Το ειδώλιο στο οποίο κάθεται ο λογοτέχνης όταν καλείται να απαντήσει (συνήθως σε μορφή απολογίας) για τη σχέση του (ή μη) με την κοινωνική πραγματικότητα είναι ζεστό. Πρόκειται για ένα ερώτημα που τίθεται συχνά, οι κοινωνίες βιώνουν πρωτόγνωρες προκλήσεις, σύνθετα προβλήματα και άμεσους κινδύνους. Τι κάνει η λογοτεχνία; Πού ομφαλοσκοπεί;
Μπαίνω στον πειρασμό να αναρωτηθώ αν και άλλες τέχνες καλούνται τόσο συχνά για εξακρίβωση στοιχείων. Αναρωτιέμαι ακόμα ποιο είναι εκείνο το σημείο της γραφής όπου (ξεκάθαρα, οριστικά) το κείμενο προβληματίζεται επί του κοινωνικού και από την άλλη το σημείο όπου η συγγραφική φωνή (φευ) ολισθαίνει και παύει να σχετίζεται (αποκόπτεται ίσως;) με το κοινωνικό της περιβάλλον. Ανακαλώ αυτό που έχουν πει για τους ποιητές, πως σαν άλλα καναρίνια στο ορυχείο πεθαίνουν πρώτοι προειδοποιώντας για την έλλειψη οξυγόνου. Το πραγματικό καναρίνι της ιστορίας επιτελεί έναν σαφώς κοινωνικό ρόλο, πλην εν αγνοία του. Είναι το μέγεθος των πνευμόνων ένα πολιτικό εργαλείο; Είναι η φυσιολογία του πτηνού η απάντηση σε μία εξωγενή ανάγκη; Είμαι σίγουρος πως τα καναρίνια αυτά πέθαναν αγνοώντας την έννοια του ορυχείου ή την επικτακτική καθημερινότητα που στέλνει εργάτες στα βάθη της γης. Και όμως, επιτελούν έναν κοινωνικό ρόλο.
Κατ’ αντιστοιχία πιστεύω πως η λογοτεχνία θερμομετρά την εποχή της εκ των πραγμάτων και χωρίς να είναι ο πρωταρχικός της στόχος. Διαβάζω ξανά τα ποιήματα από την ανθολογία “Μέτρα λιτότητας” που επιμελήθηκε η Karen Van Dyck (στα ελληνικά κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άγρα). Ο τίτλος παραπέμπει στη δημοσιονομική κρίση του 2008, πλην ο αναγνώστης θα δυσκολευτεί να εντοπίσει όρους μακροοικονομίας σε κάποια από τα ποιήματα της ανθολογίας. Αυτό δεν σημαίνει πως τα ποιήματα αυτά γράφτηκαν έξω από την κοινωνία που τα γέννησε, ίσως όμως να είναι μία ένδειξη πως η εκφραστική και αισθητική ανάγκη λειτουργεί με διαφορετικές ρυθμίσεις στο φακό της ή πως η φωτογραφία την οποία κάποιοι ζητούν ως πειστήριο σχετικότητας είναι στην πραγματικότητα μακράς έκθεσης. Πρόκειται ίσως για μία ελλειπτική τοποθέτηση προκειμένου να πει κανείς κάτι απλό: το κείμενο που είναι καλό, επιβάλλεται επί του χρόνου και του χώρου συγγραφής του, τα ξεπερνά. Και αυτό διότι δεν μιλά ούτε για τον χρόνο ούτε για τον χώρο, αλλά για τον άνθρωπο και τη συνθήκη του. Η ανθρώπινη αυτή συνθήκη δεν αλλάζει, απλά κληροδοτείται από τη μία εποχή στην άλλη με διαφορετικό περιτύλιγμα. Η λογοτεχνία της κάθε εποχής αφαιρεί κατ’ επανάληψιν (ακόμα και όταν προσθέτει) μέχρι να φτάσει εκεί από όπου ξεκίνησε: στον άνθρωπο.
Το γεγονός πως τα “Μέτρα λιτότητας” δεν είναι μία ποιητική συλλογή για μέτρα λιτότητας δεν σημαίνει πως εντός της δεν εντοπίζεται ο άνθρωπος που βιώνει μέτρα λιτότητας, πρόκειται ωστόσο για ιχνηλάτηση (ή υπογράμμιση) του κοινωνικού χώρου και όχι φακού μεγέθυνσής του, ένα ερμηνευτικό στοιχείο που αν υπάρχει τότε προσθέτει στην κατανόηση του κειμένου χωρίς να είναι η αρχή (ή έστω το τέλος) του.
