Scroll Top

Kώστας Παπαγεωργίου, Ο γλωσσοκεντρισμός ως υπαρκτική αναφορά – Της Κλεοπάτρας Λυμπέρη

Δηλητήριο φυτρώνει σ’ αυτό το σκοτάδι
Στα υγρά των δακρύων
Wallace Stevens

Το υπάρχειν έχει ένα μονάχα νόημα: να βυθίζεται μέσα στην οδύνη ωσότου η άσκηση μιας καθημερινής νιρβάνας να ανυψώσει την οδύνη στην αντίληψη του μη πραγματικού, σημειώνει ο Ε.Ν.Σιοράν (Eγκόλπιο ανασκολοπισμού). To αφήγημα του απολεσθέντος Παραδείσου – καταγραφές που υπονοούν τον συσσωρευμένο πόνο της ανθρώπινης ύπαρξης-– μας μεταφέρει από συλλογή σε συλλογή ο Κώστας Παπαγεωργίου. Το έργο του κομίζει ένα διαρκές πένθος: τις πολλαπλές αντανακλάσεις του Μηδενός. Ο θάνατος, η φθορά, το «αναίτιο της ύπαρξης», η διάσταση του άδειου χρόνου, η αναζήτηση του άρρητου (ως συμβολισμοί ποικίλων ψυχικών διαψεύσεων), είναι θέματα που απασχολούν αυτή την ποίηση. Οι λέξεις εδώ μοιάζουν ήχοι από την ερεβώδη μουσική του Μάλερ, με τα θρηνητικά μοτίβα και την ατονική φόρμα, οι φράσεις συχνά κομμένες, η συνοχή θρυμματισμένη, η έκφραση συστρέφεται γύρω από τον εαυτό της, αγκιστρωμένη στα βαθειά. Έρεβος, απομόνωση, κρυμμένες πληγές. Και την ίδια στιγμή, η γλώσσα, ευρηματική και ακραία, ολοζώντανη μέσα σε αυτή τη θανατερή αρχιτεκτονική, οδηγεί έξω από κάθε συμβατική γραφή. Η γλώσσα γίνεται για τον Παπαγεωργίου «άσκηση για την καθημερινή νιρβάνα», τρόπος ανύψωσης και χειροτεχνία του απόλυτου.

Οι ποιητές της γενιάς του 70 σήκωσαν στην πλάτη τους μια Ελλάδα, που τη βάραινε το σκότος της δικτατορίας. Αυτή η σκιά ευθύνεται για το απαισιόδοξο και εσωστρεφές κλίμα που κυριάρχησε στην ποίησή τους. Εντούτοις, την ίδια εποχή, στην ευρύτερη καλλιτεχνική και πολιτική σκηνή υπήρχε μια σφύζουσα περίοδος πνευματικών αλλαγών και κοινωνικών μεταρρυθμίσεων. Ο Γαλλικός Μάης, τα κινήματα εναντίωσης στις ΗΠΑ, η σεξουαλική απελευθέρωση (για να σημειώσω μερικά γεγονότα που μου έρχονται πρόχειρα στον νου) ήταν καταστάσεις που δεν άφησαν ανεπηρέαστους τους νέους Έλληνες ποιητές. Έτσι η γενιά του 70, πρόσθεσε στις αποσκευές της την ιδέα της αμφισβήτησης, η οποία, άλλοτε πυροδότησε μια πολιτική στάση και μια επαναστατική γλώσσα (όπως στην περίπτωση του Πούλιου ή της Γώγου), και άλλοτε χρησιμοποίησε την ποιητική δράση οδηγώντας την στο εσωτερικό της ύπαρξης, για να αναμοχλεύσει βαθύτερες περιοχές (όπως στην περίπτωση του Παπαγεωργίου).
