1930
Αύγουστος
Η στέρνα: απροσδόκητη κι απίστευτη μέρα.
Κουβέντα πρόσφυγα: Κι αν πέσανε τα δαχτυλίδια, απομένουν τα δαχτύλια
1935
Τετάρτη 21 Αυγούστου
[…]
Προσπάθησε, κάθε μέρα να θυμάσαι και να πραγματοποιείς τι πιστεύεις. Κι αν χρειαστεί κάποτε για τη ζωή σου, για το σκοπό της ζωής σου, να ξεχάσεις, να γυρίσεις πλευρό, ν’ ανασάνεις, τότε δοκίμασε να αφεθείς ολότελα, να ζήσεις τυφλός για κάποιο διάστημα. Ίσως η γαλήνη που γυρεύεις να βρίσκεται ακριβώς στην ισορροπία μιας τέτοιας θέσης και μιας τέτοιας άρσης. Ζήσε ολόκληρος.
Γράφω έχοντας μπροστά μου, πλαισιωμένην από το διχαλωτό κορμό μιας οξιάς, την καμπούρα μιας κορυφής του ανατολικού βουνού που σβήνει, δεξιά, στη θάλασσα, και κόβεται λίγο ψηλότερα, αριστερά, από τη δημοσιά που πηγαίνει στη Ζαγορά.
[…]
1937
8 Ιουνίου
[…]
Γνωριστήκαμε ένα μεσημέρι του Αυγούστου στην ακρογιαλιά. Στεγνώναμε ξαπλωμένοι πλάι-πλάι. Ένα σκούρο πέπλο, βρεμένο, σκέπαζε το πρόσωπό της. Έγειρα να τη φιλήσω. Άφησε το κεφάλι της ξένο, αδιάφορο, σφιγμένα τα δόντια και τα χείλια ψυχρά. Έπειτα ξαφνικά τράβηξε το πέπλο της, όπως ανοίγει κανείς ένα βιβλίο. Ανεβήκαμε το βουνό γυμνοί μέσα στον ήλιο. Ήταν δική μου, όπως τώρα, όπως πάντα, όπως καμιά φορά στο κρεβάτι μας˙ δεν μας έμενε πια το βάρος να αισθανθούμε πόσο ξεπερνά τον άνθρωπο να είναι ο ένας ενωμένος με τον άλλον όπως ήμασταν. Παραμιλούσε, κι έπειτα, όταν γύριζε στις αισθήσεις της, κοίταζε καμιά φορά πίσω σαν ένα δρόμο που έχουμε περάσει και έλεγε μόνη της: «Τίποτε πια δε μας χωρίζει». Ήταν ευτυχισμένη και ήταν δική μου από τότες, από την πρώτη εκείνη μέρα που βασίλεψε ο ήλιος πάνω μας καθώς περιμέναμε ακίνητοι πάνω στα αρχαία μάρμαρα, όπως και τώρα στις ώρες της ανυπόφορης δοκιμασίας.
1940
Τρίτη 23 Ιουλίου
Το καλοκαίρι προχωρεί μετ’ ανοιχτά παράθυρα του που κάνουν την Αθήνα ένα μεγάλο κοινόβιο, με τους υπαίθριους κινηματογράφους που περιμαντρώνουν μάζες ανθρώπων μέσα σε μια υποθετική δροσιά φτιαγμένη από φωνές φαντασμάτων, σκοτάδι και ασβέστη. Οι μέρες είναι βαριές και είναι ακόμα πιο δύσκολο ν’ αποσείσει κανείς τις συνήθειες που μας κλείνουν τα μάτια. Καλοκαίρι, εποχή των τυφλών! Αλλά, Θεέ μου, δώσε μας τη δύναμη να κρατήσουμε ως το τέλος, ακόμη και σε τούτο το σκοτάδι, την ανθρώπινη υπόστασή μας.
