Τόσο φως και ο κόσμος δε χωράει. Όλα έχουν ειπωθεί και δε μένει παρά ο δικός σου
τρόπος να μιλήσεις για τον έρωτα, το θάνατο, τις σχέσεις των ανθρώπων. Να κωδικοποιήσεις λυρικά, βαθιά και λιτά το λόγο σου, ν’ απαντήσεις στο πολυώνυμο
των καιρών, αγγίζοντας με αγάπη το καθετί, διότι η αγάπη αποτελεί την ποιητική σου περιουσία. Από την άλλη, όλα της σιωπής ανήκουν κι όλα σε αυτήν απολογούνται, καλώντας σε να κλείνεις με άνθη το ανοιχτό στόμα του θανάτου.
Να μνημειώνεις, με τη ματιά σου που μεταβάλλεται, σ’ έναν κόσμο που μεταβάλλεται, ό,τι αξιώνεται μέσα στο χρόνο σε μια διαδικασία προσέγγισης της συμπυκνωμένης ψυχής της ανθρωπότητας, ανάβοντας ένα κεράκι στην απουσία των εθελοντών της ομορφιάς που έχουν χαθεί κι έφυγαν ίσως πικραμένοι.
Η ποίηση, πέρα από κάθε πρόθεση ορισμού και συνεπώς περιορισμού της, είναι μια φορτισμένη συνεκτική λεκτική συγκρότηση των όσων νιώθεις, ανοιχτός πάντα στα ερεθίσματα, χωρίς οχυρώσεις. Θα μπορούσε να πει κανείς, πως είναι μια βασανιστική δωρεά που υπηρετεί με ιερότητα θυσίας την ύπαρξη του άλλου σ’ αυτή την επίμονη αναζήτηση του «εγώ» στο «εμείς».
Είναι μια πράξη λυρικής ευαισθησίας αλλά και τρόπος που ξορκίζει κάποτε τον υπαρξιακό σου πανικό. Θυμούμαι τη φράση της μάνας μου, που σε κάθε αδυναμία μού ‘λεγε με χάρη κεντώντας με «μη φοβάσαι, δε γλυτώνεις».
Η ποιητική διαδικασία είναι μία από τις ορίζουσες αυτογνωσίας μαζί με την πολιτική και τη φιλοσοφία, και προϋποθέτει ένα γυμνασμένο αισθητήριο ώστε να θεάσαι τον κόσμο με ετοιμότητα και εμβρίθεια για να καταλήξεις στο στοχασμό σου, ο οποίος ευτυχεί όσο το μελάνι συγγενεύει περισσότερο με το αίμα σου. Πονώντας τη λέξη βαθαίνεις στη ρίζα της με όποιο τίμημα σου αναλογεί.
Έχει μια αντίσταση ο λόγος στην ποιητική. Δεν είναι τόσο η γλωσσική ευχέρεια που τον χαρακτηρίζει, το συναισθηματικό και στοχαστικό σου βάθος όσο η μαγική εκπύρωση του λόγου που δημιουργεί μια ατμόσφαιρα συγκίνησης.
Η λέξη συνεπώς πρέπει να είναι ώριμη και πυκνή, σαν κατάβαση στον Άδη, αλλά και ανάλαφρη σαν την πνοή που γεννά ζωή καινούργια.
Νιώθω να με κατοικεί ένας στιγμιογράφος που κρατάει σπαραγμένες εικόνες, τις οποίες ανασύρει κάθε τόσο και τις τοποθετεί στο σώμα του ποιήματος με συνειρμικές διαστολές και σύμβολα αναγνωρίσιμα σ’ ένα πυκνό μοντάζ που αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, τον νευραλγικότερο άξονα στη δομή του ποιήματος. Με συνέχει και μας συνέχει η καθημερινότητα που εκ των πραγμάτων περιέχει το σπέρμα της ιστορίας
και τα αποσιωπητικά της φιλοσοφίας.
Η ποίηση είναι η άλλη φωνή της κοινωνίας. Δεν αλλάζει δυστυχώς τον κόσμο.
Τον συγκινεί ίσως, του αναπτύσσει τη φαντασία και διευρύνει κάποτε τα όριά του.
Του ανοίγει το παγωμένο κουτί που ‘χει μέσα του, τον συμπονάει. Ο ύπνος μιας φιλάνθρωπης λογικής δε μπορεί παρά να γεννήσει τέρατα που λίγο πολύ διαφαίνεται να χαρακτηρίζει την εποχή μας.