Αυτό φυσικά δεν είναι ο κανόνας. Η σύγχρονη λογοτεχνία έχει παραδείγματα αξιόλογων βιβλίων τα οποία είναι αδιαχώριστα από την κοινωνική πραγματικότητα εντός της οποίας γράφτηκαν όπως η πεζογραφία της Βίβιαν Στεργίου όπου εξετάζει τις προκλήσεις και τις χαοτικές ζωές της millennial γενιάς.
Μικρές αντιθέσεις σας αυτές καθιστούν ιδιαίτερα δύσκολη την απάντηση στο ερώτημα που έχει τεθεί.
Η προσωπική μου εκτίμηση είναι πως η κοινωνική πραγματικότητα δεν εγγυάται αυτόματα μία λογοτεχνική παραγωγή που θα συνομιλεί άμεσα μαζί της. Οι προσλαμβάνουσες είναι πλέον παγκόσμιες και τα λογοτεχνικά ρεύματα έχουν διασπαστεί σε σημείο που δεν γίνεται καν λόγος για ρεύματα. Αυτό μας αφήνει με λογοτεχνικές φωνές οι οποίες δουλεύουν αν όχι τελείως ιδιωτικά τότε σίγουρα σε έναν μικρό κύκλο και με πρωτογενή υλικά επιλεγμένα όσο ποτέ άλλοτε με βάση ένα καθαρά προσωπικό κριτήριο. Αυτό ενισχύει την δυστοκία κάποιου να απαντήσει στο ερώτημα. Πότε μία προσωπική συνθήκη είναι ή παύει να είναι οικουμενική;
Αυτό που πιστεύω πως έχει ενδιαφέρον είναι το αντίκτυπο της φύσης της κοινωνικής πραγματικότητας στη θεματολογία της παραγόμενης λογοτεχνίας. Μήπως η γενικευμένη αίσθηση πάρεσης, η καθημερινότητα μιας βαρετής δυτικής δυστοπίας και η έλλειψη ενός διαφαινόμενου Zeitgeist στρέφουν το ενδιαφέρον του σύγχρονου λογοτέχνη σε περισσότερο ιδιωτικά αφηγήματα; Ο Χρίστος Κυθρεώτης έχει εύστοχα πει πως καθένας μας ζει ένα “μυθιστορηματικό τίποτα”, μία μη προσημασμένη αλληλουχία αδιέξοδων ημερών οι οποίες αν και περιέχουν συναισθηματικά ακρότατα αυτά δεν παύουν να είναι τοπικά. Σηκωνόμαστε από τα κρεβάτια μας γνωρίζοντας πού πρέπει να είμαστε αλλά όχι πού πάμε. Πρόκειται περί ενός ορίζοντα γεγονότων όπου συμβάντα κατακρημνίζονται καθημερινά χωρίς να έχουν αντίκτυπο στον παρατηρητή. Μήπως αυτή την πραγματικότητα απεικονίζει σε μεγάλο βαθμό θεματολογικά ο σύγχρονος λογοτέχνης; Μίας εποχής χωρίς μεγάλα ρεύματα ή ενός ανθρώπου αποκομμένου από τα μεγάλα ρεύματα; Και εάν αυτό συμβαίνει, επιβεβαιώνει πως ο λογοτέχνης δεν εμπνέεται από την σύγχρονη πραγματικότητα ή μήπως το αναιρεί; Αισθάνομαι πως υπολείπομαι γνώσεων κοινωνικής επιστήμης για να διεισδύσω περισσότερο στο ζήτημα, γνωρίζω όμως πως το καναρίνι στο ορυχείο τραγουδά χωρίς να ξέρει πού βρίσκεται και όταν το οξυγόνο τελειώνει εκείνο θα πεθάνει χωρίς να μπορεί να εξηγήσει τι το σκότωσε, πλην θα πρόκειται περί ενός θανάτου πολιτικής και κοινωνικής σημασίας, ενός κάματου σωστού.
Ίσως δεν έχει τόση σημασία το τραγούδι του λογοτέχνη, όσο το να το τραγουδά στο σωστό σημείο, δίπλα στον άνθρωπο. Όπως αναφέρει και ο William Carlos Williams στην εισαγωγή στα “Μέτρα λιτότητας”, “είναι δύσκολο / να μάθεις τα νέα από ποιήματα / κι όμως οι άνθρωποι πεθαίνουν δυστυχισμένοι κάθε μέρα / γιατί τους λείπει / ό,τι βρίσκεται εκεί”.