Scroll Top

Λίλια Τσούβα – Από τους απελευθερωμένους δημιουργούς προέρχεται το μεστό δημιούργημα, αυτό που με τη σειρά του θα ωθήσει το κοινό στη συνειδητοποίηση της κατάστασης, στην αναζήτηση της δικής του απελευθέρωσης.

   «Δεν προσπάθησα να αναπαραγάγω τη φύση την αναπαρέστησα».

Αυτά είναι τα λόγια του Γάλλου ζωγράφου Πωλ Σεζάν (Paul Cézanne‎,1839-1906) με τη λέξη φύση να εννοεί την όψη των πραγμάτων, αυτό που βλέπει το μάτι, την αντικειμενική τους κατάσταση.

Η λογοτεχνία αποτελεί επομένως αναπαραγωγή των αισθήσεων και αισθημάτων της πραγματικής ζωής; Έτσι πιστεύουμε. Η μεγάλη πλειοψηφία των έργων τέχνης εκφράζει τις γενικές τάσεις της εποχής. Τα κοινωνικά, πολιτικά, εθνικά, θρησκευτικά γεγονότα γίνονται ερεθίσματα που εμπνέουν και ωθούν στη δημιουργία. Όσο πιο κοντά στη ζωή το δημιούργημα τόσο μεγαλύτερη συχνά η αλήθεια που περιέχει, τόσο πιο αυθεντικά και γνήσια τα συναισθήματα που μεταδίδει. Είναι δυνατόν να συγγράψει κάποιος χωρίς να επηρεαστεί από τα σύγχρονα προβλήματα της πολιτικής και των ηθών; Ο δεσμός ανάμεσα στις υποκειμενικές εντυπώσεις του δημιουργού και στην αναπαράσταση της εξωτερικής πραγματικότητας είναι οργανικός.

Δεμένος στο άρμα της κοινωνικής πραγματικότητας ο σύγχρονος λογοτέχνης, την όψη της αναλύει με όχημα τη γνώση και την εμπειρία της εσωτερικής του αυτογνωσίας, τυραννισμένος από τη λαχτάρα για το ιδεώδες, ένα ιδεώδες που βρίσκεται έξω από αυτόν, που το αντιλαμβάνεται διαισθητικά, μέσα από την προσωπική του κοσμοθεωρία και το εκφράζει με τη δική του τεχνική σμίλευσης του λόγου. Τα αριστουργήματα γεννιούνται από την αγωνία των λογοτεχνών να εκφράσουν τα ηθικά τους ιδεώδη. Η λογοτεχνία την πραγματικότητα ερμηνεύει. Αλλά την ερμηνεύει διαισθητικά, όχι εννοιολογικά, μέσω συμβολισμών, με τη μεσολάβηση των αισθησιακών μορφών, όπως έλεγε ο Γκαίτε.

Ο λογοτέχνης, σαν μια περίεργη σβούρα, βρίσκεται πάντα σε κίνηση. Επηρεασμένος από τη ζωή, γράφει. Η ενέργειά του όμως δεν επιθυμεί να παραμείνει στο γραφείο του. Επιθυμεί να διαβαστεί. Να κάνει αντικειμενική την αποκάλυψη που επεχείρησε. Η υποκειμενικότητά του να βρει ανταπόκριση. Απευθύνεται λοιπόν στην ελευθερία των αναγνωστών, την οποία και επιζητά, για να υπάρχει το έργο του.

Ορισμένοι λογοτέχνες ενίοτε στρατεύονται. Πολιτικοποιούν, θρησκευτικοποιούν ή εθνικοποιούν το έργο τους. Η ελευθερία τους τότε περιορίζεται. Γίνονται επαγγελματίες κατά παραγγελίαν δημιουργοί. Δεν είναι όμως η στράτευση ή η καθαρότητα που καταξιώνουν ένα λογοτεχνικό έργο. Με την πλατιά της έννοια, η τέχνη όλων των εποχών είναι στρατευμένη: μια βυζαντινή αγιογραφία, ένα κλέφτικο δημοτικό τραγούδι, οι κωμωδίες του Αριστοφάνη, τα ποιήματα του Ρήγα. Το άξιο έργο τέχνης έχει μια αυθυπαρξία, μια δική του πραγματικότητα που το κάνει να λειτουργεί από μόνο του. Συνιστά μια υπερβατική οντότητα, γιατί αναφέρεται σε κάτι ουσιαστικό, κάτι που μας διαφεύγει ή ακόμη και μας ξεπερνά. Πηγάζει από μια γνήσια εσωτερικότητα που το καθιστά ικανό να επιβάλλει μια αιωνιότητα μέσα σε μια στιγμή. Οι μεγάλοι λογοτέχνες διακρίνονται από μια ειδική όραση και όσφρηση. Προβλέπουν τα προβλήματα εν τη γενέσει τους, πολύ πριν τα συνειδητοποιήσουν οι άλλοι. Αν δεν είναι εσωτερικά ελεύθεροι, πώς θα μπορέσουν να συμβάλλουν στις μεγάλες αλλαγές της ανθρωπότητας;