Ζούμε σ’ έναν κόσμο τρόμου και φρίκης. Σ’ έναν κόσμο που μετράει τον πολιτισμό του με φέρετρα. Που μετράει τους αλμυρούς σταυρούς που γράφουν τα κουπιά πάνω από τα πτώματα που βυθίζονται στο θαλασσινό νεκροταφείο της Μεσογείου και το πένθος των επιζώντων των οποίων η τύχη σε άθλιες συνθήκες δοκιμάζεται με νέες στη συνέχεια συμφορές.
Από πηγές ανθρωπιστικών οργανώσεων μαθαίνουμε πως στις μέρες μας εκατομμύρια άνθρωποι, ξενιτεύονται ψάχνοντας παντού για ψωμί και για καμιά σκηνή να βάλουν κάπου το κεφάλι τους σ’ έναν πλανήτη που ο μισός πεθαίνει από πείνα κι ο άλλος μισός από χοληστερίνη.
Στη δυσάλγητη εποχή μας που σε θέλει σοφό στα εννιά, νεκρό στα δώδεκα, η ηθική της παρηγοριάς δυστυχώς δεν αρκεί. Η πράξη είναι ο μόνος σεμνός, σιωπηλός και τελειωμένος λόγος, γράφει κάπου ο ποιητής.
Βιώνουμε την εποχή των μαύρων θαυμάτων με ανεκδιήγητους θαυματοποιούς, σ’ ένα περιβάλλον που, στον βωμό του κέρδους, η κακοποίηση της φύσης βρίσκεται στα όρια της πλανητοκτονίας
Δεν είμαι τεχνοφοβικός, κάθε άλλο. Η επιστήμη συνιστά πρόοδο με ουσιαστικά αποτελέσματα σε όλους σχεδόν τους τομείς της ζωή μας. Ωστόσο με χρηματοκεντρική και μόνο ματιά, που συμβαίνει εν πολλοίς στις μέρες μας, ο άνθρωπος χάνει τις διαστάσεις, το μέγεθός του κι η ζωή καθίσταται αμελητέα.
Είμαστε όλοι μαζί μόνοι. Δημόσια μόνοι. Διαστέλλονται οι σχέσεις και η μνήμη υποχωρεί.
Πιστεύω, δίχως να αποτελεί αυτό κριτική μεγαλοστομία, πως ο σημερινός άνθρωπος έχει μεταλλαγεί. Ζει στο κέλυφος, στη λάμψη του περιτυλίγματος δίχως να βαθαίνει στο περιεχόμενό του.
Μας ξοδεύει η φλυαρία. Όλοι μιλούμε για τους άλλους, κι ελάχιστοι ή κανείς με τους άλλους. Δεν ακούει κανένας κανέναν. Σε ρωτάει κάποιος τι κάνεις κι όσο να του απαντήσεις έχει πάρει το λεωφορείο, είναι στην άλλη στάση.
Ο ποιητής πρέπει να είναι διάβροχος κατά τον Max Jacob. Προϋποθέτει συνεπώς
μια ευαισθησία δοτική.
Η ποίηση είναι μια γλώσσα μέσα στη γλώσσα που διαποτίζει την κοινωνική πραγματικότητα, και διαποτίζεται απ’ αυτήν πέρα από την επικράτεια των -ισμών. Αισθητική και γνωστική αξία που επιτρέπει στη διαστολή της το εύρος των αισθημάτων που μπορεί να εκφράσει το βαθύτερο περιεχόμενο του ανθρώπου.
Τα σκοτάδια της ύπαρξης και το φως που τη διαπερνά. Επιμένει να γεωργεί δύσκολα χώματα βαθαίνοντας στη στρογγυλάδα των νοημάτων. Στις επώδυνες μεταλλαγές
του όντος, στην ύλη του θανάτου την αμάθητη.
Ωστόσο, «προς τι οι ποιητές σε τέτοιο μίζερο καιρό;» κατά Holderlin.
Η απάντηση, αν υπάρχει κάποια, προϋποθέτει πίστη, γνώση και σκάψιμο του εαυτού σου ώς τα κόκκαλα κι ίσως δεν αρκεί. Προς τι η τέχνη λοιπόν σε τέτοιον καιρό;
Ο άνθρωπος μπορεί να ζήσει χωρίς αυτήν. Χρειάζεται ψωμί, νερό, γιατρούς κι όσα του καλύπτουν τις βασικές του ανάγκες. Αυτές είναι οι προτεραιότητές του, και δικαίως.
