Η γνωριμία μου με τον ποιητικό «Λευκό Πύργο» της Θεσσαλονίκης
Ο Μανόλης Αναγνωστάκης είχε χαρακτηριστεί ως ο «Λευκός Πύργος» της Θεσσαλονίκης. Αν η Θεσσαλονίκη θα μπορούσε να προσωποποιηθεί, φαντάζομαι ότι θα ήθελε να έχει τη φιγούρα του και τη μορφή του, το ήθος και την αγωνιστικότητά του και, τελικά, τη σιωπή του. Και ως συγκλονιστική περιγραφή της πρόσφατης ιστορίας της τα ποιήματά του.
Ο Μανόλης ήταν παιδί της πυρίκαυστης καρδιάς της πόλης, της Πλατείας Δικαστηρίων, που τώρα ονομάζεται Πλατεία Αρχαίας Αγοράς. Όπως ο Τηλέμαχος Αλαβέρας, ο Γιώργος Ιωάννου (λίγο πιο κει), ο Γιάννης Καρατζόγλου κι εγώ, και αρκετοί ακόμη. Τον γνώρισα το 1971, μόλις γύρισα από την Αγγλία. Είχε τότε, σε ηλικία 46 ετών, τη «Βιβλιοθήκη», ένα προοδευτικό βιβλιοπωλείο στη Χρυσοστόμου Σμύρνης, μαζί με μερικά πολύ νέα παιδιά. Από τότε με συμβούλευε με κάθε ευκαιρία.
Σαφέστατα αντιδογματικός, προσπαθούσε πάντοτε να περάσει μια διαφορετική αντίληψη
για την τέχνη και τον πολιτισμό. Το 1976 λοιπόν ο Αναγνωστάκης παρουσίασε σε ένα κατάμεστο αμφιθέατρο του πανεπιστημίου δύο νέους ποιητές, τον Ανέστη Ευαγγέλου και τον Πρόδρομο Μάρκογλου και έναν νέο πεζογράφο τότε, τον Τόλη Νικηφόρου.
Ο ακτινολόγος γιατρός Μανόλης Αναγνωστάκης ήταν πανύψηλος, λίγο γυρτός, με χοντρά γυαλιά και παχύ μουστάκι, ψεύδιζε ελαφρά, ιδίως όταν ήταν θυμωμένος, είχε εκφραστικότατα μάτια και μια παιδική έκφραση στο πρόσωπο, πάντα έτοιμος για καλαμπούρι. Ήταν και γνωστός λάτρης του ποδοσφαίρου.
Με την κάθοδό του στην Αθήνα το 1978, ο Μανόλης μάς έλειψε πολύ. Έχοντας εκφράσει με μοναδικό τρόπο την τραγική εποχή του, επέλεξε συνειδητά τα τελευταία χρόνια τη σιωπή. Μια σιωπή διαμαρτυρίας και αξιοπρέπειας, μια πράξη. «Όρθια η πράξη σαν αλεξικέραυνο», όπως είχε πει και ο ίδιος.