Τα παραδείγματα αυτά αρκούν για να αναδειχθεί ο χαρακτήρας της συλλογής ως ένα είδος διαρκές combinatoire (συνδυαστικός μηχανισμός) μιας χούφτας σημαινόντων, με το κάθε ποίημα να αποτελεί μια εξ αρχής καταβύθιση στη σχέση τους. Ως ξύλινη κατασκευή, ο Πινόκιο είναι ο ίδιος «ποίημα»˙ για τον Μπενετέτο Κρότσε, το «ξύλο» απ’ το οποίο φτιάχτηκε «είναι η ίδια η ανθρωπότητα» («Il legno, in cui è tagliato Pinocchio, è l’umanità»)—η ανθρωπότητα εκείνη, ίσως, για την οποία ο πάντα επιφυλακτικός Καντ, στην «Ιδέα μιας γενικής ιστορίας με πρίσμα κοσμοπολίτικο» (1784) θα έλεγε πως αποτελεί ένα «στραβό ξύλο», απ’ το οποίο τίποτε απόλυτα ίσιο δε μπορεί ποτέ να φτιαχτεί. Κι όμως, ο Πινόκιο είναι εξίσου κάτι ξένο απ’ την ενήλικη εικόνα του ανθρώπου, αναρχικό, απρόβλεπτο, «το αιώνιο αρχέτυπο της σοβαρότητας και της χάρης του μη ανθρώπινου» κατά τον Αγκάμπεν των Βεβηλώσεων. Πονά και δεν πονά, διαλύεται και ανασυντίθεται, μετανοεί και επαναλαμβάνει τα ίδια σφάλματα, είναι το αιώνιο παιδί και μια δαιμονική δύναμη διαρκούς αταξίας, ο άξιος πρωταγωνιστής ενός «μη αξιόπιστου βιβλίου» όπως παρατηρεί ο Ουμπέρτο Έκο, το οποίο δεν μπορείς καν να αποκαλέσεις παραμύθι (Εισαγωγή στην έκδοση του Πινόκιο από τη New York Review of Books).
Για την Κορνέτη, απ’ την πλευρά της, αυτό το εξίσου συγκεχυμένο και οικουμενικό αρχέτυπο, συνάμα φθαρμένο απ’ τον χρόνο κι αγέραστο, σοφό και παιδαριώδες, είναι η κατεξοχήν αλληγορία της ποιητικής θέσης. Είναι «ο τσίγκινος παλιάτσος/στην αφετηρία της ζωής» (σελ. 16), ονειροδιαβιβαστής, ονειροδιαβάτης και ονειροκτόνος (σελ. 24), «ο φιλότεχνος/που η φύση/θα εγκαλέσει» (σελ. 28), «ο ταλαντούχος γητευτής των θραυσμάτων/ο χαρισματικός τρωγλοδύτης των απορριμμάτων» (σελ. 30), «των ψευδαισθήσεων/ο ακάματος συλλέκτης» (σελ. 33), ένας βέβηλος Ιωνάς «στην κόκκινη κοιλιά του κήτους» (σελ. 35) που κομίζει όχι προφητείες αλλά διαπιστώσεις για έναν κόσμο γυρισμένο ανάποδα: η πραγματικότητα είναι αυτοκρατορία του ψευδούς, η μυθοπλασία η αναμέτρηση με το ανεπιθύμητο και παράταιρο της αλήθειας, η ποίηση παίγνιο, το παίγνιο ένδειξη σοβαρότητας, ο παιδικός ήρωας αντιήρωας για πραγματικά ενήλικες, η ξύλινη μύτη μια μύτη που οσφραίνεται τον χαρακτήρα της εποχής ως γιγάντιας θεαμαπάτης. Ξύλινο ψέμα τορνευτό είναι η [ποιητική] αλήθεια, λοιπόν: ψέμα που έχει επίπονα δουλευτεί απ’ της γλώσσας τον τόρνο, ψέμα «περιστρεφόμενο» και «ελικοειδές» (σελ. 10), ψέμα που γυρίζει στον εαυτό του κι αντικρίζει τον εαυτό του με ειλικρίνεια, ψέμα που ψεύδεται για την ξύλινη ακαμψία της τυπωμένης εκδοχής του, κρύβει και φανερώνει επίσης το τόρνεμά του, την καταγωγή του στην ευκαμψία και ζωτικότητα της αληθινής ζωής: «Το όνομά μου είναι Πινόκιο/Πάσχω από ξύλινο σώμα/Ζω στην ακαμψία μου/σ’ έναν κόσμιο με εύκαμπτα όνειρα/Ανέχομαι μια ράχη αλύγιστη/προπονώντας ένα πνεύμα ευλύγιστο.»