Στο σημαντικό ερώτημα το οποίο θέτει το «Γραφείον ποιήσεως», για τη σχέση τού σύγχρονου λογοτέχνη με τη γύρω του κοινωνική πραγματικότητα, δύναται κανείς να απαντήσει με υποκειμενικούς όρους μίας τετελεσμένης αντικειμενικότητας. Η βιωμένη εμπειρία, με άλλα λόγια, είναι ο οδηγός προκειμένου να διαμορφώσουμε θέση για τον ρόλο και το σημείο αφετηρίας (επομένως και τα όρια αυτής) τού πνευματικού δημιουργού στις συνθήκες τής καθημερινής συλλογικής αναπαραγωγής. Η δική μου άποψη στηρίζεται και αναπτύσσεται σε δύο επάλληλα δεδομένα. Από τη μία πλευρά, οφείλουμε να διακρίνουμε την έκφραση από την ποιητική ή/και πεζογραφική τέχνη. Η πρώτη (βλ. έκφραση) είναι η στιγμιαία αποτύπωση μίας προσωπικής ερμηνείας των διαδραματιζόμενων γεγονότων (είτε διατηρώντας την ψευδαίσθηση ότι τα εν λόγω γεγονότα μας αφορούν άμεσα, είτε διατηρώντας την συνειδησιακή ταυτότητα του μέρους που πράγματι αφορά (και) εμάς). Από την άλλη πλευρά, η τέχνη τού λόγου απαιτεί αντικειμενικοποιημένη απόσταση. Οφείλει ο δημιουργός, όχι μόνο να γνωρίσει εαυτόν στα όρια και τα πλαίσια του συγκεκριμένου ρόλου, αλλά και να αναγνώσει την προσωπική του οπτική μέσα σε ένα πλέγμα ολικών αντιθέσεων και αντιγνωμιών. Προκειμένου να διαμορφωθεί η πρότερη μορφή αυθεντικότητας (βλ. έκφραση) σε τέχνη και να μορφοποιηθεί σε ποιητικό ή/και πεζογραφικό λόγο, είναι απαραίτητο ο δημιουργός να ακυρώσει τη συμβατική ερμηνεία τής κοινωνικής πραγματικότητας μέσα από την καθημερινή εξωτερική θέαση των πραγμάτων και να μεταμορφώσει τη σκέψη του σε στέρεη βάση μίας αντι-πρότασης με όρους λόγου και ηθικής διάστασης καλείται, επομένως, να κατασκευάσει ένα νέο περιβάλλον γλωσσικής και νοηματικής σχέσης. Σε αυτό το σημείο ορίζεται η τομή ανάμεσα στον καθημερινό τύπο ανθρώπου που εκφράζει εμπειρίες, εικόνες και συναισθήματα και τον ποιητή/πεζογράφο που δεν εκφράζεται απλώς, αλλά μετατρέπει την αισθητική τού λόγου σε δομική κατασκευή μίας νέας οργανικής απάντησης στις αιτιάσεις του εκάστοτε παρόντος χρόνου.
Στη δική μου αντίληψη ο πνευματικός δημιουργός οφείλει να είναι στρατευμένος δημιουργός, όχι με ιδεολογικές και πολιτικές αναφορές, αλλά με γνώμονα την παρέμβαση στον δημόσιο λόγο με όρους κατασκευής και ανακατεύθυνσης. Με άλλα λόγια, ο καλλιτέχνης (με τη γενική έννοια του όρου) καλείται να διαμορφώσει τους όρους μέσα από τους οποίους η συλλογική ταυτότητα θα εξατομικευθεί και θα αναγνώσει απαντήσεις στα αιτήματα που η κοινωνική διεργασία αναπαράγει διαρκώς και αδιαλείπτως. Οφείλει, για να σκιαγραφήσει τις ενδεχόμενες απαντήσεις, πρώτα να αναζητήσει και να εμβαθύνει στις αιτίες ενός γεγονότος. Απομονωμένος από τις εύκολες και επιφανειακές αναγνώσεις τής πραγματικότητας, καλείται να εμβαθύνει στους παράγοντες μέσα από τους οποίους επενεργεί η ανθρώπινη φύση. Για τον λόγο αυτόν είναι σημαντικό, όσο απλοϊκά δοσμένο κι αν εμφανίζεται ένα γεγονός, να το διερευνά από φιλοσοφική, φιλολογική, ιστορική, ψυχαναλυτική, κοινωνιολογική κτλ θέση με σκοπό να σχηματίσει άποψη. Την τελευταία θα την κοινοποιήσει μέσα από τα έργα του. Απαγορεύεται αυστηρά οποιαδήποτε εκδήλωση θέσης πέραν τού προκαθορισμένου πεδίου που το έργο θέτει στον εαυτό του.
