Scroll Top

ΖΥΓΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΧΡΥΣΑΦΙ ΤΟΥ ΔΟΓΗ – ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ ΚΟΡΔΑ

Γράφει ο Αλέξανδρος Κορδάς

Στο παρόν κείμενο πρόκειται να μας απασχολήσει το πρώτο ποιητικό βιβλίο του Μάρκου Δενδρινού υπό τον τίτλο: Το χρυσάφι του Δόγη (Γαβριηλίδης, 2019). Ήδη από την αναφορά στον αιρετό μονάρχη της μεσαιωνικής και αναγεννησιακής Βενετίας καταλαβαίνουμε ότι το βιβλίο κάποια σχέση θα πρέπει να έχει με την πόλη αυτή, την πόλη των Δόγηδων όπως συνηθίζουμε να την λέμε. Και πράγματι, το πρώτο και κύριο μέρος αποτελείται από δεκαπέντε πεζά μικρής έκτασης ο τόπος των οποίων είναι ακριβώς η Βενετία. Ακολουθεί ένα δεύτερο μέρος στο οποίο περιλαμβάνονται δώδεκα ακόμη πεζά με μυθολογική, ως επί το πλείστον, θεματολογία. Όσον αφορά το ζήτημα της μορφής θα μπορούσαμε να πούμε ότι έχουμε να κάνουμε με γραπτά τα οποία κινούνται περισσότερο προς την ποιητική πρόζα και τα οποία διαπνέονται από ένα είδος φιλοσοφικού στοχασμού. Κάποτε ένας τόνος ημερολογιακός παίρνει τα ινία, συνδέοντας το ιστορικό παρελθόν της πόλης με την προσωπική ιστορία του αφηγητή, ένας συνδυασμός ο οποίος μας φέρνει απόηχους από τα Cantos του Πάουντ (Pound). Παραθέτω ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα: «1980: η αρχή των συνιόντων συμβόλων προαναγγελθείσα στο όνειρο του Σ. τότε στην Μυτιλήνη. στην Κω, δεν θυμάμαι πότε, η επόμενη νύξη, ο θυρεός στο κάστρο και πάλι κόμποι και τώρα πάλι μετά από τόσο καιρό στο San Pietro κόμποι»,[όπου βλέπουμε τον Μάρκο να απορεί με την συμπτωματική επανεμφάνιση του συμβόλου του κόμβου στους θυρεούς ορισμένων μεσαιωνικών κάστρων τα οποία συνάντησε στην πορεία του. Τα διαφορετικά είδη που χρησιμοποιεί ο Δενδρινός -την πρόζα και την ημερολογιακή αφήγηση- ο Μοντερνισμός τα ενέταξε αρκετά νωρίς στο ποιητικό του οπλοστάσιο. Ειδικά στην Γαλλία η αντίληψη περί του σπασίματος της φόρμας διεύρυνε τα όρια του ποιητικού λόγου, σε σημείο που επικράτησε η τάση να μην μιλούμε πια για ξεχωριστά είδη, αλλά για γραπτό (texte).

