«Φίλοι μου και συνοδοιπόροι μου, να λυπάστε το έθνος που είναι γεμάτο πίστη κι άδειο από θρησκεία.
Να λυπάστε το έθνος που φορά ένα ρούχο που δεν το έχει υφάνει, που τρώει ψωμί που δεν το έχει θερίσει και πίνει κρασί που δεν έχει τρέξει από το πατητήρι του.
Να λυπάστε το έθνος που ονομάζει το βίαιο άνθρωπο ήρωα, και βλέπει το λαμπροφορεμένο κατακτητή γενναιόδωρο.
Να λυπάστε το έθνος που περιφρονεί το πάθος στ’ όνειρό του, κι ωστόσο γίνεται σκλάβος του στον ξύπνιο του.
Να λυπάστε το έθνος που δεν υψώνει τη φωνή του παρά μόνο σα βρίσκεται σε κηδεία˙ δεν περηφανεύεται παρά μονάχα σα βρίσκεται μέσα στ’ αρχαία μνημεία του, και δεν ξεσηκώνεται παρά μονάχα όταν ο λαιμός του βρίσκεται ανάμεσα στο σπαθί και την πέτρα.
Να λυπάστε το έθνος που ο κυβερνήτης του είναι αλεπού, ο φιλόσοφός του ταχυδακτυλουργός, και η τέχνη του, τέχνη μπαλώματος και μιμικής.
Να λυπάστε το έθνος που υποδέχεται τον καινούργιο κυβερνήτη του με σαλπίσματα και τον αποχαιρετά με γιουχαΐσματα, για να καλοσωρίσει και πάλι κάποιον άλλο με σαλπίσματα.
Να λυπάστε το έθνος που οι σοφοί του είναι βουβοί από τα χρόνια και που οι δυνατοί του άντρες ακόμα στην κούνια.
Να λυπάστε το έθνος που είναι χωρισμένο σε κομμάτια, και που κάθε κομμάτι θεωρεί τον εαυτό του ένα έθνος».
Χαλίλ Γκιμπράν / Ο κήπος του προφήτη