Σε μία εποχή κατά την οποία έχει εκλείψει ολοκληρωτικά το στοιχείο τής αξιολογικής οπτικής θέασης των πραγμάτων σε μία εποχή κατά την οποία ο δημοσιογραφίσκος τής τηλεόρασης έχει αντικαταστήσει τον δάσκαλο και τον ερευνητή επιστήμονα σε μία εποχή στην οποία έχουν καταργηθεί τα όρια ανάμεσα στην ερασιτεχνική έκφραση και την επαγγελματική τέχνη, είναι αναγκαιότητα να επαναπροσδιορίσουμε τη θέση των πνευματικών δημιουργών δίχως τεχνητές αναλογίες και αντι-επιστημονικά φκιασίδια. Για να εξετάσουμε την προοπτική διάγνωσης τής κοινωνικής κατάστασης πραγμάτων, είναι πρώτιστη υποχρέωση να διερευνήσουμε προοδευτικά τη συσσωρευμένη γνώση, να την απομαγεύσουμε από τις επίπλαστες και καταναλωτικά μαζικοποιημένες «αλήθειες» και να θέσουμε την ευθύνη τού δημιουργού έναντι του έργου και της συνείδησης στο πεδίο βολής τής πραγματικής αντοχής των εξελίξεων.
Στα πλαίσια αυτά, ο ποιητής/πεζογράφος πρέπει να προσδώσει μορφή στον λόγο των γεγονότων ως σύνολο αποτελεσμάτων και να αντικαταστήσει την εξωτερική περιγραφή των γεγονότων, ως μία πρώτη αλλά εξαιρετικά ανώριμη, διαδικασία ανατομίας των κοινωνικών (συλλογικών και ατομικών) αιτιακών σχέσεων που διέπουν τις ανθρώπινες σχέσεις στο υπόβαθρο της ύλης και της φύσης, με την εσωτερική ανατομία των πρώτων ενεργειών (προτού αυτές αποκτήσουν εξωτερική δομή). Εκείνο το οποίο οφείλει να μας απασχολεί και πρέπει να επιχειρήσουμε όπως το θέσουμε επί τάπητος είναι το πρόβλημα της εσωτερικής ανάλυσης των λεπτομερειών μίας ενέργειας έως ότου καταλήξει σε εξωτερική πράξη. Εξηγώ: Όταν ο ποιητής/πεζογράφος επιχειρεί να καταγράψει το αποτέλεσμα ενός γεγονότος, θα εξετάσει τις συνθήκες κάτω από τις οποίες συντελέστηκε το τελευταίο σχεδόν επιφανειακά. Τα δρώντα πρόσωπα λειτουργούν, σε αυτήν την περίπτωση, ως συνδετικοί κύκλοι μίας τετελεσμένης αναφοράς. Υποστηρίζω, λοιπόν, ότι για να φτάσουμε στο σημείο να επεξεργαστούμε τα αποτελέσματα μίας πράξης, οφείλουμε να εξετάσουμε, βήμα το βήμα, τις συνθετικές αιτίες που οδήγησαν στην τέλεση αυτής. Για να υλοποιηθεί αυτή η επεξεργασία, οφείλουμε εκ των προτέρων να εμβαθύνουμε στις κοινωνικές, οικονομικές, πολιτικές, πολιτιστικές συνθήκες μέσα από την οποίες συγκροτείται το πρόσωπο και, κατ’ επέκταση, η δράση. Επομένως, είναι υποχρέωση του πνευματικού δημιουργού να απαντήσει στα ερωτήματα που η ενέργεια θέτει, πριν καν προκύψει η πράξη και το αποτέλεσμα αυτής. Εάν, για παράδειγμα, θέλουμε να περιγράψουμε τη δολοφονία μίας γυναίκας από το σύζυγο ή τον σύντροφό της, θα ήταν εντός των πλαισίων τού ρεαλισμού εάν επενδύαμε σε ένα διάλογο έντασης και εκφραστικής κορύφωσης περιγράφοντας σταδιακά και ψυχογραφικά την πράξη τής δολοφονίας.
