Scroll Top

Υπερρεαλιστική αφήγηση για το αστικό σήμερα/Ευθυμία Γιώσα, Οι αναχωρητές έχουν κιόλας βαρεθεί στην Εδέμ – Παρουσίαση από την Κατερίνα Παπαδημητρίου

 Πρόκειται για ένα βιβλίο σαράντα μόλις σελίδων, του οποίου η ανάγνωση, όπως η ίδια η ποιήτρια αναφέρει σε άρθρο της στο λογοτεχνικό περιοδικό Φρέαρ1: «είναι μία από τις καλύτερες αφορμές για να συγγράψεις υπό αυτή την έννοια, συγγραφείς και κριτικοί μοιράζονται κάτι κοινό.», αποτέλεσε ένα ενδιαφέρον ταξίδι. Ωστόσο, η παρούσα κριτική – βιβλιοπαρουσίαση δεν προτίθεται να «επιδοθεί σε μία άσκηση αποθέωσης», πραγματώνοντας την ανησυχία της Ευθυμίας Γιώσα, όπως η ίδια την διατυπώνει στο ίδιο άρθρο.
Η ποίηση της Γιώσα ενδύεται τα χαρακτηριστικά της υπερρεαλιστικής γραφής και του μεταμοντέρνου συμβολισμού. Είκοσι ποιητικά κείμενα με την μορφή πρόζας κινούνται μεταξύ της ποίησης και της πεζογραφίας, χαράσσοντας συμβολικά την δική της νεοτερική κατάθεση, συχνά με μια εξειδικευμένη γλώσσα, η οποία χτίζει μια δική της ποιητική ταυτότητα. Ο λόγος της κινείται ονειρικά, χωρίς καμία διάθεση να ωραιοποιήσει τους εφιάλτες της, οι οποίοι, στενά συνδεδεμένοι με το αστικό τοπίο, «Μεταξύ Πατησίων και Κάνιγγος», καταγράφουν, περιγράφουν και αφηγούνται με όχημα τα σύμβολα.
Τα ποιητικά κείμενα της Γιώσα, σύντομα περιγραφικά κείμενα αρθρώνουν έναν υπερρεαλιστικό λόγο που εστιάζει περισσότερο στο νόημα παρά στην υπόθεση. Η ποιητική της Γιώσα επιθυμεί να αφηγηθεί τη μοναξιά, τον ζόφο μια ματαιότητας που αντλεί την καταγωγή της διακειμενικά, αφού το ύφος της παραπέμπει στην Καβαφική ματαιότητα. Οι στίχοι της Γιώσα αλληγορικοί, περιγράφουν, συχνά, με ρήματα κίνησης, «Το χτεσινό φάντασμα…[…] Διανυκτέρευσε στον αριστερό μου πνεύμονα. Το πρωί που ξυπνήσαμε ανέβηκε στον λάρυγγα σαν ηπειρώτικο μοιρολόι.»
   Η ποιητική της Γιώσα συνομιλεί με τα κείμενα και οι […] «οι επαναστάτες έχουν και τα ονόματά τους.» Το υπερκείμενο στους στίχους της Γιώσα δεν αρκείται σε υποσυνείδητες υπομνήσεις, μα ούτε και συμμετέχει πάντα κρυπτικά. Ο Καβάφης συνομιλεί με την Πορκία και τον Μάρκο Ιούνιο Βρούτο σε μια προσπάθεια να εμβαθύνουν ψυχαναλυτικά στο ερώτημα της ύπαρξης, […]«Μεγάλωσα και σταμάτησα να σκάβω στο χώμα. Άρχισα να σκάβω εντός μου… Όχι. Σας το λέω, όχι. Δεν πρόδωσε τον Καίσαρα. Τον Βρούτο πρόδωσα…», του προδομένου έρωτα, ενώ, ως άλλη Σίβυλλα, καλεί τον Απόλλωνα να συνδράμει προφητικά. […] «Μελετώ τα βιβλία της Σίβυλλας που βρήκα στο κομοδίνο του Απόλλωνα. Κι όμως, είχε προβλέψει τη μαύρη μου γλώσσα…», και όλα αυτά συμβαίνουν στο τώρα, στο αστικό σήμερα, καθώς η ποιήτρια προβάλλει την πλάνη μιας επίπλαστης ευτυχίας.
Ένα από τα χαρακτηριστικά της ποιητικής της Γιώσα είναι η κρυπτογράφηση. Στους στίχους της κατοικεί η κοινωνική ευαισθησία, η απέχθεια για το άδικο, και αυτό καθίσταται σαφές ανατρέχοντας στις σημειώσεις της. Δύο ποιητικά της πεζά αφιερώνονται στον άδικο χαμό δύο νέων ανθρώπων. Η προσφυγιά και ο πόνος στο «Τέλος Μαρτίου» πλήττουν την κανονικότητα, την ελευθερία, το δικαίωμα στην ανάμελη ζωή. «Καθόμασταν στην προβλήτα του λιμανιού και λέγαμε στα ψάρια ιστορίες. Πως παραλίγο να βγάλουμε κι εμείς λέπια και να μας πιάσουν στα δίχτυα οι ψαράδες… […] σε ρώτησα γιατί, κι ήπιες πως είχες πηδήξει πάνω από μια φωτιά πριν από χρόνια χωρίς να καείς. Μόνο την επόμενη