16/3/20. Δευτέρα.
Τέταρτη μέρα καραντίνας.
Κοιμάσαι πολύ. Παρακολουθείς τις εξελίξεις μέσω internet και facebook. Δεν βλέπεις τηλεόραση. Ούτε τους φίλους και τους μαθητές σου. Μιλάς στο τηλέφωνο και αρχίζεις να προγραμματίζεις το skype. Έχεις να κάνεις δουλειές, να κάνεις μάθημα on line, να γράψεις κείμενα, να διαβάσεις, να οργανώσεις τα αρχεία, τα βιβλία σου, να ασχοληθείς με το σπίτι. Δεν κάνεις τίποτα από αυτά. Χαϊδεύεις τη γάτα σου και κοιτάς τις φωτογραφίες της μητέρας σου. Την τρίτη ημέρα αρχίζει και καθαρίζει κάπως το μυαλό σου. Σκέφτεσαι περισσότερο και καλύτερα. Ακούς ιταλικά τραγούδια και όπερες νομίζοντας ότι έτσι συμπαρίστασαι στους γείτονες. Την τέταρτη μέρα καταλαβαίνεις ότι βρίσκεσαι ακόμα στην εισαγωγή ενός δυστοπικού κειμένου που δεν ξέρεις όχι μόνο το τέλος αλλά ούτε καν τη δομή του. Ένα αεράκι στοχαστικής μοναξιάς μπαίνει από την ανοιχτή μπαλκονόπορτα. Το αποδιώχνεις ∙ έχεις να ασχοληθείς με πιο πρακτικά πράγματα, πιο συλλογικά. (Μην ασχοληθείς πάλι με τον εαυτό σου, basta). Κάθεσαι στον υπολογιστή και ολοκληρώνεις μια κριτική 900 λέξεων που είχες παραμελήσει. Ακούς iazz, είναι μια αντικειμενική μουσική. Σκέφτεσαι πως αν ζούσε η μαμά, θα φοβόταν πολύ και εσύ θα έβρισκες ευκαιρία να την αγκαλιάζεις και να την κοροϊδεύεις. Ναι, δε ζει. Τελείωνε.
17/3/20. Τρίτη.
Πέμπτη ημέρα καραντίνας
Όχι. Δεν είναι ότι κοιμάσαι πολύ. Είναι ότι δεν μπορείς να σηκωθείς απ’ το κρεβάτι. Ξυπνάς και ονειρεύεσαι, κοιμάσαι και ονειρεύεσαι, ονειρεύεσαι και ονειρεύεσαι, ονειρεύεσαι και ξυπνάς και ξανά. Δέκα-Δώδεκα ώρες. Ιδρώνεις. Σκέφτεσαι ότι πρέπει να σηκωθείς να πλυθείς. Έχεις τρεις μέρες να πλυθείς. Σήμερα ονειρεύτηκες τη Σιέννα. Ήσουν πάνω στα βαθυκόκκινα κεραμίδια ενός palazzo και έπινες chianti. Τα μαλλιά σου δεν ξεχώριζαν από τη στέγη ούτε από το κρασί. Το πρόσωπό σου μάσκα λευκή με φόντο το αδιαχώριστο κόκκινο. Γύρω σου περιστέρια, δεν έχεις ούτε λίγο ψωμάκι να τους δώσεις. Βγάζεις φτερά κι αρχίζετε να πετάτε, εσύ και τα περιστέρια• προσγειώνεστε στην piazza del campo ψάχνοντας ψιχουλάκια. Τίποτα δεν υπάρχει. Ήταν τότε που τα πουλιά σού όρμησαν, άρχισαν να σου κόβουν κομμάτια• σκεφτόσουν πού έχεις δανείσει τις ταινίες του Χίτσκοκ όταν σου έβγαλαν το αριστερό σου μάτι. Και χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν από τον Πύργο, ναι, απ’ τη γνωστή οδό Δερβενακίων. (Άστραψες σαν τον Δράμαλη, σκοτείνιασες σαν ήττα). Όμως ανασηκώθηκες, σκέπασες τα σπαθιά, έτριψες το μάτι σου -το πονεμένο- και μίλησες με την αβρότητα που σου ταιριάζει.
18/3/20. Τετάρτη.
Έκτη ημέρα καραντίνας.
Ξημερώνει. Έχεις κοιμηθεί με το βιβλίο τής Τζέννυ Έρπενμπεκ στα χέρια. (Ναι, αυτό που σου χάρισε αλλά μη κολλάμε πάλι σ’ αυτά). Βλέπεις το φως που μπαίνει απ’ το παράθυρο. Είσαι στον αφρό του ύπνου και με τον δείκτη σου κυνηγάς μια ζωηρή δέσμη φωτός όπως έκανες όταν ήσουν παιδί, τότε που νόμιζες πως ήσουν γάτα. Σκέφτεσαι και θυμάσαι. Ναι. Δεν είσαι πια γάτα. Βρίσκεσαι σε απομόνωση τώρα. Είσαι δυνάμει νεκρός τώρα, όπως όλοι. Μυρωδιά λιβανιού, σίγουρα η θεία σου απ’ το ισόγειο θυμιάζει. Σταυρώνεις τα χέρια, κλείνεις τα μάτια και παριστάνεις τον νεκρό. (Παριστάνοντας τον νεκρό τρόμαζες πάντα τους άλλους). Φοράς λευκά λινά, φυσάει καμένος αέρας και πλέεις σε μια νεωτερική δυστοπία. Η τελευταία φράση σε κάνει και ξεκαρδίζεσαι. Αν είναι να πεθάνεις στην προαναφερθείσα δυστοπία, θεία να ‘ναι η δάφνη. Μια φορά κανείς πεθαίνει. Χαμογελώντας, ξανακοιμάσαι, με το βιβλίο πάνω σου Αγία Γραφή.