Ο Κώστας Παπαγεωργίου θεωρείται από τους πιο αντιπροσωπευτικούς ποιητές της γενιάς του 70. Ο υπαρξισμός του μας μεταφέρει την κραυγή του απομονωμένου υποκειμένου που έχει απολέσει τη σύνδεση με το Νόημα, τη ζωή, τις επιμέρους σημάνσεις του «πραγματικού» κόσμου. Μελετώντας το έργο του, σκέφτηκα συχνά το εμβληματικό βιβλίο της Ντυράς Η αρρώστια του θανάτου. Στη συλλογή του Ραμμένο Στόμα (1990), ο ίδιος σημειώνει: Πάλι γεννιέμαι σαν αρρώστια αργά/σαλεύω και σηκώνομαι με βήματα/ ξυπόλητα τη γλώσσα απλώνοντας/κατάμαυρο σεντόνι…. Το σκότος θα δηλώνεται από τον ποιητή ως μόνιμη και αναλλοίωτη ταυτότητα σε όλα τα βιβλία του, έως και την πιο πρόσφατη συλλογή Εγώ το μαύρο θα κρατώ έως θανάτου.
Ο υπαρξισμός του Κώστα Παπαγεωργίου δεν συγγενεύει με τον υπαρξισμό του Καρούζου, του οποίου το έργο κινείται σε μια ευρεία φιλοσοφική έκταση (τοποθετώντας τον θάνατο δίπλα στη ζωή, το εξαίσιο κάλος του κόσμου δίπλα στα ποικίλματα της «εσωτερικής» πραγματικότητας, τις δυνάμεις του φωτός δίπλα στο σκοτάδι) είναι πιο κοντά στον υπαρξισμό του Σαχτούρη, ο οποίος συνοψίζει στις φοβερές εικόνες του μια ιστορική διάσταση (την υπόθεση της Κατοχής και του εμφυλίου). Έχω την αίσθηση όμως ότι η υπαρκτική αναλογία στην ποίηση του Παπαγεωργίου δεν αφορά μόνο στο τραύμα της δικτατορίας αλλά και σε μια άτακτη οπισθοχώρηση μπροστά στα νέα ήθη του πολιτισμού που αχνόφεγγαν στον ορίζοντα προς το τέλος του 20ου αιώνα: την εμπορευματοποίηση του πνεύματος, την κυριαρχία του Θεάματος, την καταστροφή της ανθρώπινης επαφής που είχε αρχίσει να προαναγγέλλει η ηλεκτρονική εποχή. Έτσι, πέρα από το προσωπικό άλγος του ποιητή, μπορώ να ανιχνεύω στο παρόν έργο το άλγος μιας κοινωνίας που αποχωρίζεται βίαια τα παλιά της δεδομένα και γι’ αυτό ακριβώς μετεωρίζεται στο κενό.

   Ο Παπαγεωργίου στα πρώτα του βήματα δέχτηκε την επίδραση του Σεφέρη, όπως οι περισσότεροι της γενιάς του 70. Διαβάζοντας την πρώιμη ποιητική συλλογή του Επί πυγήν καθίσαι, διακρίνει κανείς τα θεμέλια του έργου του: σύνδεση με την Παράδοση, μελέτη του δημοτικού τραγουδιού, καλή αφομοίωση συγκεκριμένων ποιητικών κατευθύνσεων (της μελαγχολικής γραμμής του Σολωμού, της πένθιμης ατμόσφαιρας του Καρυωτάκη). Στην πορεία, αρχίζει σιγά σιγά να διαμορφώνει ένα πολύ προσωπικό στίγμα. Η ελλειπτικότητα της φόρμας και, ενίοτε, μια συντακτική αταξία, δυσκολεύουν την άμεση πρόσβαση αυτής της ποίησης. Η τάση αποσιώπησης –η σπουδή να κρατηθούν τα μυστικά στον βαθύτερο ιστό της γλώσσας– και οι αποσπασματικές εικόνες δημιουργούν ένα κλίμα ασυνέχειας, μια ρευστότητα. Όμως, η χρήση του πεζόμορφου κειμένου στερεώνει το ποιητικό υλικό με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, χωρίς να του αφαιρεί αρμονικές σταθερές και μουσικότητα.
   Να ερχόταν λέει μ’ ένα φως έστω αμυδρά, να δω τουλάχιστον κι εγώ λίγη πραγ-/ματικότητα…. Είναι φανερό ότι ο ποιητής έχει απόλυτη αίσθηση της απομόνωσής του. Χωρισμένος από κάθε τι «εξωτερικό», κρύβεται μέσα του, βυθισμένος στις λέξεις. Λέξεις ζωντανές, ελισσόμενες, σχεδόν χορευτικές. Με αυτές τις λέξεις πλάθει ταραγμένους κόσμους, ροές, ποικίλες αισθηματικές συνθέσεις, δημιουργεί εικόνες που δρουν με μια παράξενη αυτονομία, σχεδόν απεξαρτημένες από το υποκείμενό τους.