Στο πλαίσιο αυτονομίας του λογοτεχνικού επαγγελματισμού ρόλων και ιεραρχικών δομήσεων μίας ταυτότητας απομονωμένης από την αλλοτρίωση της καθημερινής σύμβασης συναλλαγών και μεταβολών, ο λογοτέχνης, ως δρών υποκείμενο μίας υποκειμενικής ερμηνείας οπτικών μορφοποιήσεων του χρόνου συμβάντων και γεγονότων, μετακινείται αποφασιστικά μέσα στα συντεταγμένα όρια τα οποία αυτο-ρυθμίζονται υπό την ανάγκη σχηματοποίησης του λόγου, ως εντεταλμένης εργασίας με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, οικοδομώντας μία συνολική ταυτότητα κοινωνικής παρουσίας με αυστηρή προσέγγιση ως προς την αποδοχή των όρων αναπαραγωγής τόσο του ιδίου (ως ρόλου) όσο και της επαγγελματικής τάξης των λογοτεχνών εν συνόλω. Με αυτό το δεδομένο, της αναγκαιότητας καθορισμού ευδιακρίτως των αναλογιών μέσα στις οποίες ο λογοτέχνης θα φιλοτεχνήσει την υποκειμενική του δράση, ο «λόγος», όχι ως έκφραση αλλά ως δομικό συνθετικό στοιχείο του κοινωνικού στρώματος των επαγγελματιών της τέχνης, αυτο-προσδιορίζεται από τις παραδεδεγμένες αλήθειες ενός νοητού αλληλοπροσδιορισμού προτεραιοτήτων. Με άλλα λόγια, ο εξ επαγγέλματος λογοτέχνης (δεν αφορά το πρώτο συνθετικό του κοινωνικού ρόλου την αναζήτηση οικονομικής ανταμοιβής για την παρουσία του στα εκδοτικά πράγματα, αλλά μία αυστηρή προσέγγιση ως αυτόνομης αναγωγής της λογοτεχνίας όχι στο πεδίο ελεύθερης έκφρασης αλλά σε αυτό της συντεταγμένης παρέμβασης στον δημόσιο λόγο έχοντας ως γνώμονα την καταγραφή οριοθετημένης αντίληψης της παρουσίας του ως πολιτιστικό φορέα στα συλλογικά πρότυπα) κινείται και ισορροπεί ανάμεσα στο τρίπτυχο αντικειμενικότητα συνθηκών, υποκειμενικότητα ερμηνειών και υιοθέτησης στάσης ζωής ως πυξίδα παρέμβασης στον δημόσιο χώρο.
Σε αυτό το σημείο είναι καίριας σημασίας ζήτημα η αναγνώριση της αντικειμενικότητας στην λογοτεχνίας τής έκφρασης μέσα από την οποία το δρών υποκείμενο οφείλει να διαπιστώσει και παράλληλα να διατυπώσει τις αποστάσεις που χωρίζουν την αποδοχή του ρόλου από τον αξιακό παράγοντα θεσμοθέτησης αυτού, που δεν είναι άλλος από την αντιστοιχία βιωμένης εμπειρίας και αποστεωμένης καταγραφής τού υλικού αυτής, καταρτισμένο στην κορύφωση συγκεκριμένων θεάσεων του ιδίου αυτού γεγονότος. Ο εξ επαγγέλματος ποιητής μεταχειρίζεται τον λόγο μέσα από τις εικόνες. Οι τελευταίες συνθέτουν το έδαφος πάνω στο οποίο ο λόγος μετασχηματίζεται σε δομημένη έκφραση μίας συνεχούς εναλλαγής σκηνικών του ενός και μοναδικού συμβάντος προτού αυτό επεκταθεί αναλυτικά στο σύνολο των στίχων. Προφανώς, αυτού του είδους η μονομέρεια στην ανάγνωση του εν λόγω στοιχείου ισοδυναμεί με την πρώτη πρόσληψη του έργου, αρχής γεννωμένης από τον τίτλο αυτού. Ειδικότερα, στον τίτλο του εκάστοτε ποιήματος εντοπίζεται η υποκειμενική θεώρηση της ποιητικής πραγματικότητας και όχι στο κυρίως σώμα που αναπτύσσεται από κει και πέρα. Αυτού του είδους η ανάγνωση δεν ακυρώνει ούτε υπονομεύει την υποκείμενη οργάνωση του λόγου