Scroll Top

Το χτίσιμο της Αγίας Σοφίας (Θρακικός θρύλος) / Η Αγία Σοφία του Γεώργιου Βιζυηνού

Υπάρχει ένας νεοελληνικός θρύλος από την περιοχή της Θράκης που μας πληροφορεί για τον τρόπο  με τον οποίο ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός βρήκε το σχέδιο για το χτίσιμο της Αγίας Σοφίας μετά το 532 μ.Χ. .
Αξίζει ιδιαίτερης προσοχής αυτή η παράδοση γιατί δεν είναι γνωστή από άλλους τόπους παρά μόνο από τη Θράκη. Τη διηγόντουσαν στη Βιζύη της Θράκης κατά τον 20 αιώνα, και εκεί, στην ιδιαίτερη  του πατρίδα την έμαθε μικρό παιδί ο ποιητής Γεώργιος Βιζυηνός. Μάλιστα θέλοντας να σώσει από την λησμονιά αυτή την παράδοση-θρύλο την περιέγραψε έμμετρα μέσα στην ποιητική του συλλογή «Ατθίδες αύραι».

“Ήταν ο καιρός που ο αυτοκράτορας στην Πόλη είχε αποφασίσει να χτίσει την Αγία Σοφία. Είχε καλέσει τον πρωτομάστορα, και ο τελευταίος είχε κάνει ένα σχέδιο και ύστερα και άλλο και ύστερα και άλλα σχέδια, πώς να χτιστεί η μεγάλη εκκλησία. Κανένα όμως από αυτά τα σχέδια δεν ευχαριστούσε το βασιλιά. Ήθελε κάτι άλλο, πολύ πιο σπουδαίο. Και ο πρωτομάστορας κάθε μέρα προβληματιζόταν και πιο πολύ και σκεφτόταν τι νέο σχέδιο να φτιάξει.
Μια Κυριακή, την ώρα που τελείωνε η λειτουργία, ζύγωσε πρώτος ο αυτοκράτορας να πάρει το αντίδωρο, εκείνο όμως του ξεφεύγει από το χέρι και πέφτει κάτω. Μια στιγμή αργότερα παρουσιάζεται μια μέλισσα που φτεροκοπούσε προς το ανοιχτό παράθυρο, κρατώντας το πεσμένο αντίδωρο του αυτοκράτορα. Βγάζει αμέσως διαταγή ο βασιλιάς ότι όσοι έχουνε μελίσσια να τ΄ανοίξουνε και να ψάξουν, για να βρεθεί το αντίδωρο. Ψάχνει και ο πρωτομάστορας στα δικά του μελίσσια και τι βλέπει; Είχανε κάτσει οι μέλισσες μέρες πριν και είχανε φτιάξει με το κερί μέσα στην κυψέλη μιαν εκκλησία πανέμορφη και σκαλιστή και μεγαλοπρεπή, που δεν είχε όμοιά της σ΄ ολόκληρη την Οικουμένη. Όλες οι λεπτομέρειες είχανε γίνει στην εντέλεια μέσα κι έξω στην εκκλησία. Η πόρτα της ανοιχτή, ο τρούλος έτοιμος οι κολώνες στη θέση τους, ως και η Αγία Τράπεζα τελειωμένη. Την είχαν αποτελειώσει σ΄όλα της την εκκλησία, και επάνω στην Αγία Τράπεζα της είχε φέρει εκείνη η μέλισσα και είχε αποθέσει το αντίδωρο του βασιλιά.
Είδε την εκκλησιά ο πρωτομάστορας και θαύμασε το τέλειο σχέδιό της. Την είδε κατόπιν και ο αυτοκράτορας και ήταν όλος χαρά. Το σχέδιο που είχανε φτιάξει οι μέλισσες, έγινε το σχέδιο που χτίστηκε η Αγία Σοφία!”

* * *

Ἀτθίδες Αὖραι
Γεώργιος Βιζυηνός

Η ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ’Μέρα καὶ νύχτα μελετᾷ
ὁ βασιλὲς στὴν Πόλη
νὰ κτίσῃ τὴν Ἁγιὰ-Σοφιά.
Σ’ ὅλο τὸν κόσμον ἐρωτᾷ,
καὶ σχέδια φέρνουν ὅλοι,
κτιστά, ἢ μόνο ζωγραφιά.

Ὁ Ἀρχικτίστης ὁδηγᾷ,
κι’ ὁ ὑπουργὸς προτείνει
ἐμπρὸς σὲ θρόνον ἁψηλό.
Ὁ βασιλές, αὐτὸς σιγᾷ,
αὐτὸς μόνο δὲν κρίνει
κανένα ἄξιο καὶ καλό.

—Εἶναι ἡ Δύναμ’ ὁ Θεὸς
κ’ ἡ Εὐμορφιὰ μονάχη,
π’ ἀντανακλᾶται σ’ ὁλουνούς.
Γι’ αὐτὸ τοῦ πρέπει κι’ ὁ ναὸς
δύναμη, κάλλος νἄχῃ,
νᾆν’ ὅμοιος μὲ τοὺς οὐρανούς.—

Ὅλ’ οἱ μαστόροι σκυθρωποί,
καὶ ὅλ’ οἱ μεγιστᾶνοι
τὸν προσκυνοῦν γονατιστά.
Κανεὶς δὲν ξεύρει τί νὰ ‘πῇ,
κανένας πῶς νὰ κάνῃ
τὴν ἐκκλησιὰ ποῦ τοὺς ζητᾷ.

