Scroll Top

Αντώνης Μπαλασόπουλος – Η σεισμογραφική λειτουργία της λογοτεχνίας ως προς τους κραδασμούς της κοινωνικής πραγματικότητας δεν είναι πρωτίστως θυμικό αλλά πρωτίστως γνωσιακό ζήτημα

Το ερώτημα της σχέσης της λογοτεχνίας και της κοινωνικής πραγματικότητας τίθεται με δύο βασικούς τρόπους: ο πρώτος είναι ως αναλυτικό ερώτημα, το οποίο απασχολεί τη λογοτεχνική θεωρία και κριτική· ο δεύτερος ως κανονιστικό ερώτημα, το οποίο απασχολεί πρωτίστως τους δημιουργούς. Στη δεύτερή του μορφή, η οποία δραματοποιείται από τα λόγια του Μπρεχτ, το ερώτημα ουσιαστικά αφορά τα καθήκοντα των συγγραφέων απέναντι στην κοινωνική πραγματικότητα, τους τρόπους με τους οποίους οφείλουν να προσπαθήσουν μέσα στο έργο τους να ανταποκριθούν σ’ αυτή. Στις παρακάτω θέσεις θα απευθυνθώ μεν στη δεύτερη, την κανονιστική μορφή του ερωτήματος·  ωστόσο, όπως θα διαφανεί (και όπως ήδη συμβαίνει στον Μπρεχτ), αυτή δε μπορεί παρά να εμπλέξει την πρώτη, την αναλυτική ή γνωσιακή του διάσταση.

  • 1.Το πρώτο ζήτημα που τίθεται για τους συγγραφείς, ευθύς εξαρχής, είναι τι ακριβώς εννοούμε με τον όρο «κοινωνική πραγματικότητα». Το ζήτημα αυτό έχει μια σειρά επιμέρους διαστάσεων, τις οποίες θα πρέπει να εξετάσουμε αναλυτικότερα:
  • 1.1. Η «κοινωνική πραγματικότητα» δεν είναι ταυτόσημη με την επικαιρότητα, δηλαδή με το σύνολο των ζητημάτων που έρχονται στο προσκήνιο στα πλαίσια της δημοσιότητας. Η δημοσιότητα αποτελεί μια κατασκευή των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, τα οποία δεν είναι ουδέτεροι πρακτικογράφοι της «κοινωνικής πραγματικότητας», αλλά διαμορφωτές της λεγόμενης «κοινής γνώμης» για τα ζητήματα που τα ίδια επιλέγουν να προβάλλουν. Στις περισσότερες των περιπτώσεων στις κοινωνίες μας, τα ΜΜΕ είναι ιδιωτικές επιχειρήσεις και οι αποφάσεις τους, το τι επιλέγουν να προβάλλουν ή να αποσιωπήσουν, με ποιον τρόπο, σε ποια χρονική συγκυρία και για πόσο διάστημα, αποτελούν παράγωγα τακτικών και στρατηγικών επιλογών που σε καμία περίπτωση δεν αντιβαίνουν στα συμφέροντα των ιδιοκτητών τους. Αλλά και τα κρατικά ΜΜΕ αντανακλούν τις επιλογές και τα συμφέροντα των δικών τους ιδιοκτητών, που είναι το κράτος και σε αρκετές περιπτώσεις η κυβέρνηση που διαχειρίζεται τη διοίκησή του. Περαιτέρω και εξίσου σημαντικά, η κοινωνική πραγματικότητα είναι κάτι τόσο πολυδιάστατο και σύνθετο ώστε να μην είναι άμεσα ορατή. Δεν έχει τη μορφή ενός πράγματος ανάμεσα σε πράγματα, αλλά τη μορφή πολύπλοκων πλεγμάτων σχέσεων ανάμεσα σε τάξεις, κοινωνικές ομάδες, ιδέες και πρακτικές, εθνικές και διεθνείς εξελίξεις, οικονομία και πολιτική, υλικές