Προ ημερών βρέθηκα να συνομιλώ με έναν Τούρκο πολιτικό πρόσφυγα που ζει εδώ και πολλά χρόνια στη Θεσσαλονίκη, διωκόμενος τόσο ο ίδιος όσο και μέλη του περιβάλλοντός του, από το καθεστώς Ερντογάν. Συζητώντας, λοιπόν, και χωρίς εκείνος να γνωρίζει τη σχέση μου με το γράψιμο μού εξιστόρησε την παρακάτω σύντομη ιστορία: «Ήρθε στη Θεσσαλονίκη κάποιος μορφωμένος που έβγαλε βιβλίο για οργανώσεις, για τους Ζαπατίστας κ.λπ. και πήγα εκεί που το παρουσιάζανε και ρώτησα: Ωραία αυτοί. Αλλά εμείς, τώρα πώς θα φτιάξουμε κοινότητες; Κανείς δεν μου απάντησε. Αν αυτός που κάνει λογοτεχνία δεν ξέρει να μου πει, ποιος ξέρει; Τότε τι λογοτεχνία κάνει;».
Αισθάνθηκα άβολα, σχεδόν δάκρυσα. Θυμήθηκα τον παππού μου που τη δεκαετία του ’50 εργαζόταν σε ορυχεία στη Δράμα και το βράδυ μαζί με τη γιαγιά (ως την γ’ δημοτικού πήγε κι εκείνη) διαβάζανε Ναζίμ Χικμέτ, Λιλίκα Νάκου, τέτοιους συγγραφείς και τέτοια έργα περιμένοντας ποιος ξέρει τι να βρουν μέσα σ’ αυτά. Ίσως περίμεναν, με άλλον τρόπο βέβαια, κάτι παρόμοιο με αυτό που περιμένει τώρα από τους συγγραφείς κι ο Τούρκος πρόσφυγας.
Εξέλαβα την ερώτηση σαν λόγχισμα. Αν θέλω να λέγομαι συγγραφέας, ποιήτρια, λογοτέχνης, πού είναι οι απαντήσεις μου; Τι λογοτεχνία κάνω εγώ; Προσωπικά, δεν θα έλεγα ότι εμπνέομαι από την κοινωνική πραγματικότητα, αλλά ότι είναι κάτι που όχι απλώς με περιβάλλει, αλλά με έχει καταπιεί – ή για να ακουστεί λιγότερο ηττοπαθές – την έχω καταπιεί. Δεν υπάρχει, για εμένα, καμία κατηγορία έμπνευσης ή θεματικής που να μην είναι εμποτισμένη από την κοινωνική πραγματικότητα. Όλα τα ανθρώπινα αισθήματα και βιώματα δεν γεννιούνται εν κενώ, γεννιούνται εν μέσω συγκεκριμένων κοινωνικών συνθηκών. Οι ίδιοι οι λογοτέχνες είναι παιδιά της εκάστοτε κοινωνικής συνθήκης μέσα στην οποία ζουν και συγγράφουν. Ο καθένας, έπειτα, φιλτράρει και αξιολογεί τις καταστάσεις με τον δικό του τρόπο. Ακόμη και το να επιλέξει κάποιος τη φυγή από την πραγματικότητα (escapism), τη φυγή από την ελληνική ή παγκόσμια κοινωνία του 2022, είναι μία πολιτική επιλογή, είναι μία συνομιλία με τις υπάρχουσες συνθήκες.
