Όταν άνοιξα την πόρτα του γραφείου του στο Πανεπιστήμιο του Ντέηβις τον Νοέμβρη του 1992, ο Γκάρυ Σνάιντερ στεκόταν μπροστά στο μεγάλο ανοιχτό παράθυρο. «Κοίτα», μου λέει δείχνοντας τα δέντρα από τον έκτο όροφο του γραφείου του, «είναι κέδροι, οξιές, πεύκα, βελανιδιές. Τα ‘χουν μεταφυτέψει εδώ πριν από είκοσι περίπου χρόνια, όταν χτιζόταν το Πανεπιστήμιο. Τα αυτοφυή δέντρα βρίσκονται εκεί». Μου δείχνει τον εθνικό δρυμό του Τάχοε στη Σιέρα Νεβάδα. Συμπληρώνει «Εκεί βρίσκομαι κι εγώ». Όσο μιλούσε σκεφτόμουν ότι ακριβώς αυτό κάνει και ο ίδιος: προσπαθεί να ανοίξει την παραμεθόριο προς τα ανατολικά, να ανατρέψει την ιστορική πορεία της Αμερικής, μεταφυτεύοντας τη γηγενή αμερικανική ύπαιθρο και την ενέργεια της σε μια αστικοποιημένη κοινωνία, επιζητώντας μια καινούργια, οικολογικά ευαίσθητη και «άγρια» αμερικανική κουλτούρα. «Η αγριότης είναι μια κατάσταση πλήρους ενσυναίσθησης˙ γι΄αυτό την έχουμε ανάγκη. Αυτό πού πρέπει να επιζητούμε είναι να ζούμε αρμονικά στον πλανήτη γη και δυναμικά, κάνοντας χρήση διαφόρων βιοτεχνολογιών σε ένα περιβάλλον που έχει αφεθεί φυσικό, ή που μοιάζει με φυσικό σαν αυτό που βλέπεις εδώ». Έτσι με έβαλε ο Γκάρυ μέσα στη δική του ενδοχώρα. Χαμογελούσε μ΄αυτή την πίστη στην ικανότητα των ανθρώπων να δίνουν νόημα και δομή στη ζωή τους. Η ποίησή του αποπνέει αμεσότητα, υγεία, αυτάρκεια. Τον προσκάλεσα και ήρθε στην Ελλάδα τον Δεκέμβρη του 1998. Στην Πάρνηθα χαιρέτησε τα άγρια ζώα και τα έλατα. Στο Κολωνάκι πρόβαρε τέσσερα κοστούμια – ήθελε να κάνει δώρο στον εαυτό του κάτι ουσιαστικό, μου είπε. Δεν αγόρασε όμως κανένα. Θα το έκανε παραγγελία στο διαδίκτυο αργότερα.