σε εικόνες. Αντίθετα, είναι η πρώτη εικόνα αποτυπωμένη στον τίτλο (ακόμα και στην περίπτωση των άτιτλων έργων το κενό οριοθετεί την ατομικότητα του δημιουργού ως φέρουσα το βάρος συνείδησης αυτού) η οποία νομιμοποιεί την διακριτή περιφρούρηση του ποιητού μέσα από την διαδικασία έκφρασης εξαιρετικά αυτονομημένης σε διακριτά πεδία νοηματοδότησης πέραν του ουσιαστικού περιεχομένου του ποιήματος. Επομένως, η υποκειμενικότητα του τίτλου σε ένα έργο ποιητικής αναφοράς συμπυκνώνει αλλά και εξαντλεί την υπαρκτή παρέμβαση του δημιουργού με αποκλειστική αρμοδιότητα ερμηνείας άνευ περιορισμών. Είναι το πρώτο και το τελευταίο σημείο υποκειμενικότητας.
Με την εξαίρεση του τίτλου, η στιχοποιία των εικόνων μετουσιωμένων σε λόγο εναλλαγών και επαναληπτικών απολήξεων μίας συγκαταβατικής αναίρεσης του εκπεφρασμένου σκοπού του δημιουργού (ο ποιητής δεν εκκινά την διαδικασία σύνταξης ποιήματος με το τελευταίο ως αυτοσκοπό επιβίωσης στα γράμματα αλλά ως επιβεβαίωση της εθελούσιας παρουσίας του στον κόσμο των τεχνών, διατηρώντας αναλλοίωτη την ατομική προσέγγιση της πραγματικότητας) μετατρέπεται σε αναμέτρηση με την αντικειμενική αναφορά ανάλυσης που ακολουθεί ως επιδιωκόμενη συστοιχία τίτλου-περιεχομένου. Πράγματι, το ποίημα δεν είναι σε θέση να αποτυπώσει την περιρρέουσα ατμόσφαιρα την οποία βιώνει ο ποιητής παρά μονάχα τεκμηριώνει την αφαίρεση αυτής στην θελκτική αποδοχή του δημόσιου λόγου. Επεξηγηματικά, η υιοθέτηση εκ μέρους τού δημιουργού μίας ρεαλιστικής ανάγνωσης της συλλογικής ηθικής του λόγου μέσα από τα πρότυπα και τους κανόνες που διέπουν τις ανθρώπινες σχέσεις, στο πλέον ταπεινό παράδειγμα αυτών των ερωτικών σχέσεων, δεν καταλογίζεται στον ποιητικό λόγο με τη ρέουσα δομή μίας πραγματικής, εν τω γίγνεσθαι, πρακτικής εφαρμογής. Αντίθετα, ως απομακρυσμένη και εν πολλοίς κριτικά προσεγμένης μεταφοράς στα όμματα των υποψήφιων αναγνωστών, προκειμένου ο δημόσιος λόγος εκπεφρασμένος μέσα από την στιγμιαία καταγραφή μίας νέου τύπου ατομικής ηθικής (η πράξη στην ιδιωτική της μορφή υπό οποιαδήποτε ενημέρωση και αποκωδικοποίηση δεν παύει να επενεργεί επί της δημόσιας εικόνας τού δρώντος υποκειμένου) να μετατραπεί σε άξονα υποκειμενικής ερμηνείας, ο ποιητικός λόγος αποβάλει οριστικά από το πεδίο αναφοράς του οτιδήποτε κρίνεται ως ανεπαρκές στην αποτύπωση της ατομικότητας προς όφελος της αντικειμενικότητας. Όσον αφορά την τελευταία δεν τίθεται ζήτημα αναγνώρισης των ορίων της καθώς, επί της ουσίας, δεν υφίσταται παρά μόνο ως νοητή κατηγορία στις οδηγίες τις οποίες θεσπίζεται και θεμελιώνεται ο κύκλος εργασιών μίας συλλογικής κατανομής ρόλων και κοινωνικών πεπραγμένων με διάρκεια στο χρόνο. Η χρήση τής έννοιας «αντικειμενικότητα» στον ποιητικό λόγο ισοδυναμεί με την υποκειμενική μεταφορά ενός πολλαπλάσιου στίγματος του εξωτερικού περιβάλλοντος σε χρόνο ενεστώτα. Δηλαδή, το δρών υποκείμενο και το σύνολο των εικόνων που εμπεριέχονται στους στίχους ενός