Scroll Top

Γιώργος Σεφέρης – Δοκιμές (α’)

Προτοῦ κατηγορήσουμε τους ποιητὲς γιὰ τὰ ἀκατανόητα σχήματα ποὺ μᾶς παρουσιάζουν, θὰ ἦταν δίκιο νὰ τοὺς ἀναγνωρίσουμε τὸ στοιχειώδες δικαίωμα νὰ κρίνουνται, ὅπως καὶ οἱ ἄλλοι καλλιτέχνες, σύμφωνα μὲ τοὺς κανόνες τῆς τέχνης τους, καὶ μὲ τὶς δυσκολίες ποὺ παρουσιάζει τὸ ὑλικό τους. Ένα δικαίωμα ποὺ τοὺς ἀνήκει. ᾿Ακοῦμε πολλὲς φορὲς ἀνθρώπους ἐξαίρετα μορφωμένους νὰ ομολογοῦν ὅτι δὲν καταλαβαίνουν ορισμένα μουσικά κομμάτια, ποὺ εἶναι πολύ ἁπλὰ γιὰ ὅποιον ἔχει ἔστω καὶ μιὰ μακρινὴ σχέση μὲ τὴ μουσική. Καὶ ἂν τοὺς ποῦμε ὅτι δὲν τὰ καταλαβαίνουν γιατὶ δὲν καταλαβαίνουν τὴ μουσική, δὲν παύουν νὰ μᾶς χαιρετοῦν. Ωστόσο, ἂν πεῖ κανεὶς στὸν ἴδιον ἄνθρωπο ὅτι δὲ βρίσκει νόημα σ’ ἕνα ποίημα (ποιό εἶναι τὸ νόημα ἑνὸς ζωγραφικοῦ πίνακα;) γιατὶ δὲν καταλαβαίνει τὴν ποίηση, τὸ θεωρεῖ σὰν προσωπικὴ προσβολή σὰ νὰ τὸν εἶχε ἀποκαλέσει κανεὶς ἀναλφάβητο. Καὶ τὸ παράξενο εἶναι ὅτι, στὸ σημεῖο ποὺ ἔχουν φτάσει τὰ πράγματα, είναι πολύ πιθανό πὼς ἀναλφαβητισμός βοηθεῖ μᾶλλον παρὰ ἐμποδίζει τὴν ποιητική κατανόηση. Γιατὶ ἡ πρώτη παρεξήγηση ἐκπορεύεται και ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι τὰ ποιήματα εἶναι γραμμένα μὲ γράμματα, όπως οι ταξιδιωτικοὶ ὁδηγοὶ καὶ οἱ διαφημίσεις τῶν φαρμάκων. Καὶ εἶναι προτιμότερο νὰ ἔχουν τὴν ἀγαθὴ τύχη νὰ πετύχουν ἕναν ἀκροατὴ ποὺ δὲν έχει συνηθίσει νὰ ἀποκοιμίζει το μυαλό του — ὅπως ἡ μεγαλύτερη μάζα των μισομορφωμένων – με τό ἀνεξάντλητο ἔντυπο υλικό, ποὺ ἀπορροφά κάθε μέρα ο πολιτισμένος ἄνθρωπος. Ο άνθρωπος αὑτός, τις περισσότερες φορές, ζητεῖ ἀπὸ τὴν τέχνη νά τοῦ λέει κάτι ή νὰ μοιάζει με κάτι, ἐνῶ τὸ ἔργο τῆς τέχνης είναι κάτι μὲ τὸ ὁποῖο ἐρχόμαστε ἢ δὲν ἐρχόμαστε σέ ἐπαφή.