Κι’ ὁλονυχτῆς ‘σκυμμέν’ ἐκεῖ
τὸ σχέδιο, ποῦ προστάζει,
καθεὶς νὰ κάμῃ προσπαθεῖ.
‘Ξημέρωσεν ἡ Κυριακή,
κανένας δὲν ἀδειάζει
νὰ ‘πάγῃ νὰ λειτουργηθῇ.

Ἐκεῖ στὴν πρωϊνὴ δροσιὰ
θωροῦν ἕνα τρικέρι,
κι’ ἀκοῦν γεροντικὴ λαλιά:
Ἀπέλυσεν ἡ ἐκκλησιά,
κι’ ὁ Πατριάρχης φέρει
τ’ ἀντίδωρο στὸν βασιλιά.

Σκύβ’ ἀπ’ τὸν θρόνο καὶ φιλᾷ
τὸ χέρι, ποῦ τοῦ δίδει
τὸ Ὕψωμα καὶ τὴν εὐχή.
Μὰ ‘κεῖ, δὲν ἔπιασε καλά,
τοῦ πέφτ’ ἕνα ψυχίδι
‘σὲ λεοντόδερμα παχύ.

Τὰ σκῆπτρ’ ἀφῆκε στὴν στιγμή,
τὸν θρόνον ἔχ’ ἀφήσει,
καὶ νὰ τὸ εὕρῃ προσπαθεῖ,
μὴ μείνῃ κατὰ γῆς, καὶ μὴ
κανένας τὸ πατήσῃ
κι’ ἀπὸ τὸ κρῖμα κολασθῇ.

Μὰ ‘κεῖ, ποῦ μ’ ὄψη θλιβερή
γιὰ νὰ τὸ εὕρ’ ἀκόμα
ἐμπρὸς στὸν θρόνο του ζητᾷ,
νά καὶ μιὰ μέλισσα θωρεῖ,
τ’ ἀντίδωρο στὸ στόμα,
κι’ ἀπ’ τὸ παράθυρο πετᾷ.

‘Βγάλλει παντοῦ διαλαλητὴ
στὴν ‘ξακουστὴ τὴν Πόλη,
καὶ τάζ’ ἕνα πουγγὶ βαθύ.
—Ὅποιος μελίσσια κι’ ἂν κρατῇ,
νὰ τὰ τρυγήσετ’ ὅλοι,
τ’ ἀντίδωρό μου νὰ ‘βρεθῇ!—

Τρυγοῦν οἱ ἄνθρωποι γοργά,
κανένας δὲν κερδαίνει
ἄλλ’ ἀπὸ μέλι καὶ κερί.
Κι’ ὁ Πρωτομάστορης τρυγᾷ,
κ’ ἐξαφνισμένος μένει
ἐμπρὸς στὸ θαῦμα ποῦ θωρεῖ!

Σ’ ἕνα κοφίνι διαλεχτό,
στὸ πιὸ καλὸ κυψέλι,
λάμπει κι’ ἀστράφτει κἄτι τί.
Ξανθὸ κερὶ δὲν εἶν’ αὐτό,
γλυκὸ δὲν εἶναι μέλι,
εἶν’ ἐκκλησιὰ πελεκητή!

Οἱ τροῦλοι λές κι’ εἶν’ οὐρανοί,
πυκνά οἱ στύλοι δάση,
καὶ Οἰκουμέν’ ἡ πατωσιά.
Ποτὲ χριστιανικὴ φωνὴ
Θεὸ δὲν θὰ δοξάσῃ
σὲ πιὸ καλήτερ’ ἐκκλησιά!

Μὲ τὴν ‘ματιά του προχωρεῖ
μέσ’ στ’ Ἅγιο-βῆμα μνίσκει,
ποῦ τὸ φωτίζει μι’ ἀντηλιά·
στὴν Ἅγια-τράπεζα θωρεῖ,
στὸν Ἀστερίσκο ‘βρίσκει
τ’ ἀντίδωρο τοῦ βασιλιᾶ!

Στὸν θρόνο ‘μπρὸς μὲ συστολὴ
βαθειὰ μετάνοια κάνει,
δείχνει τὸ σχέδιο τοῦ ναοῦ.
—Εἴμεθα ὅλ’ ἁμαρτωλοί,
κανένας μας δὲν φθάνει
τὸ μεγαλεῖο τοῦ Θεοῦ.

Γιὰ τ’ ἁγιασμένο Του ψωμὶ
τὸ καθαρὸ μελίσσι
διές, τὶ κερήθρα συγκροτεῖ!
Γιὰ τοῦ Ὑψίστου τὴν τιμὴ
ὁ βασιλὲς ἂς κτίσῃ
μιὰν ἐκκλησία σὰν αὐτή.—

Στὸν Πλάστη στρέφ’ ὁ βασιλές,
—Εὐχαριστῶ σε, κράζει,
μεγαλοδύναμ’ Εὐμορφιά!—
Φιλᾷ τὸ σχέδιο τρεῖς βολαῖς,
καὶ σὰν αὐτὸ προστάζει
νὰ κτίσουν τὴν Ἁγιὰ-Σοφιά.