21/3/20. Σάββατο.
Ένατη μέρα καραντίνας.
Πάλι πρωί. Πάλι το ίδιο πρωινό όπως χθες το πρωί. Θα σηκωθείς, θα αρχειοθετήσεις τα όνειρα της νύχτας, θα δεις ότι υπάρχουν επικαλύψεις από άλλα όνειρα, όνειρα πολλά, πολλές επικαλύψεις. Κι όμως, είναι το ίδιο όνειρο. Το ίδιο όνειρο που βλέπεις κάθε βράδυ. Πλένεσαι με κρύο νερό και ανακουφίζεσαι προσωρινά όπως ο Ιάσονας Κλεάνδρου.
Ξανάρχονται όμως.
Στοιβάζονται σε σκοτεινή πλατεία. Η Πέραμος, η Πέργαμος και η Μπαστιά. Το Μπέργκαμο, το Μιλάνο. Το “Una furtiva lagrima”, το “Tintarella di luna”. Η piazza vecchia και η piazza nuova. Τα spaghetti και τα rigatoni. Tα gelati και τα dolci. Χωράνε όλα στα όνειρά σου.
Σήμερα πέθαναν πολλοί.
Οι περισσότεροι εντός τειχών και εντός ονείρων.
Γιατί όλοι χωράνε στους εφιάλτες σου.
26/3/20. Πέμπτη.
Δέκατη τέταρτη ημέρα καραντίνας.
Τέσσερις τα χαράματα. Πάλι θα κοιμηθείς μόλις ξημερώσει. Τις τελευταίες μέρες (ή νύχτες) σού έχει γίνει έμμονη ιδέα η μετάβαση από τη νύχτα στη μέρα. Σου αρέσει η αθόρυβη εισχώρηση του φωτός στο σκοτάδι, αυτή η απαλή εκδίπλωση του ξημερώματος σαν ένα τόπι γαλάζιο ύφασμα. Το 24ωρο δεν έχει πλέον μυστικά για σένα. Έχει αναποδογυριστεί. Έχει δείξει ακόμα και τις φτηνές φόδρες του. Ξυπνάς στις 11 το πρωί. Κοιμάσαι από τις 5 το απόγευμα μέχρι τις 8 το βράδυ. Τρως στις 10. Την ημέρα πίνεις καφέδες και το βράδυ αλκοόλ. Τα μεσάνυχτα ξαπλώνεις. Ακούς όλη τη νύχτα. Ακούς τη νύχτα. Αφουγκράζεσαι τα βήματα, τα φύλλα, τη βροχή. Σήμερα βρέχει.
Ξέρεις ότι τελείς υπό καθεστώς εύθραυστης ισορροπίας, σε μια πολυπαραγοντική εξίσωση πλήθους μεταβλητών, εν πολλοίς απροσδιόριστων. (Χρειάζεσαι όσο ποτέ τη μαθηματική διατύπωση).
Απροσδιόριστων. Όπως οι σκιές των ημερών μας.
Απολιόρκητων. Όπως οι πόλεις που παραδίδονται αμαχητί και λεηλατούνται.
Απροσδόκητων. Όπως οι θάνατοι που δεν περιμέναμε και μας συνεπήραν.
Απύρετων. Όπως κάποιοι έρωτες σε σελοφάν -ξέρεις εσύ.
Απογοητευτικών. Όπως εσύ ξέρεις καλά να είσαι.
Αρκάδιος, Αναστάσιος Α’, Αναστάσιος Β’, Αρτάβασδος, Αλέξανδρος, Αλέξιος Α’, Ανδρόνικος Α’, Αλέξιος Β’, Ανδρόνικος Β’, Αλέξιος Γ’, Ανδρόνικος Γ’…
Βυζαντινοί αυτοκράτορες από Α και δε μπορεί, θα κοιμηθείς κι αυτό το βράδυ.
30/3/20.
Δευτέρα.
Δέκατη όγδοη μέρα καραντίνας.
Απόγευμα. Η μέρα μεγάλωσε ωστόσο σκοτεινιάζει. Τώρα παρατηρείς το σκοτάδι να διεισδύει στο φως και να το αφαιμάζει σιγά σιγά• μέχρι την τελευταία του σταγόνα. Εδώ και μέρες δεν ανάβουν τα φώτα τού δρόμου σου. Συσκότιση. Σκέφτεσαι τον πόλεμο, τα παράθυρα καλυμμένα με μπλε κόλλες και το φως να ξεψυχάει πάνω τους. Σήμερα πέθανε ο Γλέζος. Σίγουρα θα υπέστειλε τη σημαία τους στα σκοτεινά. Άντε να είχε φεγγαράκι τη νύχτα εκείνη (ένα φεγγάρι χρειάζεται πάντα στις ιστορίες. Ακόμα και στην Ιστορία). Άλλωστε οι πράξεις οι ηρωικές γίνονται στο σκοτάδι ή έστω στο ημίφως. “Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά”. Στο δικό σου σκοτάδι δεν γίνεται τίποτα. Τίποτα. Κοιμάσαι. Βλέπεις όνειρα έρημα και μόνα. Ενημερώνεσαι για τους νεκρούς. Γράφεις ημερολόγιο καραντίνας όπως οι σαν του λόγου σου. Γελάς με όση καρδιά σού απέμεινε. Γιατί σε γέλασε, σε παραπλάνησε ο ποιητής. Και να που καταπίνεις το σκοτάδι λίγο λίγο. Ειδάλλως θα σε κάνει μια χαψιά.