Ακροβατώντας επί ξηρού ακμής, στους νέους δίσεκτους καιρούς, συνέχεια των προηγουμένων- επίσης δίσεχτων- με την ελπίδα σε αποδόμηση και τους κοινωνικούς αγώνες διαψευσμένους, κάθε φορά πλάθω έναν κόσμο όπως θα ήθελα να τον ζήσω, απορώντας και η ίδια με την εμμονή μου στις ολβίες πολιτείες. Έτσι όσο διαρκεί η γραφή, κατοικώ στον τόπο της οικείας μέθης. Γιατί εκεί έξω η κοινωνική πραγματικότητα όζει από την σήψη της ανθρώπινης σάρκας και ας επικαλύπτεται με τα ακριβά αρώματα επωνύμων οίκων και διασήμων προσώπων του αμερικανοθρεμένου λάιφ στάιλ. Η λάμψη είναι απατηλή. Πίσω του χάσκουν άπειροι καιάδες. Της γης οι κολασμένοι παίρνουν αβέβαιες διαδρομές για μια κάποια ελευθερία, μια κάποια ασφάλεια, μια κάποια πατρίδα, ενώ τα καλάθια των νοικοκυριών στα ολιγαρχικά μπακάλικα, πασχίζουν να ξεγελάσουν την ανέχεια των νέων προλετάριων. Μα άκρη δεν έχει ο ουρανός. Και οι λέξεις πάντα εκεί, πρόθυμες να μπουν στο στόχαστρο του τεχνίτη του λόγου, ο οποίος αντλεί από αυτές την δύναμή του, ξέροντας πως τα μόνα όπλα του είναι ο λόγος, η αρετή και η ελευθερία.