ποιήματος καθρεφτίζονται στην αναλογία μίας εξωτερικής σύμβασης προκειμένου ο λόγος να αναγνωριστεί στην ποιητική του μορφή από τρίτα πρόσωπα. Για το λόγο αυτό ο δημιουργός, τόσο στην πεζογραφία όσο και στην ποίηση, παραμένει αποκλειστικά αρμόδιος να ορίσει και να αποτυπώσει τη μία και μοναδική ερμηνεία του εκάστοτε έργου. Είναι τραγικά άστοχη και στο τέλος της διαδρομής επικίνδυνη η αντίληψη και η αφηρημένη δύναμη η οποία μετακυλίεται στον αναγνώστη (αθέατος και ανώνυμος) ως αποκλειστικά υπεύθυνο για νέες νοηματοδοτήσεις του ιδίου έργου, το οποίο εξακολουθεί να διέπεται από συγκεκριμένους κανόνες πρόσληψης και συγγραφής.
Είμαστε στην κορύφωση της άρνησης τόσο του υποκειμενικού λεξιλογίου μίας άνομης και άναρχης μετάφρασης των εξωτερικών συστατικών της προσλαμβανομένης ποιητικής όσο και της αντικειμενικής κριτικής προσέγγισης και παραδοχής αδυναμίας του ποιητού όπως καθορίσει το περιεχόμενο της ίδιας αυτής ποιητικής ονοματολογίας. Με άλλα λόγια, ούτε αντικειμενικότητα ούτε υποκειμενικότητα όρων και δεδομένων συμβάλλουν στην σχηματοποίηση της λογοτεχνίας της έκφρασης. Επρόκειτο για την στιγμιαία αντανάκλαση της πράξης, αυτονομημένη καθώς λογίζεται στην στρατευμένη τέχνη, στα συγκολλητικά υλικά της ταυτόχρονης παρουσίας μίας παροδικής θεώρησης των πραγμάτων δίχως την αντοχή διαρκούς αναπαραγωγής του ποιητικού λόγου στο δημόσιο χώρο. Η εξωτερική πραγματικότητα τεκμαίρεται την ευθυγράμμιση του χρονικού διαστήματος ανάμεσα στην παρέμβαση του δημιουργού μέχρι την εσωτερίκευση του χωρικού πλέγματος ιδιαιτεροτήτων μέσα από τα οποία η λογοτεχνία της έκφρασης κερδίζει την αναγνώριση την οποία οφείλει στην αυτονομία του ρόλου της. Η στιγμή της βιωμένης εμπειρίας, όπως καταγράφεται σε στίχους και φόρμες τεχνικής κατασκευής, μετουσιώνεται σε χωρική και χρονική αποβολή της αιτίας ύπαρξης του ποιήματος αυτούσιου και ενεργούντος στην όψη της ρηματικής ενεργοποίησης των εικόνων. Μόνο σε αυτή την περίπτωση η εικόνα (εν συνόλω) ή οι εικόνες (ανά στίχο) του ποιήματος αποκτούν υλικότητα κι επομένως δύναται το έργο να καταστεί προσβάσιμο στην ταύτισή του με τον δημιουργό, όταν η ενέργεια των εικόνων αντανακλάται σε ρηματικές απογραφές της σκοπιμότητας του έργου. Σε κάθε άλλη περίπτωση ο δημιουργός παραμένει ξένος ως προς το πνευματικό του δημιούργημα διότι αδυνατεί να μεταμορφώσει την παρουσία του εντός αυτού μεταδίδοντας την ροή του σε χρόνο πέραν του ενεστώτα, διαρκώς εκτεινόμενο σε κατευθύνσεις αυτοπροβολής. Ούτε η έννοια της αντικειμενικότητας ούτε αυτή της υποκειμενικότητας οφείλει να συναπαντάται στην λογοτεχνία της έκφρασης και δη την στρατευμένη τέχνη. Μονάχα η στιγμιαία δομή μίας εκπεφρασμένης εμπειρίας, σε ρυθμό ενεργητικής παρέμβασης στον δημόσιο λόγο, αντέχει στον χρόνο των εναλλαγών υποθηκεύοντας, από τη μία πλευρά, την ατομικότητα της πράξης στην αποθέωση, από την άλλη πλευρά, της συλλογικότητας του ρόλου ως εξ επαγγέλματος λογοτέχνη.
