Scroll Top

Ζωή Σαμαρά, Παρασκήνια στην κορυφή του Ολύμπου | Μια αλληγορία σε δύο ραψωδίες – Παρουσίαση από την Ευσταθία Δήμου

   Το νέο συγγραφικό εγχείρημα της Ζωής Σαμαρά, όπως και ο τίτλος του το φανερώνει, Παρασκήνια στην κορυφή του Ολύμπου. Μια αλληγορία σε δύο ραψωδίες, ακροβατεί και ακουμπά σε περισσότερα από ένα λογοτεχνικά είδη, άλλα από τα οποία είναι φανερά σε πρώτο, επιφανειακό επίπεδο, ενώ άλλα λανθάνουν και βρίσκονται κάτω και πέρα από τις εμφανείς δηλώσεις του τίτλου και του υπότιλου. Πιο συγκεκριμένα, πρόκειται για ένα έργο θεατρικό, όπως καταδεικνύει η λέξη «παρασκήνια», αλλά και η ίδια η διαλογική μορφή στην οποία είναι γραμμένο το κείμενο, το οποίο όμως είναι χωρισμένο σε δύο ραψωδίες, στοιχείο που παραπέμπει με άκρα ευθύτητα στην επική ποίηση, ενώ παράλληλα έχει στόχο να αποτελέσει μιαν αλληγορία, μια ιστορία δηλαδή που κρύβει άλλα νοήματα από αυτά που φαίνεται, από πρώτη άποψη, ότι προβάλλει. Μέσα στο πλαίσιο αυτό, της αλληγορικής δηλαδή αφήγησης, αναδύεται και μια ακόμα πτυχή του έργου που έγκειται στον θεωρητικό προβληματισμό για την τέχνη του λόγου και τις ποικίλες συνιστώσες της, μια πτυχή η οποία προσανατολίζει το έργο προς τη λογική του δοκιμίου και της κριτικής που αφορμάται και ανατέμνει το λογοτεχνικό φαινόμενο και τους εκπροσώπους του. Το έργο, μάλιστα, πλέκεται γύρω από αυτούς τους τελευταίους, τους συγγραφείς δηλαδή που παρουσιάζονται να επιδιώκουν και να επιθυμούν την καταξίωση και τη δόξα, τη μνημείωση του έργου τους μέσα στον χρόνο και, μαζί, του δικού τους ονόματος μέσα στη συγχρονία και τη διαχρονία. Πρόκειται, πιο συγκεκριμένα, για πέντε λογοτέχνες, υποψήφιους για τα Κρατικά Βραβεία Λογοτεχνίας, που ανεβαίνουν στην κορυφή του Ολύμπου και, προσδοκώντας την αναγνώριση και την επιβράβευση, εμπλέκονται σε διαλόγους που αποκαλύπτουν όλη την αλήθεια της ανθρώπινης φύσης, ακόμα κι όταν αυτή εισχωρεί μέσα στην περιοχή της τέχνης, την περιοχή του κάλλους και της ομορφιάς, της ηθικής και της αληθινής ουσίας. Η αλήθεια, λοιπόν, αυτή έγκειται στην αναγνώριση της συγγραφικής ιδιοσυγκρασίας ως μιας μεγαλομανούς και φιλόδοξης ύπαρξης η οποία θέτει σε προτεραιότητα πολύ περισσότερο τον εαυτό, το πρόσωπο, το όνομα, παρά την τέχνη.
