στη μνήμη του Γ. Ρίτσου
αλυσοδεμένη φυλλωσιά δέντρου
δέρμα και σάρκα αναμαλλιασμένα απ’ τον άνεμο
στην άσπλαχνη άνοιξη της Μακρονήσου,
τα μάτια σου κόκκινα απ’ το αλάτι
ορθάνοικτα στη μέρα, στα γεύματα
γεμάτα φτυσίματα και σιχασιά, δύο ελιές
στη φωτιά ή σ’ έναν απελπισμένο βυθό
άρμης και προδοσίας.
Και μετά, σκάβοντας όλο και πιο βαθιά
ψάχνοντας αντίστροφα τον χαμηλόφωνο στίχο
ταπεινή λύτρωση, μια άλλη σιγουριά
που προστατεύει μέσα της και περισώζει
περιφραγμένη τη ζωή:
τέσσερα μπουκάλια βυθισμένα στη γη
ο χρόνος πέτρινος
και μια πέμπτη διάσταση, περιπόθητη
σωτηρία.Άλλοι θα έρθουν να μαζέψουν
τους γυάλινους καρπούς σου,
να καταλάβουν χωρίς να ξέρουν
την οικουμενική
σαφή οικειότητα της ομορφιάς.
Μετά,
ομηρική μυρωδιά αλμυρού πιτσιλίσματος,
ένας ταπεινός διψασμένος καταυλισμός
λίγα ψίχουλα ψωμιού
δύο αποτσίγαρα
Και εσύ,
εδώ, δεν ξέρεις ακόμη
πως σε λίγα χρόνια μες στη νύχτα
θα έρθουν να σε πάρουν ξανά
κι ενώ οι φίλοι θα φωνάζουν βάλ’ το στα πόδια,
με σωκρατικό κοφτερό βλέμμα
θα υπαινιχτείς την “αλήθεια” ή διαφορετικά
το θάνατο. Εσύ
ξέρεις πως το να κινείται κάποιος στο κενό
δεν είναι καθόλου εύκολο, αλλά εμείς
από μια φωτεινή και αιχμηρή εξορία
μπορούμε να αφιερωθούμε στο φως
σαν μάγμα που δημιουργεί τον δικό του χώρο
επαναπροσδιορίζοντας τα όρια του σωστού
σκάβει και βάζει πίστη εκεί όπου υπήρχε ένδειξη
στη σύγχυση, στην αδικία
απομακρύνοντας την αδυναμία, ξεχνώντας
κιόλας,
βάζοντας εκεί όπου σήμερα είναι το τίποτα
αυτό το φυτό που αντιστέκεται στον ξερό
σουβά της αιχμαλωσίας
το φυτό του οποίου το όνομα δεν ξέρω
αλλά είναι όμορφο, και στηρίζει ήδη
τα πάντα – σφηνόλιθος
στα πλευρά πάνω στα οποία θα επανιδρυθεί
μια ακόμη φορά
ένα ακόμα εμείς,
ανυψώνοντας το βλέμμα στις ρίζες
βλέποντας από τη θάλασσα τη σπιτική γη
καλλιεργώντας την υπομονή και το χαμόγελο
ή τουλάχιστον σηκώνοντας το χέρι τις ζοφερές μέρες
με σκοπό να πει στην αβεβαιότητα
“Κι εμείς, κυρίως εμείς,
εδώ, αντιστεκόμαστε.”
Μετάφραση: Τζίνα Καρβουνάκη, Pen Greece – Translation Committee,
Διαπιστευμένη Εκπρόσωπος του Διεθνούς Ποιητικού Διαγωνισμού Nosside (UNESCO)
in memoria di G. Ritsos
E se ti immagino, ti riconosco
fronda d’albero incatenata
pelle e carne scarmigliata dal vento
nell’atroce primavera di Makronissos,
i tuoi occhi rossi di sale
sporti al giorno, ai suoi pasti
pieni di sputo e disgusto, due olive
sul fuoco o s’un fondo disperato
di salamoia e tradimento.
E poi, giù a scavare fino in fondo
cercando al contrario il verso basso
umile riscatto, un’altra sicurezza
a proteggere in sé e rimandare
racchiusa la vita:
quattro bottiglie interrate
un tempo di pietra
e una quinta dimensione, agognata
salvezza.
Altri verranno a raccogliere
i tuoi frutti di vetro,
a comprendere senza sapere
l’universale
esatta intimità della bellezza.
Dopo,
omerico odore di sbuffo salmastro,
un umile bivacco assetato
poche briciole di pane
due mozziconi di sigaretta
e tu,
qui, ancora non sai
fra qualche anno nella notte
a riprenderti verranno
e gli amici a gridarti la fuga,
in un taglio di sguardo socratico
accennerai”verità”, o altrimenti
morte. Tu
sai che muoversi nel vuoto
non è per nulla facile, ma noi
possiamo votarci alla luce
da un esilio luminoso e pungente
come magma che crea il proprio spazio
e riconsiderando i confini del giusto
scava e mette fede laddove era indizio
nella confusione, nell’ingiuria
scostando la debolezza, dimenticando
anche,
mettendo dov’è adesso il niente
questa pianta resistente al secco
calcinaccio della prigionia,
quella pianta di cui non so il nome
ma che è bella, ed è già il tutto
che puntella – pietra chiave in arco
alle costole su cui rifondare
un’altra volta
ancora un noi,
innalzando sulle radici lo sguardo
a sognare dal mare la terra di casa
coltivando pazienza e sorriso
o perlomeno nei giorni di buia
alzando una mano a dire, nell’incertezza
“anche noi, soprattutto noi,
qui resistiamo”.
Ο Giuseppe Carracchia (1988) είναι ποιητής, ερευνητής και πανεπιστημιακός δάσκαλος. Μεγάλωσε στην Σικελία, στο Palazzolo Acreide. Στη συνέχεια σπούδασε, διεξήγαγε έρευνα και δίδαξε στην Ιταλία, την Τυνησία και τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη. Έχει εκδώσει βιβλία ποίησης και τετράδια τέχνης, μεταξύ των οποίων: Stanze della luce {Δωμάτια φωτός} (Moretti & Vitali, 2022), Prova del nove {Μαθηματικές επαληθεύσεις} (Ladolfi 2015, 20213), La virtù del chiodo {Η αρετή ενός καρφιού} (L’Arca felice, 2011) και Il verbo infinito {Ο αστείρευτος λόγος} (Prova d’autore, 2010). Κείμενά του έχουν συμπεριληφθεί σε ανθολογίες και έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά, στην Ιταλία και στο εξωτερικό (μεταφρασμένα στα βοσνιακά, ισπανικά και αγγλικά). Έχει κερδίσει πολλά βραβεία μεταξύ των οποίων: Lerici Pea Giovani, Mario Luzi, Gradiva-New York, Città di Sassari, Montano). Είναι editor του περιοδικού Atelier. Αυτή την περίοδο ζει στο Τορίνο.
Μέρος του ποιήματος που σήμερα δημοσιεύεται στο σύνολο του στο CultureBook, δημοσιεύτηκε στο εβδομαδιαίο ημερολόγιο του 2023 του PEN Greece και των Εκδόσεων Αγγελάκη, με αφορμή τη συμπλήρωση πενήντα χρόνων από τη μεγάλη εξέγερση του Πολυτεχνείου τον Νοέμβριο του 1973.