Το σκουλήκι
Κι εσύ; Ποιος είσαι εσύ; ρωτάω το μικροσκοπικό πλάσμα, που ανακαλύπτω στα πόδια μου.
Είμαι το σκουλήκι, μου αποκρίνεται. Ένα χαζό και αργοκίνητο ζωάκι. Ανασαίνω από το δέρμα μου και ο πεμπτικός μου σωλήνας διατρέχει ολόκληρο το σώμα μου. Η μητέρα μου μού είπε όταν γεννήθηκα: Μη σκας, Φρειδερίκο. Ούτε έξυπνος είσαι ούτε ωραίος. Δεν έχεις φτερά. Ούτε καν πόδια δεν έχεις. Έρποντας όμως μπορείς να φτάσεις παντού.
* * *Ἡ φουσκωτὴ κούκλα
Όταν τὸν ἐγκατέλειψε ἡ φουσκωτὴ κούκλα του, ὁ φίλος μου σκέφτηκε πὼς ἡ μοναξιά του δὲν εἶχε πλέον γιατρειὰ καὶ ἔνοιωσε ὁ πιὸ δυστυχὴς ἄνθρωπος τοῦ κόσμου.
«Ἦταν ὡραία ὅσο κράτησέ» μου ἐξομολογεῖται σήμερα τὸ πρωὶ μὲ τὰ μάτια δακρυσμένα. «Οὔτε μιὰ κατηγόρια, οὔτε μιὰ φορὰ δὲν ἀνέβηκαν οἱ τόνοι. Ἡ σχέση μᾶς ἦταν, κυρίως, ἕνας γλυκὸς μονόλογος».
«Πές μου» τὸν ρωτάω «ποιὸς ἦταν ὁ μοναδικὸς ποῦ μιλοῦσε σ’ αὐτὸν τὸ μονόλογο;»
«Ἐκείνη» τὸ ὁμολογῶ.
«Τότε δὲν μοῦ κάνει ἐντύπωση ποὺ τελικὰ ἔφυγε μὲ ἄλλον» τοῦ λέω. «Ὅλοι βαριοῦνται στὸ τέλος τὴ σιωπή».
Συνεχίζουμε τὸν περίπατό μας στὸ πάρκο τῆς Θ. καὶ μετὰ ἀπὸ λίγο καθόμαστε σ’ ἕνα λεμονο-πράσινο παγκάκι, φρεσκοβαμμένο. Ἐδῶ καὶ καιρὸ δὲν εἶναι καὶ τόσο εὔκολο νὰ βρεῖς παγκάκι σ’ αὐτὴ τὴν κατάσταση.
«Αὐτὸ ποὺ μὲ πειράζει περισσότερο» συνεχίζει τὴν ἐξομολόγησή του «εἶναι ὅτι ὅταν θὰ πάω στὸν ἄλλο κόσμο δὲν θὰ ἀφήσω σ’ αὐτὸν ἐδῶ μιὰ σύζυγο νὰ μὲ κλάψει. Δὲν θὰ ὑπάρξει κανένας ποὺ νὰ μπεῖ στὸν κόπο νὰ μὲ ἀποτεφρώσει καὶ νὰ φυλάξει τὶς στάχτες μου σ’ ἕνα βάζο ἀπὸ πορσελάνη Βοημίας».
Καὶ ἀφοῦ μου λέει αὐτὲς τὶς βλακεῖες, δὲν προσθέτει τίποτε ἄλλο. Τὸν ξέρω ἀρκετὰ καλά, μπορεῖ καὶ νὰ μὴν ξανανοίξει τὸ στόμα τοῦ ὅλη μέρα. Ἀπ’ αὐτὴ τὴ στιγμή, θὰ πρέπει νὰ μαντεύω τὶς σκέψεις του ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ ξεφυσάει ἀπὸ τὴ μύτη.
«Ἦταν ὡραία ὅσο κράτησέ» μου ἐξομολογεῖται σήμερα τὸ πρωὶ μὲ τὰ μάτια δακρυσμένα. «Οὔτε μιὰ κατηγόρια, οὔτε μιὰ φορὰ δὲν ἀνέβηκαν οἱ τόνοι. Ἡ σχέση μᾶς ἦταν, κυρίως, ἕνας γλυκὸς μονόλογος».
«Πές μου» τὸν ρωτάω «ποιὸς ἦταν ὁ μοναδικὸς ποῦ μιλοῦσε σ’ αὐτὸν τὸ μονόλογο;»
«Ἐκείνη» τὸ ὁμολογῶ.
«Τότε δὲν μοῦ κάνει ἐντύπωση ποὺ τελικὰ ἔφυγε μὲ ἄλλον» τοῦ λέω. «Ὅλοι βαριοῦνται στὸ τέλος τὴ σιωπή».
Συνεχίζουμε τὸν περίπατό μας στὸ πάρκο τῆς Θ. καὶ μετὰ ἀπὸ λίγο καθόμαστε σ’ ἕνα λεμονο-πράσινο παγκάκι, φρεσκοβαμμένο. Ἐδῶ καὶ καιρὸ δὲν εἶναι καὶ τόσο εὔκολο νὰ βρεῖς παγκάκι σ’ αὐτὴ τὴν κατάσταση.
«Αὐτὸ ποὺ μὲ πειράζει περισσότερο» συνεχίζει τὴν ἐξομολόγησή του «εἶναι ὅτι ὅταν θὰ πάω στὸν ἄλλο κόσμο δὲν θὰ ἀφήσω σ’ αὐτὸν ἐδῶ μιὰ σύζυγο νὰ μὲ κλάψει. Δὲν θὰ ὑπάρξει κανένας ποὺ νὰ μπεῖ στὸν κόπο νὰ μὲ ἀποτεφρώσει καὶ νὰ φυλάξει τὶς στάχτες μου σ’ ἕνα βάζο ἀπὸ πορσελάνη Βοημίας».
Καὶ ἀφοῦ μου λέει αὐτὲς τὶς βλακεῖες, δὲν προσθέτει τίποτε ἄλλο. Τὸν ξέρω ἀρκετὰ καλά, μπορεῖ καὶ νὰ μὴν ξανανοίξει τὸ στόμα τοῦ ὅλη μέρα. Ἀπ’ αὐτὴ τὴ στιγμή, θὰ πρέπει νὰ μαντεύω τὶς σκέψεις του ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ ξεφυσάει ἀπὸ τὴ μύτη.