Επομένως, η απάντηση στο ερώτημα της σχέσης λογοτεχνίας και πραγματικότητας έγκειται αφενός στην αναζήτηση και αφετέρου στην λεπτομερή απόδοση των αιτιών ενός συνόλου πράξεων και αποτελεσμάτων. Το αφηγηματικό και επεξηγηματικό στοιχείο στον κορμό ανάπτυξης της πλοκής δεν συγχέονται. Στην πεζογραφία, κάθε παράγραφος οφείλει να είναι ξεκάθαρη ως προς το είδος που εκπροσωπεί. Στην περίπτωση του αφηγηματικού λόγου, η γραφή είναι αφαιρετική και λειτουργεί ως αισθητική έκφραση και ξεδίπλωμα της καλλιτεχνικής υφής τού κειμένου. Δεν υπεισέρχονται κομμάτια εικονοποιίας και περιγραφικών αναλύσεων. Ο ήρωας οφείλει να επεξεργάζεται τον χώρο, τον χρόνο και την κατάσταση στην οποία βρίσκεται με τρόπο άμεσο μεν, όχι δεικτικό δε. Αντίθετα, σε διακριτή παράγραφο εντάσσεται το κομμάτι των λεπτομερών περιγραφών. Σε αυτήν την περίπτωση είτε μέσω διαλόγου, είτε με τη μορφή εσωτερικού μονολόγου, είτε περιγραφής εξωτερικού παρατηρητή, ο συγγραφέας προβάλει τη μορφή των εικόνων που συναποτελούν το μέγεθος του χώρου και του χρόνου που προηγήθηκαν ως γέφυρες στις παραγράφους αφήγησης. Γι’ αυτό πάντοτε είναι αναγκαίο να εκκινά το διήγημα ή το μυθιστόρημα με παράγραφος ή παραγράφους εκτενής αφήγησης. Μολονότι δίνονται και σε αυτήν εικόνες, αυτές είναι αφαιρετικές και δεν επεξηγούν μία κατάσταση πραγμάτων, ούτε μία δέσμη αναγκαιοτήτων. Από την άλλη πλευρά, στην αρχιτεκτονική δομή τού λόγου στα πλαίσια των περιγραφών, οι εικόνες τις οποίες εξετάζει ενδελεχώς ο ήρωας, καθαρά από βιωματική εμπειρική γνώση σε χρόνο ενεστώτα (επομένως ο ίδιος γίνεται αντικείμενο και υποκείμενο ταυτόχρονα της ενέργειας), είναι εικόνες ολοζώντανες, εικόνες στις οποίες δύναται κανείς να αντικρύσει τον εαυτό του τη στιγμή κατά την οποία συμβαίνουν. Για τον λόγο αυτόν, απαγορεύονται αυστηρά μεταφυσικές ή μυθολογικές αναφορές, σχήματα λόγου που επενδύουν στη συναισθηματική ταύτιση του αναγνώστη, υπονομεύοντας τον παράγοντα της/των αιτίας/αιτιών μίας ενέργειας. Για τους συγγραφείς τού «δομημένου» ρεαλισμού, για όλα τα μέλη τού Φιλολογικού Ομίλου Θεσσαλονίκης, η κοινωνική κατασκευή μίας πράξης έχει απόλυτη αξία από την συναισθηματική έκφραση αυτής. Για να αποφύγουμε παρεξηγήσεις: Δεν υπονοείται ότι καταργείται το συναίσθημα. Εκείνο το οποίο μας ενδιαφέρει είναι το συναίσθημα να αποκτήσει τη σχέση εικόνας-μορφής μέσα από την προετοιμασία της αντικειμενικής καταγραφής, και όχι απλώς της περιγραφικής έκφρασης. Με άλλα λόγια, είτε στην αφήγηση είτε στην περιγραφή ενυπάρχει το συναίσθημα καθόλη τη διάρκεια επέκτασης του λόγου. Εκείνο το οποίο αρνούμαστε κατηγορηματικά είναι η απόπειρα καθενός/καθεμιάς συγγραφέα να επενδύσει στη ρομαντική υφή τού συναισθήματος, καταλήγοντας στην υπερβολή και τη μεγέθυνση καταστάσεων μηδαμινής σημασίας και αξίας. Μέσα από τις περιγραφές και τις αφηγήσεις ο συγγραφέας ξεδιπλώνει τις συναισθηματικές συντεταγμένες, οι οποίες ωστόσο παραμένουν δέσμιες των εικόνων στις οποίες αντιστοιχούν και μεταδίδονται με τρόπο στρατευμένο ως προς την τελική θεματική στόχευση.