συνθήκες και ιδεολογίες. Αντίθετα, η επικαιρότητα παρουσιάζεται πάντα με όρους θεάματος: με άλλα λόγια με όρους μιας άμεσα καταναλώσιμης οπτικο-ακουστικής εμπειρίας, η οποία προσλαμβάνεται αισθητηριακά και χωρίς ενεργητική αναλυτική και συνθετική εργασία εκ μέρους αυτών που την υποδέχονται. Η κοινωνική πραγματικότητα είναι αναλυτική-συνθετική κατασκευή του νου στη διάδρασή του με τις σχέσεις που συγκροτούν τη σφαίρα της κοινωνίας· η επικαιρότητα αισθητηριακό προϊόν προς άμεση κατανάλωση (και σύντομα, λήθη). Κανένα λογοτεχνικό έργο άξιο λόγου δεν συγχέει την πρώτη με τη δεύτερη. Και βεβαίως, αν υπάρχει καθήκον της λογοτεχνίας να ανταποκριθεί στην κοινωνική πραγματικότητα, το καθήκον αυτό δε μεταφράζεται σε κάποια υποχρέωσή της να ανταποκριθεί στην επικαιρότητα ως θέαμα.
  • 1.2. Η διαφορά ανάμεσα στην κοινωνική πραγματικότητα και την επικαιρότητα συναρτάται με τη διαφορά ανάμεσα σε δύο είδη «ευαισθησίας» τα οποία διαφέρουν μεταξύ τους όσο ουσιωδώς διαφέρουν και οι δύο συναρτώμενες έννοιες: η ευαισθησία απέναντι στην επικαιρότητα, επειδή η επικαιρότητα παρουσιάζεται με όρους αισθητηριακής αμεσότητας, είναι ουσιαστικά συνώνυμη του ευσυγκίνητου χαρακτήρα. Στον βαθμό που η λογοτεχνία ανταποκρίνεται στην επικαιρότητα, είναι ευσυγκίνητη λογοτεχνία—λογοτεχνία που αφήνεται να επηρεαστεί θυμικά από το επίκαιρο. Αλλά η ευσυγκίνητη λογοτεχνία δεν είναι καθόλου ταυτόσημη με τη λογοτεχνία που μπορεί να συγκινήσει. Ισχύει εδώ ό,τι ανέλυσε ο Φρόιντ για το παράδοξο των ιδιαίτερα ζωηρών ονείρων: συγκινούν αυτόν που τα είδε και όχι αυτούς με τους οποίους θέλει να τα μοιραστεί. Η λογοτεχνική ευαισθησία απέναντι στην κοινωνική πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετικού είδους: δεν είναι η ευαισθησία του ευσυγκίνητου υποκειμένου, αυτού που ανταποκρίνεται στην επικαιρότητα που το περιβάλλει ως «τραγική», «συνταρακτική», και ούτω κάθε εξής, αλλά η ευαισθησία ενός οργάνου όπως ο σεισμογράφος. Ανταποκρίνεται με τρόπο πολλές φορές ουδέτερο σε ερεθίσματα που χωρίς ένα τόσο ευαίσθητο όργανο δε θα μπορούσαν να καταγραφούν. Η σεισμογραφική λειτουργία της λογοτεχνίας ως προς τους κραδασμούς της κοινωνικής πραγματικότητας δεν είναι πρωτίστως θυμικό αλλά πρωτίστως γνωσιακό ζήτημα. Η καλή λογοτεχνία γνωρίζει την πραγματικότητα με τρόπο διερευνητικό —κάποτε εικονοκλαστικά πειραματικό— και ενεργητικό· δεν αφήνεται απλώς παθητικά να «συγκινηθεί» από τη σφαίρα της δημοσιότητας. Γι’ αυτό και οι συγκινήσεις που προσφέρει δεν είναι φθηνές και δεν έρχονται εύκολα: δεν είναι απλές ανακλαστικές αντιδράσεις σε κάτι έντονο ή φανταχτερό.
