Ο Άνθρωπος της κάθε εποχής αντιμετώπιζε και συνεχίζει να αντιμετωπίζει κάθε μορφή τέχνης ως μια διαδικασία αλληλεπίδρασης με την εξωτερική κοινωνική πραγματικότητα. Στον τομέα της λογοτεχνίας από τον Κάλβο ως την γενιά του 30′ και μέχρι της μέρες μας, καλλιτεχνικά ρεύματα όπως ο νατουραλισμός, ο ρομαντισμός, και ο κλασικισμός βρίσκονταν σε συμπόρευση με τις πολιτικές και οικονομικές επιδιώξεις κάθε ελίτ, υποβάλλοντας το εθνικό «αφήγημα» της ανάπτυξης και των χαμένων πατρίδων, ως κυρίαρχα, ενώ παράλληλα υποβάθμιζαν την χώρα εγκαθιδρύοντας διαχρονικά ένα καθεστώς, διαφθοράς, κλεπτοκρατίας και διαπλοκής τα οποία συνέτειναν στην μετανάστευση μεγάλου μέρους του πληθυσμού, και την φτωχοποίηση του, οδηγώντας στην ηθική, υλική και πνευματική χρεωκοπία. Παράλληλα στην χώρα μας αλλά και διεθνώς, μεσολάβησαν εποχές «άνοιξης» και «άνθισης» της ελληνικής λογοτεχνίας όπως σε ορισμένες περιπτώσεις με την γενιά του 30′ όπως επίσης και με την γενιά του 70΄, οι οποίες επαναπροσδιόρισαν την σχέση του ανθρώπου με την κοινωνία και την χώρα στην οποία ζει δρα και στοχάζεται.
Η εμφάνιση και ανάδυση του νεοφιλελευθερισμού σε κυρίαρχη ιδεολογία (από τα μέσα της δεκαετίας του 80′) μετέβαλλε τον άνθρωπο σε μια μονάδα απομακρύνοντας τον από την πνευματική, υλική και κοινωνική του υπόσταση. Εντός αυτού του διαφαινόμενου αδιεξόδου, η ποιητική και πεζογραφική παραγωγή της χώρας (με ελάχιστες εξαιρέσεις) τα τελευταία 12 χρόνια δεν θέτουν τον άνθρωπο και τις ανάγκες του στον πυρήνα τους αλλά τον καθιστούν καλλιτεχνικό «κοινωνό» και συμμέτοχο μιας παθητικής καλλιτεχνικής δημιουργίας (αναγνώστη και δημιουργό). Συνεπώς, από την ώσμωση αναγνώστη και λογοτέχνη, την εμβάθυνση αλλά και τον κόπο δημιουργίας ενός συγγραφικού έργου και την έκθεση του σε συλλογικό επίπεδο (εκδοτικοί οίκοι, επαφή με τον χώρο των κριτικών, συμμετοχή σε ανάλογες εκδηλώσεις) φτάσαμε στον «παντογνώστη» παθητικό αναγνώστη αλλά και τον «λογοτέχνη» του οποίου η συγγραφική δεινότητα εξαρτάται και εξαντλείται από/στα σχόλια μιας ηλεκτρονικής πλατφόρμας με την ανάλογη κάθε φορά απόλυτη αποδοχή ή κατακραυγή. Η λογοτεχνία και η ποίηση σε αντίθεση με άλλες μορφές τέχνης (θέατρο, μουσική παράσταση, σινεμά) προσπαθούν να εδραιώσουν την θέση τους σε ένα αναγνωστικό κοινό που αναζητείται στο μεγαλύτερο ποσοστό του, μεταβάλλοντας την λογοτεχνία σε είδος λόγου εν ανεπαρκεία, ενώ την ίδια στιγμή εκδίδονται σωρηδόν ευπώλητα και «εύπεπτα» λογοτεχνήματα με σκοπό την αλλαγή κατεύθυνσης της βιβλιό-παραγωγής .
