Δύο σημαντικές μελέτες για τον ποιητή Αργύρη Χιόνη, ο οποίος συγκαταλέγεται στους ποιητές της λεγόμενης γενιάς του ’70, κατέθεσε σχετικά πρόσφατα ο δεινός φιλόλογος, ποιητής, δοκιμιογράφος και κριτικός από την Κομοτηνή Γιάννης Στρούμπας. Πρόκειται πρώτα για την Ανθολογία του Αργύρη Χιόνη από τη σειρά των εκδόσεων Γκοβόστη για τους ποιητές της γενιάς του ’70, η οποία παρουσιάζει γενικά συμπεράσματα για την ποιητική του Χιόνη, και τέλος για την πιο εξειδικευμένη μελέτη «Η ασάφεια των ορίων». Το υπερλογικό στοιχείο στο λογοτεχνικό έργο του Αργύρη Χιόνη, που αποτελεί και τη διπλωματική εργασία του Στρούμπα στο Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών του τμήματος Ελληνικής Φιλολογίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, και η οποία επικεντρώνεται σε μια ιδιαίτερη πτυχή του χιόνειου συγγραφικού έργου: την ενεργοποίηση και λειτουργία «υπερλογικών» στοιχείων. Και τα δύο βιβλία, επομένως, το πρώτο γενικότερο και πιο φιλικό προς τον ανυποψίαστο αναγνώστη, το δεύτερο ειδικότερο, εκτενέστερο και -ας μου επιτραπεί ο όρος- φιλολογικότερο και αναλυτικότερο, αλληλοσυμπληρώνονται εκδοτικά και αποτελούν δύο αλληλένδετες όψεις, αλλά κυρίως ώριμους καρπούς της πολύχρονης αναγνωστικής και κριτικής προσπάθειας του Στρούμπα για το έργο του Αργύρη Χιόνη.
Ξεκινώντας, λοιπόν, από την Ανθολογία για τον Χιόνη στη γνωστή πλέον, αλλά και καλαίσθητη σειρά του Γκοβόστη, ο Στρούμπας εντάσσει αρχικά τον ποιητή στην εποχή του και παραθέτει τα αναγκαία εργοβιογραφικά στοιχεία. Ακολούθως, επιχειρεί μια γενική, αλλά ουσιαστική εισαγωγή για το έργο του Χιόνη, η οποία μαζί με μια βασική βιβλιογραφία φτάνει τις 114 σελίδες. Πιο συγκεκριμένα, στην εισαγωγή του ο μελετητής εστιάζει τόσο σε κυρίαρχες θεματικές που διατρέχουν το σύνολο του έργου του Χιόνη (π.χ. η ομιλούσα σιωπή, η μοναξιά, η διάψευση προσδοκιών, ο αποπροσανατολισμός, η αλλοτρίωση, η απάθεια, η φυσιολατρική διάθεση), όσο και σε δεσπόζοντα μορφολογικά στοιχεία της ποιητικής του, τα οποία με την ανάγνωση και των ποιημάτων της Ανθολογίας πιστοποιούν ότι ο Χιόνης, άνθρωπος με ουσιαστική παιδεία και μόρφωση, καλλιεργώντας συνειδητά και στο έπακρο τη λογοτεχνική του γραφή, καθόρισε της τέχνης του την περιοχή, μετουσιώνοντας σε κατασταλαγμένη και αισθητικά άρτια ποίηση τους κύριους άξονες του ποιητικού του προβληματισμού. Το βιβλίο κλείνει με την παράθεση της αποκαλυπτικής συνέντευξης του Χιόνη στην Κατερίνα Αγγελιδάκη, δημοσιευμένη στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία (ένθετο Βιβλιοθήκη, τχ. 590, 12/02 2010).