Δὲ θέλω νὰ πῶ ὅτι δὲν πρέπει να παρέχει ή ποίηση ἕνα νόημα λογικό. Τό μόνο που ὑποστηρίζω εἶναι πως ἡ ὕπαρξη τοῦ νοήματος αὐτοῦ εἶναι συχνὰ ἄσχέτη μὲ τὴν ποιητικὴ ἀξία, πὼς εἶναι κακό σημάδι ἄσχημο σύστημα ν’ ἀρχίζουμε προσεγγίζοντας τὴν ποίηση από το λογικό της νόημα, και κυρίως πως ἡ ποίηση εἶναι λογοτεχνία προφορική. Μολονότι σήμερα έχουμε πάρει τὴ συνήθεια να διαβάζουμε μόνο μὲ τὰ μάτια, πρέπει σὰ λογοτεχνία προφορικὴ νὰ τὴν ἀντικρίσουμε πρῶτα – πρῶτα, ἂν θέλουμε νὰ τὴν καταλάβουμε. Γιατί αὐτὴ εἶναι ἡ πηγή της καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ φυλή της: ὁ προφορικός λόγος, ποὺ στὴν πιο παρωχημένη άκρη τῆς γενιάς του, συναντᾶ τὸ «άγριο χτύπημα» ποὺ ἀναφέρει ὁ Έλιοτ «ένός τυμπάνου μέσα στὴ ζούγκλα». Καὶ ἂν ψάξουμε πρὸς αὐτὴ τὴν κατεύθυνση γιὰ νὰ βροῦμε τῇ διαφορὰ ποίησης καὶ πρόζας, φαντάζομαι νὰ μὴν πάει χαμένος ὁ κόπος μας ένα παράδειγμα: ἡ ποίηση χρησιμοποιεῖ τὴ σιωπή, είναι καμωμένη ἀπὸ λόγο καὶ ἀπὸ σιωπή, σμιλεύει τὴ σιωπὴ κατὰ κάποιον τρόπο. ‘Η πρόζα εἶναι μιὰ τέχνη σιωπηλή, ξετυλίγεται μέσα στῇ σιωπή ἂν ἔχει διακοπὲς δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει σιωπές. Συνήθως ἡ πρόζα ποὺ προσκαλεῖ τὴν ἀπαγγελία, ἡ ποιητικὴ πρόζα, είναι κακὴ πρόζα ἡ ποίηση ποὺ δὲν προσκαλεῖ τὴ φωνὴ εἶναι κακή ποίηση. Καὶ όμως πόσοι ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ διαβάζουν ποιήματα, αἰσθάνονται τὴν ἀνάγκη νὰ τὸ ἀκούσουν γιὰ νὰ τὰ καταλάβουν. Καὶ πόσοι λιγότεροι ξέρουν να τ’ ἀκούσουν.

Σὰν προφορικός ρυθμὸς ἡ ποίηση ἀποτείνεται σ’ ὁλόκληρο τὸν ἄνθρωπο, στις αἰσθήσεις του, στὰ συναισθήματά του, καὶ στὸ λογικό του σὰ διαμορφωτὴ συναισθημάτων. ΄Απαιτεῖ ὁλόκληρο τὸν ἄνθρωπο, ἐκεῖνον ποὺ δίνεται μὲ τὸν ἀμεσότερο τρόπο, χωρὶς νὰ σταθεῖ νὰ λογαριάσει ἂν καταλαβαίνει. Δὲν καταλαβαίνουμε, ὅταν φοβούμαστε πὼς δὲ θὰ καταλάβουμε. Αὖτὸς ὁ φόβος εἶναι τὸ μεγαλύτερο ἐμπόδιο τῆς ποιητικῆς ἐπαφῆς. Ὅταν αὐτὸς λείψει, ἡ κατανόηση ἔρχεται ἀργότερα μόνη της καὶ σιγὰ-σιγά, ὅπως πάντα. Τὸ ρητὸ πῶς «ἡ ποίηση είναι μια στάση ἀπέναντι στὴ ζωή», θέλει νὰ πεῖ, φαντάζομαι, πολλὰ ἄλλα πράγματα ἀκόμη, ἀλλὰ θέλει νὰ πεῖ καὶ τοῦτο: μιὰ στάση, ὅπως λέμε ἡ στάση ἑνὸς ἀγάλματος. Ο ποιητὴς συντάσσει τὸν ἄνθρωπο ἀπέναντι στὴ ζωὴ καί, σὲ τελευταία ἀνάλυση, μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο αἰσθάνομαι τὸν Αἰσχύλο, ὅταν χάνεται στὸ τέλος τῆς Ὀρέστειας ἡ πομπὴ τῶν Εὐμενίδων:

Ζεὺς παντόπτας
οὕτω Μοῖρά τε συγκατέβα.
΄Ολολάξατε νῦν ἐπὶ μολπαῖς.

Πηγή: ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ/ΔΟΚΙΜΕΣ/ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ (1936-1947)/Εκδ. ΙΚΑΡΟΣ