Ο σημερινός λογοτέχνης αντιμετωπίζει και αναγκαστικά αλληλοεπιδρά, με μία δύσκολη και σκληρή πραγματικότητα, πιο σύνθετη από εκείνη πενήντα ή τριάντα χρόνων πριν. Σε ψηφιακό επίπεδο, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, οι ιστότοποι και τα ηλεκτρονικά κανάλια του παρέχουν τεράστια ελευθερία δημοσίευσης όσον αφορά στο έργο του. Το αναγνωστικό κοινό που εντοπίζεται σε αυτόν τον χώρο είναι ένα κοινό που ζει, επικοινωνεί, ερωτεύεται, πενθεί, καυτηριάζει πρόσωπα και καταστάσεις. Από μια οθόνη. Από απόσταση. Δεν πρόκειται για ένα κοινό με κριτική σκέψη και θεώρηση του κοινωνικού γίγνεσθαι. Αντιθέτως, οι επιλογές του φαίνεται να υπαγορεύονται από το βαθμό δημοτικότητας που συγκεντρώνει ένα ανάγνωσμα, από την σχέση του με τον γράφοντα ή από την διάθεση του την στιγμή που επισκέπτεται κάποιο ψηφιακό μέσο ή ιστότοπο. Θα ασκήσει κριτική στο εκάστοτε έργο, στα πλαίσια της ελευθερίας λόγου που του παρέχεται τόσο απλόχερα και μάλιστα χωρίς κανένα γνωστικό υπόβαθρο. Ταυτόχρονα, το ίδιο κοινό μετατρέπεται σε συγγραφικό. Ο αριθμός των ποιημάτων και των αναγνωσμάτων ή άρθρων που παράγονται από αυτό, δεν είναι αμελητέος. Κάποια από αυτά ίσως και να φέρουν κάποια αξία. Και φυσικά δεν αναφερόμαστε στις περιπτώσεις όπου ένας λογοτέχνης παρουσιάζει το έργο του συντονισμένα και σκόπιμα μέσα από αυτά τα ψηφιακά μέσα. Ο εν λόγω αναγνώστης-συγγραφέας, ως επί το πλείστον, ικανοποιεί τις λογοτεχνικές του ανησυχίες με αυτόν τον τρόπο. Σπάνια θα αναζητήσει αυτό που ονομάζεται λογοτεχνία.
Στο ψηφιακό τοπίο εντοπίζονται και τα ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά, όπου φιλοξενούνται τα έργα ανερχόμενων λογοτεχνών ή και καταξιωμένων, με την διαφορά ωστόσο, ότι εδώ περνούν από έλεγχο πριν δημοσιευτούν προστατεύοντας, με αυτόν τον τρόπο, λογοτέχνη αλλά και αναγνώστη. Αφενός ο τελευταίος διαβάζει λογοτεχνικά κείμενα που έχουν ελεγχθεί από μία αρμόδια επιτροπή και αφετέρου ο συγγραφέας δεν μετατρέπεται σε έρμαιο κριτικής από μη- καταρτισμένους «κριτικούς». Τα εν λόγω περιοδικά, καλύπτοντας μια πιο διευρυμένη θεματολογία, σχετιζόμενη με την επικαιρότητα, καθίστανται πιο προσιτά και κατανοητά στον αναγνώστη, καθώς δεν κάνουν χρήση ακαδημαϊκής γλώσσας ή ορολογίας και δεν υιοθετούν διδακτικό ύφος.
Παραμένει όμως το ζήτημα. Πώς το ανυποψίαστο, στη μεγάλη πλειοψηφία του, κοινό του ψηφιακού κόσμου θα αναζητήσει αυτά τα ηλεκτρονικά περιοδικά ή το ποιοτικό έντυπο βιβλίο, ώστε να εμπλουτίσει τα αναγνώσματα του, να καλλιεργηθεί και να διαπιστώσει ότι μπορεί και να ψυχαγωγηθεί με αυτόν τον τρόπο; Φυσικά, πρόκειται για ένα δύσκολο και σύνθετο πρόβλημα του οποίου η λύση, παρότι επιτακτική, δεν αποτελεί αντικείμενο συζήτησης σε αυτό το άρθρο. Η αναφορά του ωστόσο, καθίσταται αναγκαία, καθώς η ύπαρξη του επηρεάζει δραστικά όλες τις εκφάνσεις τις σημερινής πραγματικότητας μέσα στις οποίες καλείται να επιτελέσει τον ρόλο του ο λογοτέχνης του σήμερα. Και οι εκφάνσεις αυτές πρέπει να τροποποιηθούν έχοντας κοινούς στόχους. Η ανάπτυξη της κριτικής ικανότητας του αναγνωστικού κοινού, η καλλιέργεια της φιλαναγνωσίας και η επανατοποθέτηση του ανθρώπου σε κεντρική θέση είναι αναγκαίες δράσεις. Χρειάζονται αναγνώσματα που θα θέτουν καίρια ερωτήματα, που θα καυτηριάζουν τις ανισότητες και θα προκρίνουν τις αξίες μίας καλύτερης και πιο ανθρώπινης συνύπαρξης, που θα εμπνέονται από την κοινωνική, πολιτική ή οικονομική πραγματικότητα με στόχο να προβληματίσουν και να αλλάξουν παγιωμένες δυσλειτουργικές απόψεις και στάσεις, και που θα μετατοπίσουν σταδιακά τον λογοτέχνη από την αυτο-αναφορικότητα που παρατηρείται στα έργα του τις τελευταίες δεκαετίες, σε μία πιο εξωστρεφή λογοτεχνία, επηρεάζοντας τελικά και την γραμμή παραγωγής των εκδόσεων.
Και εφόσον πρόκειται για σχέση αλληλεπίδρασης, θα είναι θέμα χρόνου να πραγματοποιηθούν οι πρώτες αλλαγές.