Ο κάθε συγγραφέας είναι “παιδί” της εποχής του, αλλά και του τόπου όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε.
Χρόνος και χώρος, λοιπόν, τον έχουν επηρεάσει και ως άτομο και ασφαλώς και ως συγγραφέα.
Δεν μπορώ, για παράδειγμα, να φανταστώ πως ο Τολστόι ή ο Ζολά θα είχαν γράψει τα ίδια έργα αν ζούσανε σε μια άλλη εποχή και σε μια άλλη χώρα από αυτές που ζήσανε.
Αυτό δε σημαίνει πως τα έργα των διαφόρων συγγραφέων περιγράφουν πάντα με ρεαλιστική προσέγγιση εποχή και τόπο. Ασφαλώς και όχι -άλλωστε να πως έχουμε και έργα ιστορικά ή επιστημονικής φαντασίας ή και έργα που (αν και αυτό κάπως σπάνια) διαδραματίζονται σε χώρες υπαρκτές μεν, αλλά που οι συγγραφείς τους ποτέ δεν τις είχαν επισκεφθεί.
Προσωπικά θεωρώ πως ο κάθε συγγραφέας είναι και ένας επιμέρους καθρέφτης της εποχής του, του τόπου του και βέβαια της προσωπικής του πολιτικής ιδεολογίας.
Αυτό δεν σημάνει πως ο κάθε συγγραφέας αυτοβιογραφείται. Αλλά τα βιώματά του πάντα υπάρχουν έστω και καλυμμένα πίσω από προσωπεία.
Αν κάτι θεωρώ πως κάνει τους συγγραφείς να διακρίνονται ο ένας από τους άλλους -πέρα από το ύφος και τα διάφορα άλλα λογοτεχνικά τερτίπια- είναι οι εμμονές τους.
Ο κάθε συγγραφέας έχει τις εμμονές του. Δεν είναι πολλές -στον καθένα δυο, έστω τρεις. Που άλλοτε φανερά, άλλοτε κρυμμένα διατρέχουν τα κείμενά τους, μα κυρίως τα δημιουργούν.
Και βέβαια η πολιτική ιδεολογία. Ο Χάμψουν από τη μια και ο Τσβάιχ από την άλλη ορίζουν -αν και όχι μόνο αυτοί- το πλούσιο φάσμα μέσα στο οποίο κυκλοφορούν οι συγγραφικές καταθέσεις.
Να, λοιπόν, η σειρά με την οποία δημιουργείται το έργο: ιστορικοπολιτική ενεργοποίηση – προσωπικό βίωμα – ατομική εμμονή.
Αν θέλουμε να γνωρίσουμε μια προηγούμενη εποχή στρεφόμαστε σε ιστορικά συγγράμματα. Αλλά η όποια άποψη θα αποκτήσουμε, θα είναι ελλιπής αν παράλληλα με την επιστημονική γνώση δεν καταφύγουμε στη λογοτεχνική παραγωγή της εποχής.
Ξεκάθαρα αυτό μας παρουσιάζεται και με την ανάγνωση των έργων των αρχαίων κλασικών ή του Σαίξπηρ, αλλά και με ακόμα πιο σύγχρονα έργα και εποχές και μάλιστα και της δικής μας χώρας.
Όσα κι αν μας πούνε οι ιστορικοί για τη Σμύρνη, αυτό που μας φωτίζει ο Κοσμάς Πολίτης με το «Στου Χατζηφράγκου» δεν θα το πλησιάσουμε.
Όσα και αν μάθουμε από ιστορικές πηγές για τα χρόνια του εμφύλιου και της αθρόας μετανάστευσης που ακολούθησε, θα είναι λειψά αν δεν μας τα φέρει πιο κοντά μας ο Αλεξάνδρου με το «Κιβώτιο» του και ο Χατζής με το «Διπλό βιβλίο» του.
Ανέφερα εισαγωγικά όλα τα παραπάνω, γιατί νομίζω πως κάτι τέτοιο υπονοούσε και ο Μπρέχτ με το:
Μα δε θα λένε: Ήτανε σκοτεινοί καιροί
Θα λένε: Γιατί σωπαίναν οι ποιητές τους;
Όλα αυτά έτσι συνέβαιναν. Και ασφαλώς αναζητούμε το αν εξακολουθούν να συμβαίνουν και στην εποχή μας με τον ίδιο βαθμό και την ίδια ένταση που βλέπαμε να συμβαίνουν σε προηγούμενους καιρούς.
Και νομίζω πως αυτό είναι και το κεντρικό θέμα της έρευνάς σας.
Τα ελάχιστα που θα καταθέσω θα αφορούν μόνο την σημερινή ελληνική κοινωνική πραγματικότητα και την σημερινή ελληνική λογοτεχνία. Και ίσως να χαρακτηρίζονται από μια ακραίων συμπερασμάτων αναφορά, αλλά συχνά και σε καιρούς τέτοιους που μας εξαναγκάζουν να θέτουμε στο μικροσκόπιο τη σχέση λογοτεχνίας και κοινωνικής πραγματικότητας, μόνο ίσως κάτι ακραίο μπορεί και πρέπει να χρησιμοποιείται.
Η θέση, λοιπόν, του σύγχρονου έλληνα συγγραφέα μέσα σε μια παγκοσμιοποιημένη κοινωνία -μια κατάσταση που ιδιαιτέρως μας απασχολεί.