Ο γλωσσοκεντρισμός του Παπαγεωργίου αποτελεί το χαρακτηριστικό στίγμα της ποίησής του. Πρόκειται για μια γλώσσα που δεν ενδιαφέρεται τόσο να υπηρετήσει το Νόημα, (αν και συχνά μας έχει δώσει στίχους υψηλής νοηματικής αξίας), όσο να αφήσει τον ήχο της, τους ήχους της (όπως ακριβώς συμβαίνει με έναν μουσικό που θέλει να γράψει νότες σε μια παρτιτούρα). Αναδεικνύεται λοιπόν εδώ η μουσική – οι ήχοι, οι συγχορδίες, οι τονικότητες, η οντολογική αποτύπωση των γραμμάτων, των φωνηέντων, των συμφώνων, η εκφώνηση πρωταρχικών σημείων του Λόγου. Μια εκφώνηση που, στην πορεία του χρόνου, συνθέτει εξελισσόμενα μουσικά μοτίβα, εξελισσόμενες φόρμες, κρατώντας στο κέντρο ως σταθερό νοηματικό καμβά την ίδια θλίψη. Πρόκειται για ένα μακροσκελές ρέκβιεμ.
Γι αυτήν ακριβώς τη γλωσσοκεντρική μέθοδο ο ίδιος ο Παπαγεωργίου μας εξηγεί: Aπό τον ίσκιο μιας λέξης τον ήχο της προτιμώ. Γι’/ αυτό και συλλέγω ράκη ευγλωττίας που με μαύρη/κλωστή συρράπτω μετά. (Εγώ το μαύρο θα κρατάω έως θανάτου) … Οι λέξεις παίζουν στα χαρτιά τα νοήματά τους πλουτί-/ζουν ή φτωχαίνουν μονομιάς. Δεν νοιάζονται όμως επει-/δή δεν μεριμνούν παρά μονάχα για την τύχη των γραμ-/μάτων τους. Κενές ας μείνουν, μα όχι δίχως του ήχου/ τα ποικίλματα…. Ο Κώστας Παπαγεωργίου ασχολείται με τη γλώσσα καθεαυτή, ως μουσικό όργανο, ως αισθητικό φαινόμενο και ως φυσική ψυχική αποτύπωση, βάζοντας στο χαρτί καλλιέπειες, ευγλωττίες, συρραφές αισθημάτων, δηλαδή, ποιώντας «καθαρή» ποίηση. Εντούτοις, ο ίδιος αλλού θα γράψει: Στις κορυφές των ήχων ό,τι ανθεί σημαίνει. Γιατί, πράγματι, στην ύψιστη ολοκλήρωση της μορφής, το νόημα επίσης παρουσιάζεται ολοκληρωμένα, ως η φυσική αυτοπραγμάτωση της γλώσσας.
