Scroll Top

Henry Miller – Επίσκεψη στις Μυκήνες

Ο  συγγραφέας Χένρι Μίλερ έφτασε στη χώρα μας το 1939 καλεσμένος του Λόρενς Ντάρελ. Παρακάτω παραθέτονται αποσπάσματα από την επίσκεψη του στον αρχαιολογικό χώρο των Μυκηνών μαζί με τον Γιώργο Κατσίμπαλη.

[…]

Σαν προσπεράσεις το μικρό χάνι που το ‘χει ο Αγαμνέμων κ’ η γυναίκα του, που ‘ναι αντίκρυ σ’ ένα καταπράσινο λιβάδι καταλαβαίνεις πως η γη είναι σπαρμένη με κορμιά και λείψανα από θρυλικές φιγούρες. Πριν ακόμα ανοίξει ο Κατσίμπαλης το στόμα του, το ‘ξερα πως κείτονταν τριγύρω μας, η γη το λέει. Το πλησίασμα στον τόπο αυτό της φρίκης είναι αφάνταστα προκλητικό. Παντού υπάρχουν μαλακοί πράσινοι λόφοι, βουναλάκια, σωροί από χώματα κι από κάτω τους, όχι πολύ βαθιά, κείτονταν οι πολεμιστές κ’ οι ήρωες, οι θρυλικοί καινοτόμοι που χωρίς τεχνικά μέσα χτίσαν τα πιο μεγάλα κάστρα. Ο ύπνος είναι τόσος βαθύς, που η γη κι όλοι όσοι περπατούν απάνω ονειρεύονται, ως και τα μεγάλα πουλιά που γυροφέρνουν από πάνω μοιάζουν σαν αφιονισμένα, σαν υπνωτισμένα. Όσο ανεβαίνει κανείς σιγά με το ανηφορικό έδαφος, το αίμα πυκνώνει, η καρδιά χτυπάει πιο αργά, ο νους σταματά τρομαγμένος από τη φοβερή εικόνα της ατέλειωτης αλυσίδας των φονικών. Δυο διαφορετικοί κόσμοι συγκρούονται εδώ – ο ηρωικός κόσμος του φωτός και ο σκοτεινός κόσμος του στιλέτου και του δηλητηρίου. Οι Μυκήνες σαν την Επίδαυρο είναι φωτολουσμένες. Μα η Επίδαυρος είναι ολανοιγμένη, απλωμένη, ανέκκλητα δοσμένη στο πνεύμα. Οι Μυκήνες κλείνονται μέσα τους, σαν ομφαλός που μόλις κόψαν, παρασέρνοντας τη δόξα τους στα πιο βαθιά σπλάχνα της γης, όπου νυχτερίδες και σαύρες τρέφονται απ’ αυτήν αχόρταγα.

[…]

Οι Μυκήνες, σαν πάρει κανείς την τελευταία στροφή, συμμαζεύονται ξάφνου αναρκούκουδα, βλοσυρές, προκλητικές, αδιαπέραστες. Οι Μυκήνες είναι κλεισμένες και σωριασμένες στον εαυτό τους, σπαρταρώντας με τις μυϊκές συσπάσεις ενός παλαιστή. Ως και το φως, που πέφτει απάνω τους με ανελέητη διαύγεια, ρουφιέται αποδιωγμένο, θολωμένο, κομματιασμένο σε κορδέλες.

[…]