  • 1.3. Ο πάντοτε διαμεσολαβημένος χαρακτήρας της κοινωνικής πραγματικότητας (το ότι αποτελεί ένα σύνολο σχέσεων) δεν εξαντλείται καν στην «εθνική» κλίμακα. Η παγκοσμιοποίηση είναι πραγματικότητα όχι μόνο σε επίπεδο οικονομικών, πολιτισμικών και πληθυσμιακών ροών, εξαρτήσεων και αλληλεπιδράσεων, αλλά συνακόλουθα και σε επίπεδο επεξεργασίας των διαστάσεων και υπονοημάτων του άμεσου περιβάλλοντος των συγγραφέων. Είτε μας αρέσει είτε όχι, αν και το φυσικό μας σώμα βρίσκεται σε έναν τόπο κάθε στιγμή, οι «τόποι» στους οποίους κινούμαστε και δρούμε βρίσκονται σε διαρκή διάδραση με άλλους φυσικούς τόπους, μακριά από την αισθητηριακή μας εποπτεία, αλλά και με «εικονικούς» τόπους όπως η σφαίρα του διαδικτύου, των ροών πληροφορίας, των επιμέρους ατομικών και συλλογικών φαντασιακών δομών που δημιουργούνται ή ενισχύονται από τη διάδραση και διεμπλοκή τόπων. Η σύλληψη της κοινωνικής πραγματικότητας ως απλώς «εθνικής πραγματικότητας» είναι πια, εδώ και αρκετές δεκαετίες (και όπως έδειξε ο Fredric Jameson, ήδη από την εποχή της ανάδυσης του ιμπεριαλισμού στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα), αναπόφευκτα ψευδής: αποκλείει ή αποσιωπά τον βαθμό εξάρτησης και καθορισμού αυτής της πραγματικότητας από δομές, θεσμούς και δραστηριότητες πέρα από τα εθνικά σύνορα και πέρα από τον φυσικό, γεωγραφικό τόπο. Στην εποχή της Ανθρωποκαίνου και της δραματικής κλιματικής και περιβαλλοντικής αλλαγής που διανύουμε από τη δεκαετία του 1950, τα πράγματα έχουν περιπλεχθεί ακόμη περισσότερο, καθώς το περιβάλλον (η θάλασσα, ο αέρας, η πανίδα και χλωρίδα) δεν είναι κάτι «εθνικά» ή «κρατικά» διαιρέσιμο. Η ταυτόχρονη ύπαρξη εθνικών-κρατικών και διεθνών-παγκόσμιων διαστάσεων στη διαμόρφωση κάθε κοινωνικής πραγματικότητας, σε κάθε χώρα αποτελεί συστατικό της φύσης της και συνεπώς και της φύσης των καθηκόντων της λογοτεχνίας απέναντί της—καθηκόντων που κατά συνέπεια είναι σήμερα πιο σύνθετα και απαιτητικά από ποτέ.
  • 2.Με δεδομένες τις πιο πάνω παρατηρήσεις, γίνεται σαφές ότι το ζήτημα των συγγραφικών καθηκόντων δεν μπορεί να τεθεί ως απλό θέμα υποκειμενικής βούλησης: δεν είναι ζήτημα δηλαδή του αν «μιλούμε» ή «σωπαίνουμε» για την κοινωνική πραγματικότητα αλλά πολύ πιο θεμελιακά το τι ορίζουμε στη συγγραφική μας πρακτική ως τέτοια. Εξ ορισμού, η λογοτεχνία μιλά. Ωστόσο, χωρίς νοητική επεξεργασία των ζητημάτων που αναφέρονται πιο πάνω, η ομιλία αυτή είναι δύσκολο να διαχωριστεί από την απλή φλυαρία, από μια «λόγια» εκδοχή του τετριμμένου λόγου της καθημερινότητας. Μια λογοτεχνία που δεν δαπανά κόπο και ενέργεια για να διασαφηνίσει τις διαστάσεις και τις επιπλοκές που παρουσιάζει το πρόβλημα της σύλληψης της κοινωνικής πραγματικότητας στις σημερινές συνθήκες αποτελεί απλώς μια ακόμη διάσταση της σφαίρας της δημοσιότητας: μια τέτοια λογοτεχνία μιλά, αλλά δε γνωρίζει ακριβώς για ποιο πράγμα μιλά· σωπαίνει, αλλά δεν έχει καν αντίληψη του για ποιο πράγμα επιλέγει να σωπάσει.