Είναι ένα άκρως τολμηρό εγχείρημα αυτό που εισχωρεί με ιδιαίτερο δυναμισμό στον πυρήνα ενός προβλήματος την ύπαρξη του οποίου όλοι αναγνωρίζουν, χωρίς όμως να το θίγουν, στο επίπεδο τουλάχιστον της λογοτεχνικής δημιουργίας, και, το κυριότερο, χωρίς στιγμή να πιστεύουν ότι τους αφορά, ότι δηλαδή ακουμπά και στην περίπτωσή τους ως εμπλεκόμενων στην λογοτεχνική πράξη και πρακτική. Στο σημείο ακριβώς αυτό είναι που κάνει την εμφάνισή της η τραγική ειρωνεία, ως μέθοδος και τεχνική πρόκλησης της αναγνωστικής απόλαυσης, από τη στιγμή που ο αναγνώστης παρακολουθεί την απογύμνωση των ηρώων από οποιοδήποτε ωραιοποιητικό στοιχείο, την απομυθοποίησή τους και την επανένταξή τους σε ένα πεδίο απόλυτα γήινο, σφραγισμένο από τις ανθρώπινες αδυναμίες και τα ελαττώματα, όπως αυτό της άκρατης φιλοδοξίας, της υψηλοφροσύνης, του αυτοθαυμασμού και της αυταρέσκειας. Είναι μάλιστα τέτοιος ο χειρισμός και η εκμετάλλευση της τεχνικής αυτής, αλλά και τέτοια η ποιότητα με την οποία επενδύονται οι χαρακτήρες, ώστε δικαιούται κανείς να εντοπίσει μια μετακύληση από το επίπεδο της απλής διαγραφής των ηρώων στο επίπεδο της σάτιρας, η οποία όμως επενδύεται με την συμπάθεια της δραματουργού που, ασυναίσθητα και αδιόρατα, φαίνεται πως κατανοεί, αλλά δεν δικαιολογεί, πως αναγνωρίζει το ελάττωμα ως σύμφυτο με την ανθρώπινη ύπαρξη, χωρίς όμως να καταφάσκει στην αποδοχή και την παγίωσή του.
Παρά το γεγονός ότι το έργο φαίνεται σε μεγάλο βαθμό επικεντρωμένο στα πρόσωπα, στις συγγραφικές φυσιογνωμίες και προσωπικότητες, στην πραγματικότητα είναι γερά και στέρεα θεμελιωμένο πάνω στα τεκταινόμενα, σε όσα δηλαδή επισυμβαίνουν μέσα στον ευρύ λογοτεχνικό χώρο που ορίζεται βέβαια από τους ανθρώπους του, ορίζεται όμως ταυτόχρονα και από κάποιες πάγιες πρακτικές με προεξάρχουσα αυτή των λογοτεχνικών βραβείων η οποία και τώρα και παλαιότερα υπήρξε σημείο αναφοράς της εν γένει λογοτεχνικής παραγωγής. Η προβληματική αυτή, που αναδύεται ευκρινέστερα στο σύγχρονο συγγραφικό γίγνεσθαι, αποτελεί μια αφορμή να αναλογισθεί κανείς και να προσδιορίσει την διττή φύση της λογοτεχνίας, την διπλή της πλευρά, όπως αυτή συγκροτείται από την εσωστρέφεια και την απόσυρση, όταν πρόκειται να παραχθεί το έργο τέχνης, και από την εξωστρέφεια και την προβολή όταν το έργο τέχνης πρόκειται να αξιολογηθεί και να γίνει αποδεκτό από το κοινό. Οι δύο αυτές πλευρές μπορεί να είναι συμπληρωματικές μεταξύ τους, μπορεί όμως και να συγκρούονται ή έστω να εισδύουν η μία μέσα στην άλλη και να επηρεάζουν αποφασιστικά το λογοτεχνικό φαινόμενο, μπορεί δηλαδή πράγματι ένας συγγραφέας να γράφει σταθερά προσανατολισμένος προς την καταξίωση η οποία με τη σειρά της διαμορφώνει τις λογοτεχνικές κατευθύνσεις και επιλογές. Από αυτήν την άποψη και ιδωμένο μέσα από αυτό το πρίσμα το έργο της Σαμαρά, έτσι όπως προσεγγίζει και αποτυπώνει τους συγγραφείς – ήρωες, φαίνεται πως καταφάσκει ξεκάθαρα στην λογοτεχνική δημιουργία καθεαυτή, σε μια συγγραφική πράξη και πρακτική που απομονώνει οποιονδήποτε άλλο παράγοντα πέρα από την αληθινή έμπνευση και την ειλικρινή αφοσίωση στη δούλεψη του ωραίου και του ηθικού, ως κατευθυντήριων γραμμών της σύνθεσης και της δημιουργίας. Αυτή, άλλωστε, φαίνεται πως είναι η στόχευση του συγκεκριμένου έργου, να αποτελέσει δηλαδή ένα διαφωτιστικό, ταυτόχρονα όμως ένα απολαυστικό ανάγνωσμα που ισορροπεί με άκρα επιδεξιότητα ανάμεσα στη γνώση και τον βαθύ προβληματισμό και σε έναν χαρακτήρα ή μια χροιά παιγνιώδη και ψυχαγωγική.