Θα είμαι σαφής. Είτε το παραδεχόμαστε είτε όχι, ολοένα και περισσότερο καταλαμβάνουμε ως λαός μια θέση περιθωριακή. Η Αρχαιότητα έπαψε να μας ανήκει αποκλειστικά* κτήμα πλέον όλων. Οι Ελληνιστικοί Χρόνοι, χωρίς ποτέ να υπήρξαμε καθαρόαιμοι κληρονόμοι τους, έχουν έτσι κι αλλιώς συμπιεστεί ανάμεσα στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και το Βυζάντιο. Το τελευταίο κατάφερε να αυτοπεριοριστεί στο σύμβολο μιας Αυτοκρατορίας χωρίς διαχρονικούς κληρονόμους. Η Τουρκοκρατία δεν υπήρξε ποτέ ελληνικό και μόνο δράμα κι άλλωστε φροντίσαμε κι εμείς πολύ σύντομα να την συρρικνώσουμε μετατρέποντας την σε λάβαρο. Και η σύγχρονη Ελλάδα αφού πέρασε την τραγωδία της Μικρασιατικής Καταστροφής χωρίς να την απασχολήσει μια ενδοσκοπική ανάλυσή της, αφού έζησε τα πλήγματα του Φασισμού χωρίς ποτέ να τολμήσει να διαχωρίσει την εγχώρια ήρα από τον εγχώριο σίτο, αφού ενέδωσε στη γοητεία του αμερικάνικου ονείρου χωρίς προηγουμένως να τολμήσει να μελετήσει με πολλαπλές αναγνώσεις τον Εμφύλιο, αφού με τάση αυτοάμυνας σάρκασε μια εγχώρια εκδοχή δικτατορίας, αφού καθυστερημένα και επιδερμικά επικοινώνησε με την πολλαπλή ευρωπαϊκή ανανέωση της δεκαετίας του ’60, αφού με χρωματικούς συνδυασμούς επέλεγε φανατισμένα τους νέους πολιτικούς ‘ισμούς’ του τέλους του 20ου, τελικά είναι πλέον μια χώρα που ταυτίζεται με τον ήλιο και τη θάλασσα κάποιων νησιών.
Την ταυτότητά της θα την ανακαλύπτουν οι άλλοι σε αφίσες αεροδρομίων και τουριστικών γραφείων.
Άχρωμη πνευματικά χώρα -και αυτή η γνώση όλους που εδώ κατοικούμε, εν τέλει μας τρομάζει. Και όπως κάθε τρομαγμένο πλάσμα στρεφόμαστε όχι μόνο στον εαυτό μας, και στην δημιουργία ενός λίγο ή πολύ φασματικού παρελθόντος, αλλά και στη μη ανάλυσή του.
Επικεντρωνόμαστε σε ένα ολοένα και πλέον στενάχωρο “εγώ” και -εμείς οι συγγραφείς- καταγράφουμε το τώρα με συνθήκες ατομικής ή συλλογικής επικαιρότητας.
Νομίζω πως και γι αυτό ενώ έχουμε πολλούς και καλούς τεχνίτες της πεζογραφίας και της ποίησης δεν έχουμε πλέον μήτε έναν Καβάφη, μήτε έναν Σεφέρη… Ο πρώτος στηρίχτηκε στην απελευθερωμένη ανάγνωση του παρελθόντος* ο δεύτερος στην στοχαστική προσέγγιση του παρόντος. Κι οι δυο γι αυτό και γνήσια παγκόσμιοι όσο και Έλληνες. Αλλά ας τολμήσουμε να μην ξεχάσουμε κι έναν Καζαντζάκη -με τον δικό του τρόπο και για την εποχή του, είδε κι αυτός μια εκδοχή ελληνικής παγκοσμιότητας.
Οι υπόλοιποι, οι σημερινοί… Τί κάνουμε;
Αρνούμαστε να δεχτούμε πως -ναι!- με πάθος, πως -ναι!- με συνεχή βλέμματα θαυμασμού προς τον καθρέφτη μας, πως -ναι!- με δόκιμη πλέον λογοτεχνικότητα, μα και με αποτελεσματική κινητικότητα στα δωμάτια της ντόπιας κριτικής, όπως και με άλλα παρόμοια οπλοστάσια, τελικά καταγράφουμε και ενισχύουμε το περιθώριο που το μέλλον -αυτό το μέλλον της Παγκοσμιοποίησης που δεν είναι παρά η νέα μορφή Αποικιοκρατίας- έχει ήδη σχεδιάσει για εμάς.
Μα και τι διαφορετικό θα μπορούσαμε να κάνουμε; Ο συγγραφέας δεν είναι που περιγράφει την εποχή και τον τόπο του;
Εικόνα σου είμαι κοινωνία και σου μοιάζω -κάποτε είχε δηλώσει η Γαλάτεια (κι αυτή) Καζαντζάκη και αναζητάται κάποιος ή κάποια να επαναλάβει τη δήλωση.
Ας δούμε με ειλικρίνεια αυτόν τον τόπο -το σημερινό του στίγμα μέσα σε μια απόλυτη εποχή παγκοσμιοποίησης και μάλιστα τεχνολογικά υποστηριζόμενης.
Ότι το δικό του στίγμα εκφράζει… Ε, αυτό εκφράζουμε κι εμείς.
Ποιοι είμαστε;
Μα αυτοί για τους οποίους κάποιος, κάποτε θα αναρωτηθεί:
Γιατί σωπαίναν οι ποιητές τους;