  • 3.Στις περισσότερες κοινωνίες του πλανήτη, η «κοινωνική πραγματικότητα» έχει όνομα. Το όνομά της είναι καπιταλισμός. Ως το πιο δομικά σύνθετο και γεωγραφικά εκτεταμένο σύστημα παραγωγής που γνώρισε η ανθρωπότητα, ο καπιταλισμός παρουσιάζει μια σειρά αντιφάσεων, εκ των οποίων η σημαντικότερη ίσως για τη λογοτεχνία είναι ότι είναι βέβαια ένα σύστημα, δηλαδή ένα δομημένο και διαρθρωμένο όλον, αλλά δεν προσλαμβάνεται έτσι φαινομενολογικά. Εμπειρικά, βιωματικά, ψυχικά, εκδηλώνεται ως μια σειρά από κατακερματισμούς και κατατμήσεις: ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις, ασφαλώς, αλλά επίσης ανάμεσα στην έννοια του «ατομικού» και αυτή του «συλλογικού», ανάμεσα σε αυτή του «ιδιωτικού» και αυτή του «δημόσιου», ανάμεσα σε «αναπτυγμένες» και «αναπτυσσόμενες» κοινωνίες, σε πόλη και επαρχία εντός του εκάστοτε κράτους, ανάμεσα στη σφαίρα της πολιτικής και των πολιτικών θεσμών και αυτή της κοινωνίας και των οικονομικών σχέσεων, ανάμεσα σε «ιδέες», «ιδεώδη», «ιδανικά» και σε υλικές συνθήκες και πραγματικότητες. Οι συγγραφείς δεν έχουν επιλογή, όταν επιχειρούν να ανταποκριθούν στην «κοινωνική πραγματικότητα», απ’ το να βρεθούν αντιμέτωποι με μια σειρά διαιρέσεων, αντιφάσεων και αντινομιών—μια «σπασμένη εικόνα», η οποία ταυτόχρονα είναι το παράγωγο ενός ενιαίου και διαρθρωμένου (σε παγκόσμια μάλιστα κλίμακα) συστήματος. Το να αναμετρηθεί κανείς με μια αντίφαση (ή με μια σειρά αντιφάσεων) χωρίς είτε να την ισοπεδώσει σε κάτι ψευδώς απλό είτε να αφεθεί να διολισθήσει στην ασυναρτησία, στον χυδαίο εκλεκτικισμό ή στο ποτ-πουρί λίγο-πολύ τυχαίων συμπιλημάτων είναι βέβαια κάτι εξαιρετικά δύσκολο.
  • Το ζήτημα, πάντοτε—και σήμερα περισσότερο από ποτέ—δεν είναι απλώς η επιλογή ανάμεσα στο να μιλάς και να σωπαίνεις. Το ζήτημα είναι το να έχεις κάτι να πεις όταν αυτό το κάτι δεν αρκεί να είναι απλώς η προσωπική σου «γνώμη» ή απλώς η αποτύπωση των προσωπικών σου ιδιοσυγκρασιών, ενδιαφερόντων ή παθών. Με αυτή την πρόκληση αναμετριέται κάθε συγγραφέας που παίρνει σοβαρά το ερώτημα της σχέσης λογοτεχνίας και κοινωνικής πραγματικότητας.