Scroll Top

Κρασομάνα – Του Ευθύμη Λέντζα

Σταμάτησα νωρίς να μετράω τα παγωτά που έτρωγα το καλοκαίρι. Οι εκδρομές στο Κόκκινο Νερό, στην Καρίτσα, στην Πλατιά Άμμο – μια ξεχασμένη εποχή∙ φύκια με θαλασσόξυλα.
Τη συνήθειά μου δεν την άλλαξα: νωρίς σταμάτησα να μετράω τις γυναίκες κι όσο αντέχει η τσέπη – τα ποτά μου αμέτρητα. Στέρεα στα σωθικά μου: σπέρματα και σκατά.
Σημειώνω τη μέρα: 1η Μαρτίου. Στο ψυγείο έχω μονάχα ένα μπουκάλι νερό. Τηλεφώνησε η Δώρα. Είπε πως θα περάσει. Δεν μου φτάνουν οι λέξεις. Ο Σαίξπηρ μας πήρε τα μυαλά. Σκοτώνω μια μύγα στο τζάμι και συνεχίζω. Δεν σκοτώνω τις μέλισσες. Η Διαμάντω αγαπάει τις μέλισσες.Ανεβήκαμε στη Ραψάνη δίχως έγνοια καμιά.
Στάθηκα στο παλιό ρολόι: τόσο ουρανό πώς να τον κρύψω μες στα μάτια! και ακόμα η θάλασσα πέρα – μια φλέβα καρφωμένη στον ορίζοντα. Υποσχόμενη μέρα.
Μια κίσσα προσγειώθηκε στα κάγκελα. Έφερε μια στροφή γύρω από τον εαυτό της και πέταξε.

Άραγε τι βρήκε ο Καραγάτσης στη Ραψάνη; Τι έχασε ο Παστάκας;
Ο κόσμος βασίζεται στους νεκρούς του.
Ο ιός από την Κίνα μας πέτυχε στο αποκορύφωμα. Στην Κρασομάνα μ’ ένα μισόκιλο κρασί, γαλοτύρι και μοσχαράκι στη γάστρα. Έβαλα τα δάχτυλα στο στόμα της Μαρίας∙ πως αλλιώς να πεθάνουμε; Δεν αμαρτήσαμε αρκετά.

Η γιαγιά στο διπλανό τραπέζι παρήγγειλε καλαμαράκια. Όλοι δικαιούμαστε μια θέση στον Παράδεισο. Η εγγονή της μου θύμιζε την Έλενα∙ «θα σε φωνάζω Άγγελο» μου είχε πει από το πρώτο ραντεβού. Το ίδιο βράδυ γαμηθήκαμε στον καναπέ. Όταν ξύπνησα, η Έλενα έλειπε. Τύλιξα μια βρεγμένη πετσέτα στο κεφάλι και δεν θυμάμαι πόση ώρα πέρασα στην λεκάνη. Σαν κάτι τύπους που πάνε για χέσιμο και παίρνουν μαζί τους το κινητό (παλιά ο παππούς μου διάβαζε ολόκληρη εφημερίδα). Απόψε θα δω τη Χίμαιρα.
Τώρα που έχω σε πλήρη τάξη τη στύση και τα γένια μου γίνονται από μαύρα λευκά, μπορώ με ανακούφιση και μετράω τους νεκρούς μου. Φαντάζομαι τις επόμενες γυναίκες που θα ‘ρθουν, την επιθυμία μου γυμνή στο πάτωμα την είπα με τόσα και τόσα ονόματα. Απέκτησα σκυλιά, παιδιά και γάτες.

Αν κάποτε σας φέρει ο δρόμος στη Ραψάνη, καθίστε στην Κρασομάνα. Διαλέξτε το τραπέζι μπροστά στο παράθυρο. Συνομιλήστε με τον Καραγάτση και τον Παστάκα, χαμογελάστε με την γαλάζια ουρά της κίσσας. Γυρίστε το κεφάλι στον ήλιο. Βουτήξτε το ψωμί στο λάδι και αν σκεφτείτε πως για λίγο σας ξεγέλασα… Ε, δεν πειράζει∙ καλά είναι κι έτσι.