Μεταχειριζόμενος αυτούς τους τρόπους ο Δενδρινός επιλέγει να καταγράψει την εμπειρία την οποία απέκτησε από την διαμονή του στην πόλη που έχει ως προστάτη της τον συνονόματο του Άγιο και αναφέρομαι ασφαλώς στον Άγιο Μάρκο, η τρουλέα βασιλική του οποίου κοσμεί την κεντρική πλατεία της πόλης. Βλέπουμε λοιπόν τον Μάρκο να περπατά στις φασματικές της αλέες, να διασχίζει τα γεφύρια της, θαυμάζοντας τα παλάτια και τους ναούς της καθώς στοχάζεται επάνω στα πράγματα της ψυχής. Ετούτη η προσπάθεια εμβάθυνσης στο τοπίο δεν έχει να κάνει σε τίποτα με τον αργόσχολο βηματισμό του τουρίστα, του οποίου το ενδιαφέρον αναλίσκεται στο να τραβήξει μερικές φωτογραφίες για να τις αναρτήσει έπειτα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ως μια ακόμη εξωτερική μαρτυρία ότι ζει την ζωή του στα γεμάτα. Όχι, εδώ έχουμε να κάνουμε με έναν ιδεώδη περιηγητή, έναν flâneur, ο οποίος «βαδίζει αργά (μεν, αλλά) σκόπιμα στην πόλη, παρατηρεί με προσοχή και αναλύει αυτά που βλέπει».  Ο όρος αυτός απέκτησε την σημασία που του δίνουμεκυρίως μέσα από την ανάλυση του Βάλτερ Μπένγιαμιν (Walter Benjamin) επάνω στο έργο του Μπωντλαίρ (Baudelaire). Ο Μπένγιαμιν είδε στον flâneur ένα αρχέτυπο της μοντέρνας αστικής εμπειρίας, έναν ερασιτέχνη ντετέκτιβ κι έναν ερευνητή της πόλης, ο οποίος «κοιτάζει προσεχτικά και σκέφτεται εις βάθος. Αρνούμενος να αποδεχτεί τις απόψεις των άλλων χρησιμοποιεί το μυαλό του και τα μάτια του για να συναγάγει τα συμπεράσματά του». Η διαφορά του με τον τουρίστα έγκειται στο ότι θέλει να αποκτήσει μια ενόραση του τοπίου που τον περιβάλλει. Η διαδρομή του αρχίζει έτσι να αποκτά μια διάσταση εσωτερική: «κι η ψυχή μας τόσα πολλά κανάλια τόσες πολλές κυρτώσεις ύδατος. ενώνονται εκεί που δεν το περιμένεις σαν τα πουλιά που επαμφοτερίζουν απότομα θυμίζοντας αγκάλες», γράφει ο Μάρκος περνώντας από τα κανάλια της Βενετίας, στα κανάλια της ψυχής, όπου οι κυρτώσεις του ύδατος αγκαλιάζουν το βλέμμα. Αυτή η ιδιαίτερη τοπολογία οικοδομείται μεθοδικά με συνεχείς αναφορές σε κόμβους, δεσμούς και αλυσίδες. Μάλιστα στο πεζό υπ’ αριθμόν 4 η συμβολιστική του δεσμού δηλώνεται κατά τρόπο ρητό: «το σώμα ως τελική άκρη της αλυσίδας του είναι». Υπάρχει εδώ ένα πρόταγμα για την ανακάλυψη κάποιας πνευματικότητας, η οποία δεν θα αντιμετωπίζει το σώμα ως αρχή και πέρας του όντος, αλλά απλώς ως τον έσχατο κρίκο μιας αλυσίδας η οποία συνδέει όλα τα πράγματα μεταξύ τους. Ο Μάρτιν Χάιντεγκερ (Martin Heidegger) εξετάζοντας το ζήτημα της αρχιτεκτονικής και της κατοίκησης,   αναφέρεται στο κτίζειν ως κάτι το οποίο συμπτύσσει τέσσερα διαφορετικά στοιχεία: την γη επάνω στην οποία οικοδομείται το κτίσμα, τον ουρανό κάτω από τον οποίο οικοδομήθηκε το κτίσμα, την θεότητα που έχει ως έδρα της τον ουρανό και τέλος τον θνητό ο οποίος ανέγειρε το κτίσμα. Κάθε πράξη κτισίματος είναι σύμφωνα με αυτήν την οπτική, μία πράξη η οποία μας ανοίγει προς το Άλλο, αφού με τον τρόπο αυτό θέτουμε τον εαυτό μας κάτω από την ουράνια Απεραντοσύνη, η ανοιχτότητα της οποίας μας γεννά το δέος για το Άγνωστο. Χρησιμοποιώντας ειδικά το παράδειγμα της γέφυρας ο Χάιντεγκερ μας λέει: «Κάθε φορά και πάντοτε με διαφορετικό τρόπο η γέφυρα οδηγεί και συνοδεύει προς τα εδώ και προς τα εκεί τα ανυπόμονα βήματα των ανθρώπων, ώστε να μεταβαίνουν σε άλλες όχθες και να φτάνουν εν τέλει ως οι θνητοί στην άλλη πλευρά». Επικεντρώνοντας στην πράξη καθ’ εαυτή του να περνά κανείς από μία γέφυρα, ο Χάιντεγκερ εισχωρεί και στην ουσία της: διασχίζοντας την ο άνθρωπος διαισθάνεται το πλησίασμα του στην απέναντι όχθη.

