«Στον παράδεισο μιλάνε ρωσικά», λέει ένας έμπορος διαμαντιών στον Κιάνου Ριβς. Έβλεπα προχθές στην Κοσμοτέ-τιβί, τον «Έρωτα στη Σιβηρία», και αγαλλίασα. Η ατάκα είναι στίχος του αγαπημένου μου Γιόσιπ Μπρόντσκι. Έτυχε να τον ακούσω στο φεστιβάλ ποίησης που διοργάνωνε ο Δήμος της Ρώμης το καλοκαίρι του 1980 στη Βίλα Μποργκέζε. Είχαμε μείνει ολιγοστοί στο ακροατήριο, είχε πάει δύο μετά τα μεσάνυχτα και το Μπρόντσκι τον είχαν αφήσει να διαβάσει τελευταίος. Οι πλανόδιοι πωλητές μάζευαν τα καροτσάκια με τα αναψυκτικά και τα πανίνι όταν ο σαραντάχρονος Ρώσος ποιητής ανέβηκε στη σκηνή. Ξαφνικά μας έπιασε σύγκρυο. Τα ρωσικά ράπισαν τον αέρα της ιουλιανής νύχτας, ο ποιητής έκλεγε με λυγμούς, πλησιάσαμε οι ελάχιστοι να δούμε από κοντά τί συμβαίνει. Η απαγγελία του μας συνεπήρε, του κάναμε νεύματα από κάτω να συνεχίσει, δεν χορταίναμε να τον ακούμε κι όταν κατέβηκε από το πάλκο όχι μόνον εγώ αλλά και οι υπόλοιποι τρέξαμε να του σφίξουμε το καταϊδρωμένο του χέρι. Έσταζε ολόκληρος ιδρώτα και στίχους. Θα περνούσαν κάποια χρόνια μέχρι να δημοσιευθεί το έργο του στα Ιταλικά, αλλά ήδη τον έψαχνα σε περιοδικά κι εφημερίδες. To 1987 πήρε το Νόμπελ και το 1996 σε ηλικία 56 χρονών, πέθανε μόνος του στο διαμέρισμα της Νέας Υόρκης. Τον βρήκαν τρεις μέρες αργότερα. Αιτία θανάτου έμφραγμα μυοκαρδίου. Από τον καρδιολόγο του μάθαμε πως ο Μπρόντσκι τα δυο τελευταία χρόνια δεν συμμορφωνόταν στις οδηγίες του, δεν ακολουθούσε τακτική φαρμακευτική αγωγή, δεν έλεγε να σταματήσει τα αγαπημένα του Camel: «ήταν πολύ δύσκολο να τα βρεις στην Αγία Πετρούπολη, και τώρα που τα βρίσκω στρίβοντας τη γωνία κάτω από το σπίτι μου, θέλετε να κόψω το κάπνισμα;»