Από τους απελευθερωμένους δημιουργούς προέρχεται το μεστό δημιούργημα, αυτό που με τη σειρά του θα ωθήσει το κοινό στη συνειδητοποίηση της κατάστασης, στην αναζήτηση της δικής του απελευθέρωσης. Γι’ αυτό και η ευθύνη τους είναι μεγάλη. Γι’ αυτό και τα μάτια όλων είναι στραμμένα πάνω τους, όταν ένας τόπος περνά δύσκολες ώρες. Γι’ αυτό και τελούν υπό κρίσιν, υπό παρακολούθησιν. Γι’ αυτό και είναι υπόλογοι για όσα ανάξια έπραξαν και για όσα δειλά δεν αποτόλμησαν.

Όταν πάλι η τέχνη προγραμματίζεται αυστηρά, όταν μπαίνει σε καλούπια, χάνει τη βαθύτερή της ουσία. Καταλήγει τεχνική. Η μαστοριά βέβαια σε καμία περίπτωση δεν καταστρέφει την τέχνη. Αντιθέτως, αποτελεί βασικό συστατικό της. Στην περίπτωση όμως που ο λογοτέχνης αυτοδεσμεύεται σε ένα στυλ, επαναλαμβάνεται μιμείται. Δεν δημιουργεί κάτι νέο. Αυτή είναι και η μεγάλη διαφορά ενός καλλιτέχνη από έναν τεχνίτη για παράδειγμα, ενός σιδηρουργού από έναν γλύπτη. Ο γλύπτης δαμάζει και πνευματοποιεί την ύλη. Δημιουργεί εκ του μη όντος. Τίκτει (εξ ου και ο όρος τέχνη). Ο σιδηρουργός, αντίθετα, επαναλαμβάνει τον εαυτό του. Δεν είναι δημιουργική φύση και γι’ αυτό δεν είναι σε θέση να κατακτήσει την ιστορία, όπως ένας καλλιτέχνης. Είναι απλώς ένας καλός μάστορας, ο οποίος μπορεί να αντικατασταθεί εύκολα από έναν άλλο μάστορα που διαθέτει ανάλογα με εκείνον –επίκτητα- προσόντα.

«Ο μεγάλος καλλιτέχνης δεν είναι της εποχής του, είναι αυτός ο ίδιος η εποχή του» έγραφε ο Σεφέρης. Η τέχνη πηγάζει από μια εσωτερική αναγκαιότητα και είναι αναπόσπαστα δεμένη με το κοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο γεννιέται. Η σχέση της με την κοινωνία είναι σχέση ομφάλιου λώρου. Ο καλλιτέχνης, ως αναπόσπαστο στοιχείο του κοινωνικού συνόλου, επηρεάζεται από την εποχή. Όμως συμβαίνει και το αντίστροφο. Ο καλλιτέχνης επηρεάζει την εποχή. Με τα έργα του γίνεται αιτία βαθιών κοινωνικών αλλαγών. Γιατί η τέχνη είναι από τα πλατύτερα κανάλια διοχέτευσης σκέψεων και αξιών. Οι μεγάλοι λογοτέχνες με τα δημιουργήματά τους συντελούν στη συνειδητοποίηση και στην απελευθέρωση των κοινωνιών.

Βιβλιογραφία
Μαδαμόπουλος, Αναστάσης. Σημειώσεις για τον άνθρωπο και τον κόσμο του. Β΄ έκδοση, βελτιωμένη. 1984.
Benjamin, Walter. Για το έργο τέχνης, Τρία δοκίμια. Μετάφραση: Αντώνης Οικονόμου. Πλέθρον, 2013.
Popper, Karl. Η ζωή είναι επίλυση προβλημάτων. Σκέψεις για την επιστήμη, την ιστορία, τη πολιτική. Μετάφραση: Ηλίας Κρίππας. Μελάνι, 2011.
Read, Herbert. Η τέχνη σήμερα. Μετάφραση: Δημοσθένης Κούρτοβικ, Κάλβος, 1984.
Σαρτρ, Ζ. Π. Τι είναι λογοτεχνία; Μετάφραση: Μαρία Αθανασίου. Εκδόσεις 70. 1971.
Ταρκόφσκι, Αντρέι. Σμιλεύοντας το χρόνο. Μετάφραση: Σεραφείμ Βελέντζας. Νεφέλη. 1987.