Δώσαμε λίγο χρόνο σε αυτήν την χαϊντεγκεριανή ανάγνωση της ανεγέρσεως κτισμάτων γιατί θεωρήσαμε ότι κατά κάποιο τρόπο αντανακλά και την οπτική του Μάρκου. Η περιδιάβαση του στην Βενετία λειτουργεί αφυπνιστικά. Διαβάζοντας τα πεζά του καταλαβαίνουμε ότι τον έχει αγγίξει ένα αίσθημα ότι είναι δυνατόν να υπάρχει κάτι πέρα από την απτή υλική πραγματικότητα. Τα γεφύρια και τα κανάλια της πόλης, γίνονται οι δίαυλοι επικοινωνίας με αυτήν την υπερβατική περιοχή. Κι ίσως η επιλογή ειδικά της Βενετίας να μην είναι τυχαία από αυτήν την άποψη, αφού μιλούμε για μία πόλη όπου η αρχιτεκτονική της και μόνο, αρκεί για να σε μεταφέρει σε μια παλαιότερη εποχή, μακριά από το τεχνολογικό και ορθολογιστικό πνεύμα του σύγχρονου κόσμου. Εκεί, ίσως και να είναι ακόμη δυνατόν να αχθεί κανείς προς τα ουσιώδη, απλώς και μόνον περπατώντας. Ο μοντέρνος τρόπος του κτίζειν αποκλείει σε μείζονα βαθμό το ενδεχόμενο μιας τέτοιας διάνοιξης. Γιγαντιαία ομοιόμορφα κτίρια που περιορίζουν την θέα του ουρανού, δρόμοι που μεταφέρουν τα πλήθη των αστών στην κόλαση της καθημερινής συναλλαγής, όπως μας την παρουσιάζει ο Έλιοτ (Eliot) στην Έρημη Χώρα του. «Οι άλλοι κινούνται με τις στατιστικές, εμείς με την μοναδικότητα», θα πει ο Δενδρινός, υπογραμμίζοντας την αντίθεση του υλιστικού με τον μεταφυσικό τρόπο σκέψης. Και παρακάτω: «οι άλλοι βλέπουν τα μυριάδες κομμάτια της Βενετίας, εμείς βλέπουμε μια άλλη Βενετία όχι τις γαίες και τα κανάλια αλλά τις γέφυρες, αυτές τις γέφυρες που ενώνουν εμάς με τους άλλους». Ενώ συνεχίζοντας να μιλά για την φύση της πόλης στο πεζό υπ’ αριθμόν 4 θα πει: «Η μοναδική αλήθεια της Βενετίας κρύβεται κι εδώ στο σώμα της, το νερό, το κοινό νερό, το μοναδικό νερό που την διατρέχει. Έτσι και σε μας πολλά τα κανάλια και οι ροές μας, όταν όμως ενωθούμε, τότε όλα γίνονται μία ΡΟΗ που καταλύει όλα τα κάστρα και ενώνεται με τις τάφρους… ». Επομένως το πρόταγμα αυτής της πνευματικότητας έχει να κάνει με την επανεύρεση μιας απολεσθείσας ενότητας, με την επανασύνδεση με μια ζωτική ΡΟΗ, παρόμοια με εκείνη του ύδατος η οποία φαίνεται πως είναι και εκείνη που κινητοποιεί τον Δενδρινό για να καταγράψει την εμπειρία του. Καθώς στέκεται μέσα στην βασιλική του Αγίου Μάρκου, όπου φυλάσσεται το ιερό του λείψανο και κοιτάζει τα θαυμάσια βυζαντινής