Οι νεκροί δεν υπακούνε πια
Ο ανθυπολοχαγός είπε πως έπρεπε να ξαπλώσουμε, κι εμείς ξαπλώσαμε. Ήταν στην άκρη ενός δάσους, κι ο ήλιος έλαμπε, ήταν άνοιξη, όλα ήταν σιωπηλά, και ξέραμε ότι ο πόλεμος τελείωνε. Όσοι είχαν ακόμη καπνό, άρχισαν να καπνίζουν, κι εμείς οι άλλοι προσπαθούσαμε να κοιμηθούμε, γιατί ήμασταν κουρασμένοι, εδώ και τρεις μέρες είχαμε φάει ελάχιστα κι είχαμε κάνει πολλούς αντιπερισπασμούς. Ήταν υπέροχα ήσυχα, και κάπου κελαηδούσαν και πουλιά, και ο αέρας ανέδιδε μια απαλή, υγρή τρυφερότητα…
Ξαφνικά ο ανθυπολοχαγός άρχισε να ουρλιάζει. Ξεφώνιζε: “Έι!” Μετά μάνιασε και φώναξε: “Έι, εσύ εκεί!” Και μετά τον έπιασε μια λύσσα, και η φωνή του αναποδογύρισε: “Έι, εσύ, έι, εσύ εσύ!”
Και τότε είδαμε ποιον εννοούσε. Απέναντι, στην άλλη μεριά του μονοπατιού, καθόταν κάποιος και κοιμόταν. Ήταν ένας απλός γκρίζος φαντάρος, που είχε ακουμπήσει σ’ ένα δέντρο και κοιμόταν ‘ κι αυτός ο φαντάρος χαμογελούσε πολύ γλυκά με το φακιδιασμένο πρόσωπό του, κι εμείς σκεφτήκαμε πως ο ανθυπολοχαγός θα τρελαινόταν. Σκεφτήκαμε επίσης ότι κι ο κοιμισμένος θα τρελαινόταν, γιατί ο ανθυπολοχαγός τσίριζε όλο και πιο πολύ, κι ο κοιμισμένος χαμογελούσε όλο και πιο πολύ…
Αυτοί που είχαν αρχίσει να καπνίζουν, έπαψαν τώρα να καπνίζουν, κι αυτοί που ήθελαν να κοιμηθούν, είχαν ξυπνήσει, και μερικοί από εμάς χαμογελούσαν επίσης. Ήταν άνοιξη, μαλακιά και γλυκιά, και ξέραμε πως ο πόλεμος τελείωνε.
Ξαφνικά ο ανθυπολοχαγός έπαψε να τσιρίζει, τινάχτηκε πάνω, διέσχισε με δυο βήματα το μονοπάτι, και χτύπησε τον κοιμισμένο στο μέτωπο. Τότε όμως είδαμε πως ο κοιμισμένος ήταν νεκρός.
Χωρίς να πει κουβέντα έπεσε κάτω, και δε χαμογελούσε πια: Στο πρόσωπό του σχηματίστηκε μια απαίσια γκριμάτσα, και τον ανθυπολοχαγό, που γύρισε πίσω άσπρος σαν το πανί, δεν τον λυπηθήκαμε καθόλου, γιατί δε νιώθαμε πια καμιά χαρά για τον ήλιο, ούτε και για το απαλό, υγρό, τρυφερό ανοιξιάτικο αέρα, και μας φαινόταν αδιάφορο πια αν ο πόλεμος τελείωνε ή όχι. Ξαφνικά νιώσαμε πως είμαστε όλοι νεκροί, ακόμα κι ανθυπολοχαγός, γιατί τώρα ψευτογελούσε και δε φορούσε πια στολή.
Ξαφνικά ο ανθυπολοχαγός άρχισε να ουρλιάζει. Ξεφώνιζε: “Έι!” Μετά μάνιασε και φώναξε: “Έι, εσύ εκεί!” Και μετά τον έπιασε μια λύσσα, και η φωνή του αναποδογύρισε: “Έι, εσύ, έι, εσύ εσύ!”
Και τότε είδαμε ποιον εννοούσε. Απέναντι, στην άλλη μεριά του μονοπατιού, καθόταν κάποιος και κοιμόταν. Ήταν ένας απλός γκρίζος φαντάρος, που είχε ακουμπήσει σ’ ένα δέντρο και κοιμόταν ‘ κι αυτός ο φαντάρος χαμογελούσε πολύ γλυκά με το φακιδιασμένο πρόσωπό του, κι εμείς σκεφτήκαμε πως ο ανθυπολοχαγός θα τρελαινόταν. Σκεφτήκαμε επίσης ότι κι ο κοιμισμένος θα τρελαινόταν, γιατί ο ανθυπολοχαγός τσίριζε όλο και πιο πολύ, κι ο κοιμισμένος χαμογελούσε όλο και πιο πολύ…
Αυτοί που είχαν αρχίσει να καπνίζουν, έπαψαν τώρα να καπνίζουν, κι αυτοί που ήθελαν να κοιμηθούν, είχαν ξυπνήσει, και μερικοί από εμάς χαμογελούσαν επίσης. Ήταν άνοιξη, μαλακιά και γλυκιά, και ξέραμε πως ο πόλεμος τελείωνε.
Ξαφνικά ο ανθυπολοχαγός έπαψε να τσιρίζει, τινάχτηκε πάνω, διέσχισε με δυο βήματα το μονοπάτι, και χτύπησε τον κοιμισμένο στο μέτωπο. Τότε όμως είδαμε πως ο κοιμισμένος ήταν νεκρός.
Χωρίς να πει κουβέντα έπεσε κάτω, και δε χαμογελούσε πια: Στο πρόσωπό του σχηματίστηκε μια απαίσια γκριμάτσα, και τον ανθυπολοχαγό, που γύρισε πίσω άσπρος σαν το πανί, δεν τον λυπηθήκαμε καθόλου, γιατί δε νιώθαμε πια καμιά χαρά για τον ήλιο, ούτε και για το απαλό, υγρό, τρυφερό ανοιξιάτικο αέρα, και μας φαινόταν αδιάφορο πια αν ο πόλεμος τελείωνε ή όχι. Ξαφνικά νιώσαμε πως είμαστε όλοι νεκροί, ακόμα κι ανθυπολοχαγός, γιατί τώρα ψευτογελούσε και δε φορούσε πια στολή.