Scroll Top

Η ποίηση του καιρού μας / Ε. Π. Παπανούτσου

  Πολλοί έχουν την εντύπωση ότι δεν είναι όλες οι καλές τέχνες εξίσου προσιτές ή απρόσιτες στους καταναλωτές των προϊόντων τους. Άλλες απ’ αυτές προσπελάζονται (κατανοούνται, απολαμβάνονται, ερμηνεύονται) ευκολότερα κι άλλες δυσκολότερα. Μερικού μάλιστα προχωρούν περισσότερο σ’ αυτή τη διάκριση και την αποδίνουν στη διαφορά που υπάρχει στα εκφραστικά μέσα της κάθε τέχνης. Κατά σειρά δυσκολίας πρώτη τοποθετούν τη μουσική, έπειτα τη ζωγραφική και τη γλυπτική, και τελευταία τη λογοτεχνία. Η μουσική, λέγουν, «εννοείται» δύσκολα, γιατί εκφράζεται με μια γλώσσα αφηρημένη που αποτελείται από ήχους, χρόνους, ρυθμούς, δηλαδή από αρμονικά και μελωδικά σχήματα. Αυτά συμπλέκονται και οργανώνονται με ποικίλους τρόπους που υποβάλλουν, χωρίς όμως να αποσαφηνίζουν, ορισμένο νόημα. Το ξαστέρωμα, η έξοδος από τις απροσδιόριστες, τις θολές διαθέσεις αρχίζει με τις εικαστικές τέχνες. Εδώ πια έχουμε ορατές, ακόμα και απτές παραστάσεις, «εικόνες» που κάνουν πολύ πιο εύκολη την επικοινωνία μας με τα εκφραζόμενα. Στις τέχνες του λόγου, στο αφήγημα, στο ποίημα κτλ. η επικοινωνία αυτή είναι πλέον εξασφαλισμένη, γιατί σε όλα τα είδη της λογοτεχνίας εκφραστικό όργανο είναι η φυσική γλώσσα που, όταν καλλιεργηθεί από τον καλλιτέχνη, είναι με το πλήθος των σημασιολογικών αποχρώσεων και των συντακτικών ελιγμών της ικανή να μεταδώσει στον αναγνώστη ή στον ακροατή και τα λεπτότερα ακόμα νοήματα πολύ καθαρά.
Σύμφωνα με αυτή την αντίληψη οι πιθανότητες να μη μπορεί κανείς να «εννοήσει» ένα μουσικό έργο, ή να του δώσει νόημα διαφορετικό από τις προθέσεις του δημιουργού, είναι πολύ μεγάλες. Διαφωνίες αυτής της κλίμακας δεν παρουσιάζονται στις εικαστικές τέχνες˙ μπορεί, για τον άλφα ή βήτα λόγο, να μην εκτιμώ έναν ζωγραφικό πίνακα ή μια πλαστική εικόνα όσο εσύ, συνεννοούμαι όμως εύκολα μαζί σου ως προς το «τι θέλει να πει» με τη σύνθεσή του ο καλλιτέχνης. Όπου τέλος ως εκφραστικό μέσον χρησιμοποιείται ο «λόγος», η φυσική γλώσσα (αρκεί να την κατέχω σε υψηλό βαθμό), η παρανόηση – κατά τη θεωρία που συζητούμε – είναι μια σπάνια, μια οριακή περίπτωση˙ όλοι «καταλαβαίνουμε» το αφήγημα, το ποίημα κτλ., και μάλιστα το ερμηνεύουμε κατά τον ίδιο πάνω κάτω τρόπο.