τεχνοτροπίας ψηφιδωτά, προσπαθεί να δει πέρα από το υλικό τους χρυσάφι, το πνευματικό χρυσάφι της Πεντηκοστής που αλχημικώ τω τρόπω μπορεί να μετασχηματίσει τον βίο μας. «Η προσφορά του όνυχα, του αχάτη και του αλάβαστρου εν ριπή οφθαλμού διαιωνίζει την λίθινη φύση μας, μας αγιοποιεί άθελα μας, μας καθιστά κοινωνούς των μυστηρίων της απλότητας και του χώματος του ουράνιου χώματος, δηλαδή των αστέρων γύρω από το πρόσωπο της Μητέρας μας». Εδώ, τα πολύτιμα πετρώματα στο εσωτερικό του ναού γίνονται η αφορμή για να στοχαστεί και να θαυμάσει την ομορφιά της ουράνιας Μητέρας. Στο πεζό υπ’ αριθμόν 9 προεξάρχει η φιγούρα του επαναστάτη Δόγη Μαρίνο Φαλιέρο (Marino Faliero) ο οποίος στα χίλια τριακόσια πενήντα προσπάθησε να μειώσει την ισχύ της αριστοκρατικής τάξης προς όφελος του λαού. Η επανάσταση του ωστόσο απέτυχε και ο ίδιος αποκεφαλίστηκε και κατόπιν διαμελίστηκε. «Σκοτώνοντας τον», γράφει ο Μάρκος, «σκότωσαν την πρώτη και μοναδική απόπειρα αποκάλυψης του πραγματικού Δόγη». Ο Φαλιέρο λειτουργεί εδώ ως μία προτύπωση του Χριστού. Είναι εκείνος που αναζητά την ενοποιητική τάξη, ο αληθινός Δόγης που γίνεται δεσμός και γέφυρα μεταξύ των ανθρώπων και γι’ αυτό δεν μπορέσει να βρεθεί ποτέ πραγματικά στην εξουσία. Είναι ο ευαγγελιστής, ο μυστικός και ο ποιητής, «που με την ακατάπαυστη θέλησή του καταγράφει τα όντως γιγνόμενα. ο μόνος που τότε έγραψε αληθινά με τον σμαράγδινο πίνακα και το άδολο Ευαγγέλιο, ο μόνος που τώρα και πάντα καταγράφει, απογράφει και διαγράφει». Το παραπάνω απόσπασμα προέρχεται από το γραπτό υπ’ αριθμόν 13 και παρουσιάζει τον ευαγγελιστή Μάρκο ως τον διαμεσολαβητή δύο κόσμων: από την μια παρατηρεί και καταγράφει τα γιγνόμενα του κόσμου ετούτου και από την άλλη απογράφει στα κατάστιχα του τις ψυχές εκείνων που μετήλθαν στον επόμενο. Μόνο όταν κανείς καθαρισθεί εσωτερικά και παραμερίσει την επιφάνεια των πραγμάτων μπορεί να δει ένα σημείο να ανοίγεται σε ευθεία και να απλώνεται ως την Αιωνιότητα. Η Βενετία είναι ένα τέτοιο σημείο, το οποιοδήποτε σημείο, η οποιαδήποτε πόλη, όπου ο άνθρωπος κοιτάζει πραγματικά προς το εσωτερικό του ή όπως μας το λέει ο Μάρκος: «Η Βενετία είναι οι άπειρες φλέβες του ενός και μόνου ρόδου. Αν ευωδιάσει εδώ θα ευωδιάσει παντού!».

ΜΑΡΚΟΣ ΔΕΝΔΡΙΝΟΣ – ΤΟ ΧΡΥΣΑΦΙ ΤΟΥ ΔΟΓΗ