Scroll Top

Sándor Márai

Ο αριθμός τηλεφώνου

Τον αριθμό τηλεφώνου της δεν τον θυμάμαι πια. Το μόνο που ξέρω ακόμα είναι ότι φορούσε μαύρο καπέλο μ’ ένα καφετί φτερό. Κι ότι ήθελα να ζήσω μαζί της, επίσης ότι κάποτε ήθελα να πεθάνω γι’ αυτήν. Αμυδρά θυμάμαι το χρώμα των ματιών της, το γελάκι της, αμυδρά το άρωμα της επιδερμίδας της. Θυμάμαι τον πόνο που μου προκάλεσε˙ αλλά μόνο έτσι, όπως πονάμε για το θάνατο ενός προ πολλού νεκρού. Θυμάμαι και τη χαρά που μου χάριζε˙ αλλά μόνο έτσι, όπως θυμόμαστε ένα πλούσιο γεύμα, ένα τσιμπούσι, ένα φαγοπότι, που τις λεπτομέρειές του τις έχουμε ξεχάσει από καιρό. Όλα αυτά τα θυμάμαι, αμυδρά. Αλλά τον αριθμό του τηλεφώνου της, που πριν από λίγα χρόνια τον είχα αυτομάτως έτοιμο, σαν να ΄ταν συμπλεκτικός σύνδεσμος, αυτόν δεν τον θυμάμαι πια. Έτσι πεθαίνουμε, ο ένας για τον άλλο. Πρώτα πεθαίνει ο αριθμός τηλεφώνου. Μετά η ανάμνηση της ευωδιάς. Μετά το σώμα στο οποίο ανήκουν ο αριθμός τηλεφώνου και η ευωδιά. Μετά όλα.* * *

Κάποτε ονειρεύτηκα ότι στεκόμουν σε μια εξέδρα σε κάποια αίθουσα κατάμεστη από ανθρώπους. Φορούσα μια ρεντιγκότα και κρατούσα στο χέρι μου ένα ψηλό καπέλο και ένα μαγικό ραβδί. Ζήτησα από το εξέχον κοινό την ευγενική προσοχή του, ύψωσα το μαγικό ραβδί και με ένα και μόνο κτύπημα έκοψα το κεφάλι μου, το έβαλα μέσα στο καπέλο, και μετά, γαλήνια, με αβίαστες κινήσεις, έξυσα με το μαγικό ραβδί το εσωτερικό του καπέλου, έβγαλα το κεφάλι μου και το ξανάβαλα στη θέση του, πάνω στο λαιμό μου. Είπα “Βουαλά!”, υποκλίθηκα, και ξέσπασαν σε χειροκροτήματα.