Ήταν ακόμη πολύ πρωί όταν διαβήκαμε την πύλη των Λεόντων. Κανένας φύλακας τριγύρω, ούτε ψυχή. Ο ήλιος σηκώνεται αργά και σταθερά και το κάθε τι ξεσκεπάζεται στα μάτια μας. Προχωρούμε δειλά, προσεκτικά, δεν ξέρουμε κ’ εμείς τι φοβόμαστε. Εδώ κ’ εκεί βλέπεις να χάσκουν βάραθρα επικίνδυνα, λεία, γυαλιστερά. Περπατάμε ανάμεσα σε μεγάλες πέτρινες πλάκες που σχηματίζουν τον κυκλικό περίβολο. Τι μου ‘μαθαν τα βιβλία; Τίποτα. Μπορώ και βλέπω αυτά τα συντρίμμια με μάτι αγρίου. Μένω άλαλος μπροστά στις αναλογίες των βασιλικών δωματίων και των απάνω διαμερισμάτων. Τι κολοσσιαία τείχη για να προστατεύουν μια χούφτα ανθρώπους. Ήταν ο καθείς τους κι από ένας γίγας˙ φριχτή νύχτα έπεσε πάνω τους, στις μέρες της δυστυχίας, για να τους κάνει να χωθούν μέσα στη γη, να κρύψουν τους θησαυρούς τους από το φως, να ματοκυλιστούν τόσο ανόσια μέσα στα σπλάχνα της γης. Εμείς οι άνθρωποι του Νέου Κόσμου, με τα μυριάδες χέρσα στρέμματα, με τα εκατομμύρια των πεινασμένων, των άπλυτων, των αστέγαστων, εμείς που σκάβουμε μέσα στη γη, που δουλεύουμε, τρώμε, κοιμούμαστε, αγαπούμε, περπατάμε, πολεμάμε, αγοράζουμε, πουλάμε και μακελλεύουμε εκεί κάτω από τη γη ακολουθάμε τον ίδιο δρόμο; Γεννήθηκα στη Νέα Υόρκη, την πιο μεγάλη και την πιο έρημη πόλη του κόσμου, στέκομαι τώρα εδώ στις Μυκήνες και προσπαθώ να καταλάβω τι έγινε εδώ πριν από πολλούς αιώνες. Νοιώθω σαν κατσαρίδα που σέρνεται ανάμεσα στα ξεχαρβαλωμένα μεγαλεία. Είναι δύσκολο να πιστέψω πως κάπου πίσω από τα κλαριά και τα φύλλα του μεγάλου γενεαλογικού δέντρου της ζωής οι απόγονοί μου ξέραν αυτό τον τόπο, αναρωτιόντουσαν τις ίδιες απορίες, για να καταποντιστούν χωρίς ν’ αφήσουν κανένα σημάδι της σκέψης τους έξω απ’ αυτά τα ερείπια, τα σκόρπια λείψανα μέσα στα μουσεία, ένα σπαθί, ένα πελέκι, μια ασπίδα, μια μάσκα πεθαμένου από χρυσάφι, ένα τάφο, ένα λιοντάρι λαξεμένο πάνω σε πέτρα, ένα υπέροχο κύπελλο. Στέκω στη κορυφή της Ακρόπολης και μέσα στο φρέσκο πρωινό νοιώθω την ανάσα του γκρίζου άγριου βουνού που ορθώνεται από πάνω μας. Από κάτω, από την πεδιάδα του Άργους, η ομίχλη σηκώνεται.

[…]

Ανεβαίνουμε στην ξέμακρη βουνοπλαγιά μέσα σ’ ένα πανόραμα θαμβωτικής λαμπρότητας. Ένας τσοπάνης με το κοπάδι του σαλεύει στη μακρινή πλαγιά του βουνού. Φαντάζει θεόρατος, τα πρόβατά του είναι σκεπασμένα με χρυσές προβιές. Περπατά χωρίς να βιάζεται μέσα στην απεραντοσύνη του ξεχασμένου καιρού. Περπατά ανάμεσα στα παγωμένα κορμιά των νεκρών που τα δάχτυλά τους έχουν μπλεχτεί στο κοντό γρασίδι. Στέκει να μιλήσει μαζί τους, να τους χαϊδέψει τα γένια. Έτσι περπατούσαν και στα ομηρικά χρόνια, όταν πλέκονταν οι θρύλοι με χρυσές κλωστές.

[…]

Τώρα περνάμε το γεφυράκι πάνω απ’ το βουλιαγμένο θόλο του τάφου της Κλυταιμνήστρας. Η γη φλέγεται από το πνεύμα, σα να ‘ταν να παίζουμε με μια αόρατη πυξίδα που μόνο η βελόνα της σιγοτρέμει φωτεινή, σαν την αγγίζει η λάμψη μιας ακτίνας. Πηγαίνουμε προς τον τάφο του Αγαμέμνονα, που μια λεπτή στρώση γης σκεπάζει το θόλο του σαν πουπουλένιο πάπλωμα. Η γύμνια αυτού του τόπου είναι μεγαλόπρεπη. Στάσου πριν ακόμα σβήσει η καρδιά. Σκύψε να μαζέψεις ένα λουλούδι. Θρύψαλα από αγγεία παντού και κουτσουλιές. Ο μηχανικός χρόνος σταμάτησε. Για μια στιγμή η γη ταλαντεύεται, πριν ξαναβρεί τον αιώνιο παλμό της.

[…]

Λέω πως ολόκληρος ο κόσμος ξεκινώντας από δω για όλες τις γωνιές της γης, ήταν κάποτε τόσο ζωντανός όσο ποτέ δεν ονειρεύτηκε άνθρωπος. Λέω πως εδώ τριγυρνούσαν οι θεοί, άνθρωποι σαν κ’ εμάς σε σχήμα κ’ υπόσταση, μα ελεύθεροι, ελεύθεροι. Σαν έφυγαν απ΄ αυτή τη γη, πήραν μαζί τους το μοναδικό μυστικό που δε θα μας το πουν όσο κ΄εμείς δεν θα λευθερωθούμε πάλι.

Πηγή: ΧΕΝΡΙ ΜΙΛΕΡ, Ο κολοσσός του Μαρουσιού, Μετάφραση: Ανδρέας Καραντώνης, Εκδ. Πλειάς,