Συνάντηση με τον Γιάννη Ρίτσο
Τον Ρίτσο τον γνώρισα μαθητής, δι’ αλληλογραφίας. Απάντησε στα ποιήματα που του έστειλα με επαίνους, αλλά και συμβουλές και παρατηρήσεις. Τα γράμματά του εκείνα ήταν για μένα μέγιστο δώρο. Τα κρατώ ως πολύτιμο τιμαλφές. Φοιτητής στην Αθήνα, έτρεξα να τον επισκεφθώ. Οδός Κόρακα 39. Έκτοτε με δέχθηκε ιερατικά και μεγάθυμα με την ευγένεια και την αρχοντιά ενός ευπατρίδη. Παρακολουθούσε την δουλειά μου και μου έλεγε να μην βιαστώ, αλλά να σκίζω και να γράφω. Από τις πολλαπλές συναντήσεις μαζί του, όλες ακριβά αξιομνημόνευτες, ξεχωρίζω μία που με χάραξε βαθιά.
Ήταν ένα βροχερό απόγευμα Οκτωβρίου του 1987. Ο Ρίτσος μιλούσε για την οικογένεια του και για το πένθος που έζησε από μικρό παιδί με τις αλλεπάλληλες απώλειες προσφιλών προσώπων. Βγάζοντας πάντοτε εκ του πικρού το γλυκύ μου τόνιζε ότι η ωφέλεια ήταν η απόλυτη αίσθηση συνομιλίας και βαθύτερης επικοινωνίας με τους νεκρούς που απέκτησε από τα απανωτά χτυπήματα του θανάτου. Θυμάμαι την χαρακτηριστική του φράση ότι «αντιστέκεται και νικά τον θάνατο όποιος δεν τον φοβάται και τον περνά αποφασισμένος».
Εκεί ήταν που μου εκμυστηρεύτηκε ότι καύχημα στην οικογένεια τους και θεμέλιο στο δικό του αντιστασιακό φρόνημα απέναντι στην αδικία, στα βάσανα και στον θάνατο ήταν ο συγγενής του, ο δεκαπεντάχρονος Νεομάρτυρας Άγιος Ιωάννης ο εκ Μονεμβασίας, που καταγόταν από το Γεράκι της Λακωνίας και μαρτύρησε αρνούμενος να αλλαξοπιστήσει, παρά τα βασανιστήρια και τις προτροπές ακόμη και της μητέρας του, όντας σκλάβος μαζί της σε Αγαρηνό αγά της Θεσσαλονίκης.
Αργότερα βρήκα το Συναξάρι του στο Νέο Μαρτυρολόγιο, γραμμένο από το αγιασμένο χέρι του Αγίου Νικόδημου του Αγιορείτου. Ο Νεομάρτυς Ιωάννης, κατά τα λόγια του Αγίου Νικοδήμου « … εμαρτύρησεν κατά το 1773 έτος, Οκτωβρίου κα’. Επειδή ο αοίδιμος Ιωάννης δεν ηθέλησε, κατ’ ουδένα τρόπον, να αρτυθή και να χαλάση την αγίαν νηστείαν της Κυρίας Θεοτόκου, την του Δεκαπενταυγούστου λεγομένη. Ο γενναίος Ιωάννης, χωρίς να δειλιάση έλεγε: δεν γίνομαι Τούρκος, εγώ Χριστιανός είμαι, και Χριστιανός θέλω να αποθάνω…».
Ο Ρίτσος διηγούνταν με μάτια βουρκωμένα, και τραβούσε βαθιές ρουφηξιές από το αιώνιο τσιγάρο του.