Ανακάλυψα στο παρόν έργο τον πιο μικρό στίχο (κυριολεκτικά, μνεία της έννοιας του ελάχιστου), που αποτελεί μια εξέχουσα αφηγηματική πύκνωση αναφορικά προς το σύνολο αυτής της ποίησης, αποτυπώνοντας συγχρόνως και την ολοκληρωμένη ανάδειξη του ποιητικού υποκειμένου: Ώστε, πενθώ. Δυο λέξεις, δυο ήχοι, δυο κύριες συγχορδίες-πόδες του τραγικού στοιχείου, γραμμένες σε Ελάσσονα κλίμακα (το άκουσμά σε αυτή την κλίμακα, ως γνωστόν, έχει μια δραματική χροιά), δυό μουσικές σταθερές, από όπου γεννιούνται πένθιμες άριες, βυζαντινά χορωδιακά μέρη και τραγούδια με τη λεπταίσθητη υφή του σολωμικού στίχου. Αυτό ακριβώς το κεντρικό μουσικό μοτίβο των δυο λέξεων συνομιλεί με την ερημιά, την απώλεια, τους απωθημένους τρόμους, τις απωθημένες διεκδικήσεις, την κοινωνική και ερωτική παραίτηση, τη στέρηση της αγάπης και (ολοφάνερα) τη στέρηση του μητρικού χαδιού. Σε αυτή τη μουσική, προστίθενται λέξεις αιχμηρές, που κόβουν σαν ξυράφι: Της έλεγα/ να συνηθίσει το αίμα στα σφαγεία/ γιατί είναι υπόθεση καθημερινή/το αίμα στα σφαγεία η μνήμη μας/ της έλεγα γαβγίζει αδέσποτο σκυλί/ έξω από τα χασάπικα τα μαγερειά/τις εκκλησίες. (Το οικογενειακό δέντρο, 1978)… Έλα μυαλό να σου χτενίσω τα μαλλιά να πλέξω αγκάθια/Να σε στολίσω να τροχίσω τα ξυράφια σου/Να σου ξεπλύνω τα αίματα που γδέρνεσαι και όλο/ξαναματώνεις. (Ραμμένο στόμα, 1990)… Η αρρώστια του θανάτου είναι πάντα εδώ.
Τελειώνοντας, ας μου επιτραπεί να καταθέσω μια ψυχολογική παρατήρηση σε σχέση με την πενθητική λειτουργία αυτής της ποίησης (εις πείσμα της γαλλικής σχολής, που θεωρεί ότι η δουλειά της κριτικής δεν είναι να ασχολείται με το νόημα του λογοτεχνικού κειμένου). Αναφέρομαι στην αίσθηση που μου δημιουργήθηκε διαβάζοντας ένα από τα τελευταία βιβλία του Παπαγεωργίου, τη συλλογή Εγώ το μαύρο θα κρατώ έως θανάτου: Αν και ο τίτλος υποδηλώνει την πρόθεση για τη διατήρηση της σκοτεινής ταυτότητας (τη συνέχιση της απομόνωσης, του θρήνου), η λέξη αγάπη (έννοια και πράξη αντίρροπη του θανάτου) παρουσιάζεται ξανά και ξανά σε διάφορα σημεία της συλλογής, υπονομεύοντας το ζοφερό κλίμα. Είναι σαν να ξεπηδούν πυρήνες φωτός από τo ασυνείδητο του ποιητή (κυριολεκτικά ερήμην του), στοιχεία φλογερά που τείνουν να λιώσουν τους πάγους της θλίψης, για να διεκδικήσουν τη θεραπεία μιας πάσχουσας ψυχής. (Τόσο που διακινδυνεύω την υπόθεση ότι τη συγκεκριμένη περίοδο, συνέβαιναν στην προσωπική ζωή του Παπαγεωργίου αισθήματα και διευρύνσεις που αλλοίωσαν το κοσμοείδωλό του, αλλά και την ίδια του την ύπαρξη. Και ίσως ο τίτλος, προκλητικά εμφατικός, αποτελεί αντίσταση σε αυτές τις αλλαγές, αποτυπώνοντας συγχρόνως και μια εσωτερική σύγκρουση: την πίεση της διαμορφωμένης καλλιτεχνικής περσόνας προς τoν γνήσια συναισθηματικό εαυτό του.)
   O Παράδεισος στενάζει στο βάθος της συνείδησης, ενώ η νήμη κλαίει, σημειώνει ο Ε.Ν.Σιοράν, κι έτσι φανταζόμαστε τη μεταφυσική έννοια των δακρύων και τη ζωή ως την εξέλιξη μιας θλίψης.(Για δάκρυα και για αγίους)… Βυθισμένος στην εξέλιξη αυτής της θλίψης, ο ποιητής Κώστας Παπαγεωργίου, κατασκευάζει γλωσσικές εκδοχές και μουσικές αρχιτεκτονικές. Το έργο του είναι γραμμένο με «μαύρο φως». Αλλά o έρωτάς του προς τη γλώσσα θραύει την κρούστα της απομόνωσής του, για να μας συναντά σε μια άνευ όρων ανταλλαγή.

* Πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό ΑΠΟΠΛΟΥΣ
Τον Αύγουστο του 2018