Scroll Top

​Erich Fried – Πέντε ποιήματα

Η άκρηΠάντα η φρίκη πίστευα
πως έχει κάποια άκρη
σ’ αυτή πάνω να σταθείς και πέρα να κοιτάξεις
το πως στριφογυρνά
κι αφρίζει
όταν γελά
όταν σαπίζει βρωμερά

Μια άκρη
που να ξέρεις πρέπει
να τη φοβάσαι
ούτε ένα βήμα δεν μπορείς να κάνεις παραπέρα
και δεν μπορείς να φυλαχτείς
μόνο με ένα δυο βήματα πιο πίσω
γιατί κι αν το μέρος φαντάζει ψηλά σε τοίχο
απ’ όπου πιάνεται κανείς
δεν είναι να ξεθαρρέψεις
Ίσως σάπιο είναι
και γκρεμιστεί σε θρύψαλα

Ποτέ μου δεν επίστεψα
πως είναι κάτι σίγουρο
πάντα το βλεπα σα μια προειδοποίηση
«Μέχρι εδώ και όχι πιο πέρα»
ή «Ούτε ακόμα μέχρι εδώ»

Στους Εφιάλτες μου
που μούδειχναν τον κίνδυνο και την απάτη
και κει ακόμα πίστευα
πως η φρίκη έχει κάποια άκρη
Δεν ξέρω γιατί το πίστευα
όμως με παρηγορούσε

*

Πρώτες βοήθειεςΜετά το νέο πόλεμο
τρεις νοσοκόμοι θα ΄ρθουν
παντού θα βοηθούν
για την πρόοδο

Ο πρώτος
θα ταΐζει τα ερείπια
τους πεινασμένους πύργους
που θα ζητιανεύουν

Ο δεύτερος
θα μαζέψει κόκκαλα και θα τα φυτέψει
όταν φυτρώσουν
θα βγάλουν και κρέας

Ο πρώτος θα το πάρει
για να τρέφει τα ερείπια
γιατί χωρίς κρέας
δεν θα φαντάζουν ρομαντικά

Όμως ο τρίτος
από θάμνους, χαρτιά και πράσινο
φωλιές θα φτιάξει
για τα λιθάρια και τα παιδιά τους

*

Όλα σχεδόνΤα χρόνια της μαθητείας
έχουν περάσει
Έμαθα να βλέπω και να ακούω
Όλοι σχεδόν οι άνθρωποι έκαναν
σ’ όλους σχεδόν τους άλλους
σχεδόν τα πάντα
Και όλοι σχεδόν οι άνθρωποι
που όλα σχεδόν τα έπαθαν
λέγαν μετά
με σχεδόν απειλή στη φωνή:
“Θά ‘ρθει η μέρα
Η μέρα που σ’ όλους σχεδόν
όλα σχεδόν θα ξεπληρώσουμε
όσα μας έκαναν”
Τους άκουγα να μονολογούν
σχεδόν επί λέξη
Μια που λοιπόν
αυτά σχεδόν είναι ότι θέλουν
ή όλα σχεδόν
που ξέρουν πως θέλουν
αυτή η μέρα
που όλοι σχεδόν προσμένουν
πολλές φορές σχεδόν θα ‘ρχεται
αλλά ποτέ στ’ αλήθεια.
Αλήθεια
αυτά είναι ότι έμαθα
και θέλω σχεδόν να πω
πως έτσι
ξέχασα Ακοή και Όραση
Τα χρόνια της μαθητείας μου
έχουν σχεδόν περάσει

*
Η ανάγκη δεν ξέρει περιορισμούςΔεν έχουμε τώρα δυστυχώς
καιρό
για αβρότητες
είπε κάποιος
που από χρόνια ήξερα
πως ήταν αγροίκος

*
Αυτοκριτική

Ήξερα κάποιον
με πολύ βρώμικα
τα χέρια
θα του το ‘χα
συγχωρέσει
αλλά επέμενε
πως έκανε
δημόσια αυτοκριτική
από την κορυφή μέχρι τα νύχια
και μετά
με το δάχτυλό του
βουρτσισμένο επίπονα
έδειχνε
τους άλλους
Δεν έβλεπα πάνω του
παρά μονάχα
κομμάτια που ‘πέφταν
απ’ το πολύ
καθάρισμα

* Μετάφραση: Ορέστης Δράμπης (Εκατό ποιήματα χωρίς πατρίδα)