Δεν νομίζω ότι θέτουν ορθά το πρόβλημα όσοι υποστηρίζουν αυτήν την αντίληψη. Η ευκολία ή η δυσκολία επικοινωνίας μ’ ένα έργο τέχνης δεν εξαρτάται από τα εκφραστικά μέσα που μεταχειρίζεται ο δημιουργός του, αλλά είναι αποτέλεσμα πολλών παραγόντων, άσχετων τις περισσότερες φορές με το είδος της τέχνης του. Και πρωτ’ απ’ όλα εξαρτάται από την τεχνοτροπία, από το ύφος του (προϊόν και τούτο ιστορικών όρων και προσωπικής ιδιοσυγκρασίας). Σε κάθε είδος τέχνης υπάρχουν εύκολα, όπως υπάρχουν και δύσκολα, δυσπρόσιτα έργα. Ορθότερα: εύκολου στην προσπέλαση και δύσκολοι δημιουργοί, είτε μουσικοί είναι αυτοί, είτε ζωγράφοι, είτε ποιητές. Ακόμα και όταν ανήκουν στην ίδια (χρονολογικά) εποχή ή στον ίδιο (εθνολογικό) χώρο. Είναι άραγε δυσκολότερη στην κατανόηση μια σύνθεση του Saint-Saёns από ένα πίνακα του Sisley ή από ένα ποίημα του Mallarmé; Και είναι ευκολότερη, πιο προσιτή η ποίηση του Stefan George από τη διακοσμητική τύπου Bauhaus, και αυτή από τη μουσική του Richard Strauss; Πάντοτε βέβαια με την προϋπόθεση ότι ο δέκτης κατέχει στον ίδιο βαθμό την παρασημαντική και των τριών τεχνών; Όλοι εξάλλου γνωρίζουμε εύκολους και δύσκολους (ορθότερα: λιγότερο ή περισσότερο δυσπρόσιτους) μουσικούς, όπως και ζωγράφους ή λογοτέχνες. Π.χ. ο Bruckner είναι αναμφισβήτητα «δυσκολότερος» από τον Brahms, ο Rembrandt από τον Rubens και ο Proust από τον France. Αλλού λοιπόν πρέπει να στηρίξουμε τις διακρίσεις και τις κλιμακώσεις μας, όχι στο είδος του εκφραστικού οργάνου.
Το θέμα έχει έκταση μεγάλη. Θα περιορίσω λοιπόν τις παρατηρήσεις μου σ’ ένα μόνο καλλιτεχνικό τομέα, στον χώρο της ποίησης.
Με όλο που εκφράζεται με ένα κατά μεγάλο μέρος κωδικοποιημένο και κοινής χρήσης μέσον επικοινωνίας, τον γραμματικά «συντεταγμένο» λόγο, η ποίηση (προπάντων το καθαρότερο είδος της, η λυρική ποίηση) στα έργα των μεγάλων δημιουργών δεν αποκαλύπτει εύκολα τα βαθύτερα νοήματά της. Πρώτα, γιατί τα σύμβολά της έχουν πολλαπλή σημασία και επιδέχονται όχι μία, αλλά πολλές ερμηνείες. Και δεύτερο, γιατί στον δέκτη των μηνυμάτων της προϋποθέτει μιαν ανταπόκριση ψυχική, ένα συντονισμό διανοητικό και συναισθηματικό, μιαν αντιπροσφορά ευαισθησίας και στοχασμών, που σπάνια, πολύ σπάνια αξιώνεται να βρει σε όσους την πλησιάζουν, και με τις καλύτερες ακόμη προθέσεις, για να την εννοήσουν. Ο αμύητος σκανδαλίζεται όταν ακούει ότι ένα γραπτό κείμενο (νοήμονος και ορθοφρονούντος ανθρώπου) σημαίνει «πολλά» πράγματα και μπορεί να ερμηνευτεί με «πολλούς» τρόπους, όχι εξαιτίας μιας φραστικής αδυναμίας, αλλά του ίδιου του προορισμού του. Ο ποιητής όμως δεν δεσμεύεται από τη συμβατική μονοσημία του πεζού λόγου και – κρούει τις χορδές του οργάνου του έτσι ώστε να ξυπνούν από την αδράνεια της σιγής πλήθος τόνων «αρμονικών». Ο λόγος του γεννάει πολλαπλές απηχήσεις και με τη συρροή αυτή (παραστάσεων, σκέψεων, συναισθημάτων) αναδεύει τα βάθη της ψυχής εκείνου που είναι «έτοιμος» να τον ακούσει. Ιδού για παράδειγμα ένα ποίημα του Σεφέρη:

Εμείς που ξεκινήσαμε για το προσκύνημα τούτο
κοιτάξαμε τα σπασμένα αγάλματα
ξεχαστήκαμε και είπαμε πώς δε χάνεται η ζωή τόσο εύκολα
πώς έχει ο θάνατος δρόμους ανεξερεύνητους
και μια δική του δικαιοσύνη˙
πώς όταν εμείς ορθοί στα πόδια μας πεθαίνουμε
μέσα στη πέτρα αδερφωμένοι
ενωμένοι με τη σκληρότητα και την αδυναμία
οι παλαιοί νεκροί ξέφυγαν απ’ τον κύκλο και αναστήθηκαν
και χαμογελάνε μέσα σε μια παράξενη ησυχία.

Ποια είναι άραγε η ορθή ερμηνεία, το ένα και μοναδικό νόημα τούτου του ποιήματος; Για ποιους«παλαιούς νεκρούς» μιλεί εδώ ο ποιητής, που μέσ’ από τους «ανεξερεύνητους δρόμους του θανάτου» και χάρη στη «δική του δικαιοσύνη» «ξέφυγαν από τον κύκλο και αναστήθηκαν», την ώρα που «εμείς πεθαίνουμε ορθοί στα πόδια μας»; Μια πρώτη υπόθεση είναι ότι αφού πρόκειται για «προσκύνημα σπασμένων αγαλμάτων», θα είναι οι ωραίοι θεοί και οι έφηβοι του αρχαίου Μύθου, που έχουν το προνόμιο της αθανασίας και μακάριοι χαμογελάνε μέσα στη μαρμάρινη αιωνιότητά τους. Μπορεί όμως να υποστηριχτεί και μια δεύτερη υπόθεση ότι είναι οι δικοί μας, του καθενός οι αγαπημένοι νεκροί, που δεν τους αφήνει η μνήμη μας να πεθάνουν, και ενώ εμείς με την αναπόφευκτη φθορά κατεβαίνουμε σιγά-σιγά στον τάφο, εκείνοι έχουν ξεφύγει απ’ τον κύκλο του θανάτου και εξακολουθούν να υπάρχουν μέσα «σε μια παράξενη ησυχία». Αλλά και μια τρίτη υπόθεση δεν αποκλείεται, άμα ο νους μας πάει (όχι στον αρχαίο ερειπιώνα, ή στο οικογενειακό κοιμητήριο, αλλά) στο «λαμπρό μαυσωλείο» του Καβάφη, όπου κείτονται «σαν σώματα ωραίων νεκρών που δεν εγέρασαν… οι επιθυμίες που επέρασαν χωρίς να εκπληρωθούν»… Δεν έχουν – θα πει ο εμβριθής φιλόλογος – την ίδια πειστική δύναμη οι τρεις υποθέσεις˙ στο σεφερικό κλίμα ισχυρότερη είναι η πρώτη. Σύμφωνοι. Αλλά στον παράδεισο της ποίησης δεν μπαίνουν ελεύθερα μόνο οι λόγιοι˙ ο καθένας δικαιούται να τη χαίρεται με τα δικά του μέτρα και με τις δικές του εμπειρίες. Μήπως άραγε, αν ζούσε, θα μπορούσε ο ίδιος ο ποιητής να μας πει ποιο είναι ακριβώς το αυθεντικό νόημα του ποιήματός του; Έγινε μια φορά και τούτο το πείραμα, αλλά χωρίς επιτυχία. Όταν ο Alain σχολίασε ένα ποίημα του Paul Valéry (Air de Semiramis) και ρώτησε τον ποιητή αν η ερμηνεία του είναι σωστή, ο Valéry του απάντησε (1930):
Στους χρόνους μας (και τούτο πρέπει να το προσέξουμε ιδιαίτερα) η ποίηση, με το είδος της γραφής που καθιερώθηκε στους κύκλους της λογοτεχνικής πρωτοπορίας, έγινε δύσκολη, πολύ δύσκολη. Τα έργα της μοιάζουν πολλές φορές με απόκρυφα κείμενα, που απαιτούν ειδικό σχολιασμό για να κατανοηθούν. Είναι ελλειπτικά, αναστρέφουν ή εξαλείφουν το χρόνο, βιάζουν τη λογική τάξη, αιφνιδιάζουν με ασύνδετες εικόνες, διακόπτονται απότομα, απροσδόκητα – γενικά παρουσιάζουν έναν «ερμητισμό» που προκαλεί την αμηχανία, κάποτε και την εξέγερση του αναγνώστη. Εάν δεν έχει εξοικειωθεί με τούτο το «νέο γράψιμο» (καθώς το λένε), δεν μπορεί να παρακολουθήσει την ποιητική φαντασία στους λαβυρίνθους της και δεν ξέρει σε ποιόν να αποδώσει την ευθύνη γι’ αυτό το αγεφύρωτο χάσμα επικοινωνίας: ο ποιητής φταίει ή εμείς που δεν διαθέτουμε την απαιτούμενη για την κατανόησή του γνώση και ευαισθησία; Ιδού για παράδειγμα ένα από τα απλούστερα (και ωραιότερα) ποιήματα του Ρίτσου:

Αισθάνεται να τη βαραίνουν συμπαγή τα μαλλιά της σα χάλκινο
κράνος˙
θέλει να τα χτενίσει, να χωρίσει η μια τρίχα απ’ την άλλη,
ν’ αλαφρώσει˙
το χέρι δεν μπορεί να κινηθεί από μια πρόβλεψη ματαιότητας.
Μεσ’ στον καθρέφτη:
ο ωραίος νεκρός μ’ ένα ρόδι στο στήθος,
ο άλλος γυμνός φορώντας μόνο το ένα του παπούτσι,
ο τρίτος κρατώντας μια μακριά, κατάξανθη περούκα.

Η εικόνα της συμφοράς, το τρίπτυχο του μαρτυρίου έχει γίνει εφιάλτης που παρακολουθεί τη νέα κοπέλα και ξύπνια ακόμα, στο φως της ημέρας. Εκεί στον καθρέφτη κείτονται και οι τρεις αδικοσκοτωμένοι σύντροφοι, όπως έχουν αποτυπωθεί ανεξάλειπτα, όχι στη μνήμη αλλά στην όραση, στο βάθος των ματιών της. Ο ένας με την πληγή στο στήθος, ο άλλος – η γύμνια και το ένα του παπούτσι είναι τα σημάδια της ταυτότητάς του, και ο τρίτος; Αυτόν πια φαντασθείτε τον όπως μπορείτε. Πρέπει να «κρατάει μια μακριά, κατάξανθη περούκα», όπως στις εικόνες της εκκλησίας ο καρατομημένος άγιος κρατάει στα χέρια του το κομμένο του κεφάλι.
Οι δυστυχισμένοι οι ποιητές, γράφει σε μιαν αξιομνημόνευτη κριτική σελίδα του ο Σεφέρης, «επειδή η συνείδηση του ανθρώπου έχει κάνει μερικά βήματα σε αγνοημένους άλλοτε εσωτερικούς τόπους… βρεθήκανε μπροστά στο τραγικό δίλλημα να μη μιλήσουν διόλου ή να εκφραστούνε δύσκολα και να περάσουν για τρελοί˙ προτιμήσανε το δεύτερο. Ας τους συμπαθήσουμε, αφού έχουνε το ελαφρυντικό πώς κανένας άλλος δεν κατάφερε να βρει καλύτερη λύση». – Μα έτσι καθώς γράφουν (αντιλέγουν όσοι τους επικρίνουν) ονειρεύονται, έχουν απομονωθεί, αποσχιστεί από τον κόσμο σαν τους υπνοβάτες. Την απάντηση στο επιχείρημα την έχει, νομίζω, δώσει πολύ χαρακτηριστικά ένας νέος ποιητής:

Η ποίηση σου αφαιρεί την πραγματικότητα
Αφήνοντας σε στις προσβάσεις του ύπνου
να μηρυκάζεις λέξεις.
Κάποτε άγγελος Κυρίου έρχεται
Να σου αλλάξει το μουσκεμένο προσκέφαλο.
Η ποίηση είναι η πιο σκληρή μοναξιά.


(Γ. Ξ. Στογιαννίδης)

Πηγή: Η κρίση του πολιτισμού μας / Ε. Π. Παπανούτσου

«Βήμα της Κυριακής» 1976,1977,1978