κατάλαβα. Μα ως συνήθως ήταν πλέον αργά.» Και στο «Ενώ τρώω ψωμί»: […] «Τρεις φορές την ημέρα θα ξυπνάω και θα τρώω ψωμί. Ξεκίνησα στα δεκαπέντε μου και θα συνεχίσω για μια αιωνιότητα.», θα πει ο δεκαπεντάχρονος Μπεκίν Ελβάν, χτυπημένος από μια δίκαιη μα ίσως ξένη διαμαρτυρία, την ώρα που έβγαινε να αγοράσει ψωμί σε μια γειτονιά της Κωνσταντινούπολης. […] «Τα πρωινά γεύομαι απλώς το ψωμί μου, εκτός από τις ώρες που σκέφτομαι τον βασιλιά του – μήπως, τελικά, σήμερα ξύπνησε ευδιάθετος κι αποφασισμένος ν’ ασχοληθεί ξανά με την μελαγχολία παρά εάν πρόκειται να κερδίσει μ’ αυτή στο Σκραμπλ-, τους γελοιογράφους στις εφημερίδες, τα χειρόγραφα ενός ποιητή-μπερδεμένα με αποδείξεις και δικόγραφα.»
   Στα κείμενά της συναντά κανείς έναν ποιητή που είναι πολίτης του κόσμου, συνδεδεμένος με τον ευρωπαϊκό πολιτισμό, όπου το διακείμενο βαδίζει πλάι πλάι με τη συμβολική αισθαντικότητα που αγγίζει τα όρια του ρεαλισμού και το ονειρικό τοπίο με τις αναμνήσεις. […] «Δεν ξέρω πως φτάσαμε εδώ. Άναβα κι έσβηνα την αγάπη, κι εκείνη φώτιζε διαρκώς, κι ήταν τότε που άρχισα να πιστεύω πως είχαμε εφεύρει τον δικό μας λαμπτήρα του Λίβερμορ.» Κρυπτική, με διάθεση συχνά καυστική, […] «Ανέκαθεν ο χρόνος δεν ήταν παρά το πρόσχημα κι ο τόπος μια ιδεοληψία με συντεταγμένες.», δεν φείδεται ρεαλιστικών εικόνων, […] «Η Άρια γαβγίζει και είναι φορές που θέλω να της παραχωρήσω το κρεβάτι μου, όμως φοβάμαι μήπως το μαξιλάρι έχει νοτίσει από τους εφιάλτες.», η Γιώσα δεν φείδεται εικόνων που .
Ωστόσο, ακόμα και το όνειρο δεν είναι ικανό να καθησυχάσει την ποιήτρια. Δεν εφησυχάζει αναπαυόμενη στις δάφνες της. Γνωρίζει καλά ότι το μέλλον επιφυλάσσει εκπλήξεις, οι οποίες δεν είναι πάντα ευχάριστες. Ο ρομαντισμός φιλτράρεται με αυστηρότητα στην ποίηση της Γιώσα όπου προτεραιότητα έχει η συνειδητότητα, χωρίς καμία προσπάθεια εξωραϊσμού των στίχων της. Το ονειρικό υπάρχει για εξυπηρετήσει μια ψυχαναλυτική διάθεση που στόχο έχει να διαχειριστεί τεχνικά τα σύμβολα στην ποιητική της. Κάπως έτσι φωτίζει το μέλλον μ’ ένα ταξίδι στη γέφυρα της Πράγας […] «ανάβουμε τριάντα επτά λάμπες γκαζιού πάνω σε μια γέφυρα που τη συναρμολογούμε όταν δεν υπάρχει άλλο μέρος για να φιληθούμε.», σε μια προσπάθεια φυγής από τη σκληρή πραγματικότητα, δηλώνοντας ταυτόχρονα πως η γη θα συνεχίσει να γυρίζει στερεοτυπικά, παρόλες τις «…ονειρικές καθυποτάξεις.», και ξαγρυπνά […] «στην ταράτσα με τον Σεμπάστιαν και τη Βεατρίκη διαβάζοντας από κοινού ένα κοινόχρηστο απόσπασμα της μέλλουσας ζωής.».
   «Δεν γράφω πια.», θα δηλώσει, υψώνοντας τη δική φωνή σε μια διαμαρτυρία γεμάτη σύμβολα.
   […]Έχω φορέσει τη στολή του μελισσοκόμου και περιμένω τις κυψέλες να βουίξουν.
   Οι αναχωρητές έχουν κιόλας βαρεθεί στην Εδέμ κι οι φαροφύλακες είναι πλέον τυφλοί – πάνω σε κόκκινους λωτούς προσπίπτουν τα καράβια.
   Κι αν τα σμήνη αργήσουν ν’ ακουστούν, θα στοιχίσω τις αυθάδειες που περισσεύουν και θα συνεχίσω να περιμένω.
   Η θάλασσα ξεβράζει συνδηλώσεις που κανείς δεν θέλει να περιθάλψει κι οι αφηγητές έχουν ξεχάσει να μιλούν.
   Εγώ θα περιμένω τις κυψέλες να βουίξουν. Εσείς μπορείτε να προχωρήσετε._

https://mag.frear.gr/tag/eythymia-giosa /,τεύχος 1

Ευθυμία Γιώσα, Οι αναχωρητές έχουν κόλας βαρεθεί στην Εδέμ, εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 2020