Τέλος, ο ψυχαναλυτικός παράγοντας επενεργεί επί τής ύλης τού έργου συνολικά. Ο συγγραφέας, στον χώρο τής πεζογραφίας, επιβάλλεται να διερευνά τα ζητήματα ψυχοσύνθεσης και κοινωνικής ενσωμάτωσης μέσα από την εσωτερικευμένη διαδικασία αναλογίας των συστατικών μερών τού δρώντος υποκειμένου. Ο ήρωας ή οι ήρωές του είναι πάντοτε πεδία αναφοράς για την ψυχαναλυτική ανάδειξη των εξωτερικών συλλογικών γνωρισμάτων. Στο πρόσωπό του αντικρίζει κανείς τις ιδεολογικές αφετηρίες τής κυρίαρχης ηθικής και τής συλλογικής ταυτότητας. Επομένως, ο πρωταγωνιστής δεν δύναται να αντιμετωπίζεται σε απόσταση από τον συγγραφέα. Λειτουργεί ως προέκταση των ερευνητικών του προεργασιών και καταλήγει, εντός του γραπτού λόγου, στη μορφοποίηση των κοινωνικών αναδιατάξεων, όπως αυτές ορίζονται από την θεματική πρόθεση. Είναι μετρημένες στα δάκτυλα του ενός χεριού οι δυνατότητες επέκτασης των ατομικών ορίων τού ήρωα στις εξωτερικές/αντικειμενικές διεργασίες. Με άλλα λόγια, ο πρωταγωνιστής, όπως καθοδηγείται από τον συγγραφέα, δεν παρεμβαίνει στον δημόσιο λόγο για να ανατρέψει μία κατάσταση πραγμάτων στη φαντασιακή θέσμιση δυνατοτήτων, αλλά, αντίθετα, παρεμβαίνει για να ενημερώσει τον αναγνώστη για τα πορίσματα των ερευνών που τον οδήγησαν στο συνθετικό συμπέρασμα αιτιακών σχέσεων, όπως αυτό αντανακλάται στις θεματικές ενότητες του εκάστοτε έργου. Επομένως, ο ψυχαναλυτικός παράγοντας είναι εργαλείο απομάγευσης πρώτα και κύρια της συνείδησης του συγγραφέα, προτού τη μεταφέρει στις ενέργειες του πρωταγωνιστή εντός τού κειμένου. Η ψυχαναλυτική επιστήμη μεσολαβεί ώστε να μεταφράσει τα συναισθήματα και τις μορφικές εκδηλώσεις αυτών με τρόπο τεκμηριωμένο και όχι απλώς ως αίσθηση. Επιθυμούμε να ακυρώσουμε στην πράξη κάθε μορφή αφηρημένης πρόσληψης της λογοτεχνίας και να τη θέσουμε στο βάθρο της επιστημονικής τεκμηρίωσης, ώστε ο πεζογραφικός ή ποιητικός λόγος να μετασχηματιστεί σε οδηγητικό νήμα αποκάλυψης των βαθύτερων αιτιών πίσω από τις οποίες διαρκώς εκμηδενίζεται το άτομο και απομένει μονάχα η εξωτερική επιφάνεια των πραγμάτων.
Η λογοτεχνία είναι η τέχνη
τού να ανακαλύπτεις κάτι εξαιρετικό
για τους απλούς ανθρώπους
και να λες με απλά λόγια κάτι το εξαιρετικό
Μπορίς Πάστερνακ