[…]
1943
Κυριακή, 8 Αυγούστου
Ιχνογραφώ σαν υπνωτισμένος ερωτισμούς φυλακισμένων. Ψυχική εξάντληση: «Δώσε στις ρίζες μου βροχή!» – Ο φριχτός κάμπος του Νείλου. Η παχιά γης: αέναη αποσύνθεση. Σήμερα το πρωί αναζητούσα με σωματικό σχεδόν πόνο τη γυαλιστερή πέτρα ενός νησιού.
1946
Κυριακή, 2 Ιουνίου
Από το πρωί στο δάσος της Κινέτας.
«Αυτό που είμαστε, ο Θεός μονάχα μπορεί να το συμπληρώσει.»
Αδύνατο να χρησιμοποιήσω – δε σημαίνουν τίποτε – τη λέξη ομορφιά ή τη λέξη φύση μιλώντας για το πρόσωπο της Αττικής.
Διάλογος ανάμεσα στον άνθρωπο (εμένα ο altra cosa) και τον άνθρωπο (ή ένα θεό)˙ αυτή η ακατάπαυτη συναλλαγή με τη θάλασσα, τα βουνά, το φως και τον αέρα.
Τα βουνά, το ένα μέσα στο άλλο, είναι σώματα που αγκαλιάζουνται, χύνουνται το ένα μέσα στο άλλο, προχωρούν και σε συμπληρώνουν. Το ίδιο με τη θάλασσα. Αυτό το καταπληκτικό πράγμα γίνεται. Αδύνατο να διατυπώσω καλύτερα τούτη την αποκάλυψη. Από εκεί και πέρα, αν είσαι ή όχι ένα πρόσωπο, δεν έχει καμιά σημασία. Ή: το πρόσωπο δεν είσαι πια εσύ, το πρόσωπο είναι εκεί. Αν μπορείς, το συμπληρώνεις. Αν μπορείς, κάνεις μια πράξη ιερή. Σ’ αυτό το σημείο, ευτυχία ή δυστυχία δε σημαίνουν τίποτε. Είναι μια πάλη που γίνεται σε άλλους τόπους.
Διαστολή της ψυχής μέσα σ’ αυτό τον άλλο κόσμο. Μια τρομαχτική άβυσσο μπροστά σου ως τη συστολή της ψυχής που δοκίμασες όταν σε κατασπίλωσε κι εσένα το αδελφικό φονικό. Πώς να την περάσεις αυτή την άβυσσο;
Αβάσταχτη, οδυνηρή σιωπή.
Ζάλη. Μέσα σ’ αυτή την άβυσσο, η κοιλιά μιας γυναίκας που γίνεται, ολοένα περισσότερο, η κοιλιά μιας άγνωστης, η κοιλιά της γης.
Η μαύρη και αγγελική αττική μέρα.
1947
Σάββατο, 9 Αυγούστου
Και όταν ειπωθούν όλα, έρχεται η στιγμή που καταλαβαίνεις πως η μηχανή της μετουσίωσης γυρίζει από το άλλο μέρος και ξαναφέρνει το μοναδικό, αυτό που άνθιζε, στην κατάσταση του σπόρου, που ακολουθεί τους άλλους σπόρους ανάμεσα στις μυλόπετρες.
1956
Παρασκευή, 13 Ιουλίου, Ιερουσαλήμ
[…]
Αυτό το δικό μου πείσμα να μένω προσκολλημένος σε πράγματα που με συγκινούν στην Ελλάδα – τούτη η στενοκεφαλιά – και στη χλωρίδα ακόμη. Λ.χ. σήμερα την αυγή, καθώς χάραζε, είδα από τα παράθυρό μας τα πεύκα της αυλής να παίζουν με τον αέρα˙ να κάνουν αυτό το χαρακτηριστικό θρόισμα που κάνουν οι πευκοβελόνες στον τόπο μας. Συγκινήθηκα όπως τότε στο Λίβανο.