Τι κάνει όμως με την ομορφιά της, αν όχι με την ανάγκη της; Εδώ καλείται η ποίηση, μ’ ένα λόγο πνοής παρηγορητικό, να φέρει μια ανάσα ζωής σ’ αυτήν τη λίγο πολύ θανατοδρομία.
Επειδή το παρελθόν μας δίνει το μέτρο του παρόντος αλλά και τη δυνατότητα καλύτερης φιλοξενίας του μέλλοντος, η αισθητική της μνήμης εκτινάσσεται πέρα από τη χρονική περιοχή γραφής σε όλο το υπαρξιακό φάσμα του όντος, ευτυχώντας ή μή.
Αν οι συγκλονιστικές τραγωδίες του κόσμου κατατείνουν στην πιθανή άρση της ανάγκης αλλά και της αξίας της γραφής, η ποίηση αποτελεί τον θεμέλιο μύθο για την περιγραφή των ανθρώπινων παθών στο διηνεκές. Είναι, θαρρώ, αναφαίρετο, έστω και ως επιτάφιο, το αίτημα προσδιορισμού του θνητού σώματος της ανθρωπότητας με ό,τι συνεπάγεται η όποια θυμική και συγχρόνως ενορατική προσέγγισή του.
Είδα τα κόκκαλα της μάνας μου μέσα σ’ ένα βαθυγάλαζο πλαστικό καλάθι. Τα είχαν μόλις πλύνει απ’ τα χώματα μετά από την εκταφή. Ένα δοχείο που ακόμα ζει, κρατώντας κάτι που ζούσε και το πάει αγκαλιά ο χρόνος. Ένα αγιασμένο πικρό «τίποτα». Θέλησα να μαζέψω το σωρό της σπονδυλικής στήλης, να τον περάσω μ’ ένα σχοινί γύρω στο λαιμό μου. Μια παρόρμηση που μοιάζει με κινήσεις των φυλών που έχουν μια ιδιαίτερη σχέση με το θάνατο. Λογαριάζω αυτό το «τίποτα» με μια σκέψη που δεν είναι ίσως τίποτα, ωστόσο με κινεί σε μια συμπαντική στιγμή που ούτε εγώ, ούτε ο τώρα κόσμος θα κρατήσει. Ένα προς στιγμήν «υπαρκτό» που πεθαίνει να υποδεχτεί ένα άλλο «υπαρκτό» που θα πεθάνει, σχηματίζοντας ένα γαλαξία από φωτεινές χάντρες του «τίποτα».
Μας πολιορκεί το μάταιο, που σ’ αυτό και μ’ αυτό ζούμε και ρωτώ τι μένει. Ίσως
το κυνήγι, για το τι μένει, μας ζει κι εκεί να ‘ναι το νόημα. Εκεί και η ποίηση με τις εικόνες, το ρυθμό, τη θερμοκρασία το λυρισμό και στοχασμό της.
Δε νιώθουμε παρά την ηδονή και την καταστροφή. Το νερό που πίνουμε διψασμένοι, την τροφή, τον έρωτα που ποθούμε. Το τι «μπορούμε» και το πόσο «μπορούμε» συνιστά αυτό που λέμε ζωή.
Χίμαιρα φωτεινή που την αγκαλιάζει τέχνη μαγική που τροφοδοτεί τη ζωή και μας κάνει, την πικρή της πλευρά, κάποτε να ξεχνούμε. Στέκομαι στην φράση του πικρού μου φίλου, Αλέκου Ζούκα, λίγο πριν φύγει από το φως, πως «ο κόσμος χρωστάει περισσότερα στην ποίηση απ’ όσα στην εφορία.»
Παρά το ότι η κλεψύδρα μετράει με σκόνη τη ζωή στη φωτεινή τουλάχιστον όψη της, όσο ο τελευταίος κόκκος να πέσει ως τελική τελεία, η ποίηση δεν μπορεί παρά να ευαγγελίζεται το αίτημα της ενότητας του κόσμου. Να κεντά τη συνευθύνη, μαλάζοντας το ενταφιασμένο «φιλάνθρωπον» και να το ανασύρει στην επιφάνεια. Όλα αγοράζονται σήμερα εκτός απ’ τη συμπόνια.