Με έναυσμα τη συζήτησή μου με τον Τούρκο πολιτικό πρόσφυγα, αλλά και αναλογιζόμενη έναν από τους στίχους του Μπέρτολτ Μπρεχτ (βλ. Μα δε θα λένε: Ήτανε σκοτεινοί καιροί / Θα λένε: Γιατί σωπαίναν οι ποιητές τους;) που συνόδευε αυτό το κάλεσμα για συγγραφή κειμένων γνώμης πάνω στη σχέση λογοτέχνη-κοινωνίας, αναρωτιέμαι: αρκούν όσα γράφω να μιλήσουν γι’ αυτά που βιώνει σήμερα πρώτα και κύρια η γενιά μου, και κατόπιν γενικώς η κοινωνία; Δεν αρκούν. Και δεν αρκούν, γιατί όπως λέει κι ο Ίταλο Καλβίνο «Δεν είναι η φωνή που κυριαρχεί σε μια ιστορία. Είναι το αυτί.» Έτσι, λοιπόν, δεν αρκεί μόνο να γράφουμε, χρειάζεται και να διαβάζουμε. Κι αυτό δεν είναι για να κατηγορήσω το απαίδευτο κοινό που δεν αναζητά ως χρυσοθήρας τους ποιητικούς θησαυρούς, αλλά γιατί πιστεύω πως κι οι άνθρωποι της λογοτεχνίας χρειάζεται μάλλον να βγούνε πιο δυναμικά, με μεγαλύτερη εξωστρέφεια προς τα έξω, να βρούνε/βρούμε τρόπους, οποιουσδήποτε τρόπους, να έρθουμε σε επαφή με όλους τους ανθρώπους, όποια κι αν είναι η τάξη, η καταγωγή, το επίπεδο μόρφωσής τους, ακόμη και το ενδιαφέρον τους για τέτοιου είδους πράγματα. Όσο κρατάμε τη λογοτεχνία φρούριο απόρθητο, μόνο για λίγους κι εκλεκτούς, τόσο και το σύνολο της κοινωνίας δεν θα ασχολείται μαζί μας. Θα αλληλοαποκλειόμαστε όπως η περίφημη παροιμία με τον Γιάννη και το θεριό, αντί, Γιάννης και θεριό να ενώσουμε τις δυνάμεις μας ώστε να μας φοβούνται… οι Άλλοι.
Ομολογώ πως όταν ακούω «μα τι κάνουν οι πνευματικοί άνθρωποι του τόπου, γιατί δεν μιλούν;» διερωτώμαι ποιους ακριβώς εννοούν. Εκείνους που έχουν θέσεις σε πνευματικά και πολιτιστικά ιδρύματα; Εκείνους που ό,τι κι αν πουν θα βγουν μετά κάποιοι και θα γράψουν «α, μεγάλωσε ο τάδε, τα έχει χαμένα, δεν ξέρει τι λέει» ή αυτούς που «α, ακόμη δεν βγήκε από το αυγό, για όλα έχει γνώμη, γιατί βαραίνει περισσότερο η άποψή του επειδή έχει γράψει δυο ποιήματα;». Με αυτά κατά νου διστάζω πάντα, έξω από όσα γράφω, να πω την άποψή μου. Τι διαφορετικό έχω να πω; Ποιον θα ενδιαφέρει η γνώμη μου, τι καινούριο θα (παρα)κινηθεί από αυτήν; Ωστόσο, μια που σήμερα μου δίνεται εδώ το βήμα, θα ήθελα να κλείσω με δυο λόγια για τους προαναφερθέντες Άλλους.
Οι Άλλοι είναι εκείνοι που βρίσκονται στην εξουσία. Εκείνοι που μπαίνουν στα σπίτια χαράματα σπάζοντας πόρτες πρώτης κατοικίας για χρέος αντίστοιχο με το ποσό που εκείνοι δίνουν για να κάθονται στις πρώτες θέσεις σε αγώνες NBA. Είναι εκείνοι που καταργούν τη Δημόσια Υγεία, καλύπτουν παιδοβιαστές, αυξάνουν την καταστολή, υποκλέπτουν ο ένας τον άλλον γιατί έχουν τόσο λερωμένη τη φωλιά τους που δεν εμπιστεύονται κανέναν, είναι εκείνοι που έχουν μάθει να μην τους ελέγχει κανείς, είναι εκείνοι οι αλαζόνες που νομίζουν ότι μπορούν να μας λένε ψέματα και να μας κοροϊδεύουν… Πόσα ακόμη δεν μπορεί κανείς να γράψει γι’ αυτούς.
Γι’ αυτό, Γιάννης και Θεριό, να ενώσουμε τις δυνάμεις μας ενάντια σ’ αυτούς τους Άλλους.