Scroll Top

Δημήτριος Π. Νάσκος – Η λογοτεχνία εμπορευματοποιείται

Οι καιροί έχουν αλλάξει. Οι περισσότεροι αντιμετωπίζουμε μια δύσκολη καθημερινότητα. Το άγχος της επιβίωσης έχει παγιωθεί στο νου και στη ψυχή μας κατατρώγοντας ότι θα μπορούσε να μετουσιωθεί σε λαμπερή τέχνη. Οι εποχές έχουν την τάση να απομυζούν κάθε καλλιτεχνική ικμάδα που μας έχει απομείνει. Πώς να βρούμε το κουράγιο και κυρίως τον ελεύθερο χρόνο να καθίσουμε να διαβάσουμε ένα καινούργιο βιβλίο… Και ακόμη πιο δύσκολο είναι να απομονωθούμε και να γράψουμε ένα μυθιστόρημα ή μια ποιητική συλλογή. Η τέχνη για να ανθίσει χρειάζεται κόπο, προσήλωση και απεριόριστη ενέργεια.
Αισθανόμαστε λες και ένα αόρατο χέρι μας σφίγγει τον λαιμό. Άλλοτε μας πλευρίζει ο φόβος που προβάλλουν σχεδόν όλα τα μέσα ενημέρωσης. Λένε πως ο σύγχρονος τρόπος επιβολής είναι η «πολιτισμένη» βία. Κάποιοι βέβαια ισχυρίζονται πως η τέχνη άνθιζε πάντα σε περιόδους κακουχίας, ήταν η εναλλακτική λύση και η διέξοδος από τη σκληρή πραγματικότητα. Όπως και να έχει το ζήτημα το σίγουρο είναι πως διανύουμε τα χρόνια των «έξυπνων» κινητών τηλεφώνων και αυτό φαντάζει ως μια συνθήκη ακατανίκητη. Πλέον επικρατούν οι οθόνες, η παραπληροφόρηση και οι «διαγώνιες» αναγνώσεις, οι επιπόλαιες ματιές πάνω σε οποιοδήποτε ζήτημα ή θέμα.
Ο συγγραφέας που πιστεύει και υπηρετεί ένα υψηλό είδος λογοτεχνίας αφουγκράζεται όσα συμβαίνουν γύρω του. Παρατηρεί και καταγράφει τα γεγονότα, όπως ο δημοσιογράφος, συλλέγοντας εμπειρίες και απεριόριστο υλικό έμπνευσης. Τι να πρωτοπρολάβει να θίξει; Ο πλανήτης περιστρέφεται με τρέλα σφύζοντας από ίλιγγο, ματαιοδοξία και σκοτεινιά. Υπάρχουν πολλά ζητήματα που θα μπορούσαν να αποτελέσουν πηγή έμπνευσης για τον συγγραφέα. Η πανδημία, το οικοσύστημα και ο ενεργειακός πόλεμος είναι ορισμένα από αυτά.
Το λυπηρό και άκρως ανησυχητικό είναι πως ο κόσμος της λογοτεχνίας ολοένα και φτωχαίνει. Οι αναγνώστες, δηλαδή εκείνοι που αγοράζουν και διαβάζουν συστηματικά τουλάχιστον ένα βιβλίο τον μήνα, μειώνονται συνεχώς. Διακεκριμένοι εκδοτικοί οίκοι στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό δεν δέχονται να λάβουν βιβλία προς έκδοση, εάν δεν είναι μυθιστορήματα άνω των εκατό χιλιάδων λέξεων. Αν τους ρωτήσουμε γιατί, τότε θα μας απαντήσουν πως σήμερα πουλάει το παχύ βιβλίο, το «τούβλο». Με αυτή τη λογική η ποίηση ή το διήγημα οφείλει να καταργηθεί, όμως δεν θα πρέπει να ξεχνάμε πως σπουδαίοι ποιητές και διηγηματογράφοι έχουν καταθέσει στο παρελθόν πληθώρα διαμαντιών που θα λάμπουν στον αιώνα τον άπαντα.
Η λογοτεχνία εμπορευματοποιείται, όπως εξάλλου και το καθετί. Αναδύονται στο προσκήνιο επαγγελματίες συγγραφείς που γράφουν τυποποιημένες ιστορίες με τα απαραίτητα υλικά. Η συνταγή έχει ως εξής: έρωτας, ίντριγκα, θάνατος, δίλημμα, ψέμα, προδοσία, χρήμα και πολλές άλλες λέξεις κλειδιά που θα μπορούσαμε να προσθέσουμε ως καρύκευμα, ώστε το φαγητό να είναι όσο πιο νόστιμο γίνεται. Έτσι έχει το παιχνίδι, έτσι παίζεται, αυτοί είναι οι κανόνες του. Ή τους δεχόμαστε και συνεχίζουμε να γράφουμε προσπαθώντας να μην αλλοιώσουμε τη δημιουργική μας κοσμοθέαση ή τους απορρίπτουμε και επιδιδόμαστε στον δικό μας τρόπο ανακαλύπτοντας εκδότες με κοινό όραμα και αντίληψη.
Αρκεί να γράψουμε ένα καλό βιβλίο; Φυσικά και αρκεί, είναι η απάντηση. Απλώς για να μαθευτεί και να εισχωρήσει σε πολλά σπίτια είναι αναγκαία και η προώθηση. Δίχως διαφήμιση, παρουσιάσεις και υποστήριξη μάλλον δεν γίνεται τίποτα, αν και η καλύτερη διάδοση ενός έργου λένε πως είναι από στόμα σε στόμα. Το σημαντικό είναι να καταφέρουμε να καταθέσουμε ένα έργο που έχει κάτι να πει, ένα γνήσιο πόνημα με υψηλή αισθητική και αυθεντικότητα. Από εκεί και ύστερα παίρνουμε μερικές ανάσες και ξεκινάμε αμέσως να επεξεργαζόμαστε την επόμενη ιδέα μας, γιατί το μόνο που έχει σημασία είναι η απόλαυση της τέχνης, το να ζούμε μέσα στις ιστορίες και στη μαγεία τους. Έτσι γίνεται κανείς αθάνατος, αρθρώνοντας με προτάσεις το ψυχικό του χνάρι. Ο πανδαμάτωρ χρόνος θα δείξει στο μέλλον τι θα εξοβελιστεί στο καλάθι των αχρήστων και τι οφείλουμε να θυμόμαστε με εκλεκτή συγκίνηση.