Εν συνεχεία, η επίσης καλαίσθητη εκδοτικά μελέτη με τον τίτλο «Η ασάφεια των ορίων», κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Σμίλη και εξετάζει «Το υπερλογικό στοιχείο στο λογοτεχνικό έργο του Αργύρη Χιόνη». Πιο συγκεκριμένα, η μελέτη δομείται εκτός από τον Πρόλογο σε τέσσερα μέρη και εστιάζει στην ποιητική, την πεζογραφική, τη θεατρική παραγωγή του Χιόνη, καθώς και στα έργα του που απευθύνονται σε παιδιά. Στο πρώτο μέρος του βιβλίου παρουσιάζονται αφενός τα απαραίτητα βιογραφικά, εργογραφικά στοιχεία του Χιόνη και αφετέρου τα κύρια χαρακτηριστικά της ποιητικής του. Στο δεύτερο, παρουσιάζεται, επεξηγείται και αναπτύσσεται με παραδείγματα ο όρος «υπερλογικό», οι μορφές, δηλαδή, εκδήλωσης των στοιχείων που υπερβαίνουν την κοινή λογική και η λειτουργία τους στο έργο του συγγραφέα. Στο τρίτο μέρος διερευνώνται εις βάθος τα καλλιτεχνικά ρεύματα και τα στοιχεία, τα οποία επιδρούν, αφομοιώνονται δημιουργικά και συνδιαμορφώνουν τον υπερλογικό κόσμο του Αργύρη Χιόνη (π.χ. Υπερρεαλισμός, Μαγικός Ρεαλισμός, Θέατρο του Παραλόγου, το υφολογικό στοιχείο της Ειρωνείας, του Γκροτέσκου και του Πρωτόγονου). Τέλος, στο τέταρτο και καταληκτικό μέρος της μελέτης σχολιάζεται η ενότητα του έργου του Χιόνη, καθώς και η ικανότητα του λογοτέχνη να αφομοιώνει γόνιμα τις επιδράσεις που δέχεται, εντάσσοντάς τις αισθητικά, λειτουργικά και πρωτότυπα στο προσωπικό ποιητικό του σύμπαν.
Εστιάζοντας, λοιπόν, στο σύνολο του βιβλίου παρατηρούμε εξαρχής ότι παρά το αδιάλειπτο ενδιαφέρον του Στρούμπα για το υπερλογικό στοιχείο, ο μελετητής στρέφεται προς ποικίλα θεωρητικά, θεματικά, ρυθμολογικά και μορφολογικά ζητήματα, γεγονός που καταδεικνύει τη βαθιά του πνευματικότητα και παιδεία και τον καθιστά αδιαμφισβήτητα έναν εύστροφο κριτικό με συγκρότηση στον λόγο του. Παρά, δηλαδή, το αυστηρά οριοθετημένο κέντρο της μελέτης, η μέθοδος του Στρούμπα δεν παραμένει προκρούστεια ή άκαμπτη, αλλά διαφοροποιείται ή καλύτερα εστιάζει κάθε φορά σε διαφορετικά σημεία ανάλογα με το κείμενο που προσεγγίζει, χωρίς αυτό να σημαίνει, βέβαια, ότι καταργεί τους σταθερούς αξιακούς και μεθοδολογικούς του άξονες.
Κλείνοντας, με κάποιες γενικές παρατηρήσεις αυτή τη σύντομη και αναγκαστικά συνοπτική παρουσίαση των δύο αυτών μελετημάτων, σημειώνω εμφαντικά ότι ο Γιάννης Στρούμπας πέτυχε να αναδείξει πολλές άγνωστες, αλλά σημαντικές πτυχές του έργου του Χιόνη, θέτοντας, μάλιστα, σημαντικά φιλολογικά ερωτήματα, τα οποία θα παροτρύνουν και άλλους μελετητές στο μέλλον, να ασχοληθούν συστηματικότερα με το όχι τόσο γνωστό ή προβεβλημένο, αλλά παρόλα αυτά σημαντικό έργο αυτής της συγγραφικής προσωπικότητας. Σημειώνω, επίσης, καταληκτικά ότι η φιλολογική βάση και οι λειτουργικοί αναγνωστικοί συσχετισμοί αποτελούν τον άξονα της φιλολογικής προσέγγισης του Στρούμπα, η οποία, όμως, στον βαθύτερο πυρήνα της εκκινεί πάντα από τη συναισθηματική διέγερση και από την εσώτερη επικοινωνία της με το λογοτεχνικό κείμενο. Ας σημειωθεί, παράλληλα, πως η εντιμότητα του κριτικού και φιλολόγου Γιάννη Στρούμπα είναι αδιαμφισβήτητη, καθώς τόσο ως άνθρωπος όσο και ως δάσκαλος και ως λογοτέχνης έχει πάντα ως κύριο μέλημά του να είναι ταυτόχρονα παιδευτικός και λυτρωτικός.