Έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά η θέση του ποιητή στην κοινωνία;
Τα χαρακτηριστικά και οι θέσεις συνάδουν με την κοινωνική επιρροή που μπορεί να ασκήσει ο οποιοσδήποτε, δηλαδή με την επιτυχή λειτουργία της σχέσης πομπού-δέκτη. Βρισκόμαστε στην εποχή των ΜΜΕ, της κάκιστης κυρίως δημοσιογραφίας, των λαϊκίστικων προσεγγίσεων και των fake news, των νεοφιλελεύθερων πολιτικών, της θεοποίησης του χρήματος και της απαξίωσης της ανθρώπινης υπόστασης. Είναι εμφανές ότι τα ώτα και τα βλέμματα είναι στραμμένα προς αυτές τις κατευθύνσεις και, μάλιστα, χειραγωγούμενα με επιτυχία. Μας αρέσει λοιπόν δεν μας αρέσει, ο κοινωνικός ιστός στο σύνολό του δεν αναμένει τη «φωνή» του ποιητή ή εν γένει του λογοτέχνη ως μια δεύτερη ή εναλλακτική άποψη, όπως συνέβη στο παρελθόν σε διαφορετικές στιγμές της πολιτισμικής εξέλιξης. Και οι ελάχιστοι που την αναμένουν για να συνομιλήσουν, να συνδιαλλαγούν, να συσκεφτούν με τον «άλλον» το κάνουν ατομικά. Διαβάζοντας. Αυτό είναι το ένα σκέλος, που αφορά τον αντίκτυπο που παρατηρείται να έχει η λογοτεχνία σήμερα. Από την άλλη όμως ως πρόσωπο ο ποιητής/λογοτέχνης (πέρα από την όποια κοινωνική απόκριση ή ανταπόκριση) οφείλει να στέκει πάνω από παραμορφωτικoύς καθρέφτες, στερεότυπα ή ιδεοληψίες, αγκυλώσεις, ναρκισσισμούς, εγωτισμούς, ανταγωνισμούς κ.λπ. και, διά μέσου της ευαισθησίας και της καλλιέργειάς του, να επικοινωνεί στο έργο του τους προβληματισμούς του, έχοντας πάντα στο κέντρο της προβληματικής του ένα όραμα εφικτό (και όχι φαντασιόπληκτο ή ανέφικτο, καθότι ουτοπικό) που θα υπηρετεί τον άνθρωπο. Και ασφαλώς υπάρχουν κάθε φορά πολλοί και διαφορετικοί αισθητικοί τρόποι για να το επιτύχει.
Σε περιόδους κρίσης, όπως αυτή του κορωνοϊού, έχει ιδιαίτερο ρόλο η ποίηση;
Ιδιαίτερο ρόλο αυτήν τη στιγμή έχει η επιστήμη και οι άνθρωποι που την υπηρετούν. Ιδιαίτερο ρόλο έχουν οι άνθρωποι που με κίνδυνο να μολυνθούν εξακολουθούν να εργάζονται για να μας διασφαλίσουν τα απαραίτητα. Εκεί οφείλει να κάνει μια τεράστια υπόκλιση έκαστος ημών, υπακούοντας στις εντολές των ειδικών και εκφράζοντας θερμές ευχαριστίες σε όλους τους εργαζομένους, ξεκινώντας από την καθαρίστρια στα νοσοκομεία, τον μπακάλη της γειτονιάς και την ταμία του σούπερ μάρκετ. Αυτοί μάχονται τώρα! Πέραν τούτων ωστόσο που συνιστούν την πραγματικότητα της κρίσης των ημερών μας –όσον αφορά το εάν αύριο θα είμαστε ή όχι ζωντανοί ως βιολογικοί οργανισμοί–, είναι εκ των ων ουκ άνευ πως κάθε δημιουργία συνιστά σύμμαχο και παραμυθία στον «εγκλεισμό μας», πραγματικό ή μεταφορικό, για όσους βεβαίως έχουν επιλέξει να ζουν προς αυτή την κατεύθυνση που προτείνει ο πολιτισμός. Δεν πρόκειται όμως για έναν «ιδιαίτερο ρόλο» σε αυτήν τη χρονική στιγμή, πρόκειται για τον κύριο ρόλο που πάντα επιτελούσε η λογοτεχνία, η οποία έχει ήδη απαντήσει με σαφήνεια και στο ερώτημά σας διά στόματος ενός μεγάλου συγγραφέα:
– Bέβαια, καμιά φορά θαυμάζει κανείς περισσότερο αυτό που δεν μπορεί να κάμει. Δεν ξέρω αν θα ήμουν ικανός να κάμω το ένα εκατοστό οποιασδήποτε από τις πράξεις του Εξυπερύ. Βέβαια, αυτή είναι η μεγάλη πράξη. Εννοούσα όμως ότι ακόμα κι ένας μικρός αρχηγός πυροσβεστών… Αντίθετα εγώ… τι είμαι εγώ; Ένα είδος μοναχικού θεατή, ένας άχρηστος. Ούτε και ξέρω αν θα καταφέρω ποτέ μου να γράψω ένα μυθιστόρημα ή ένα δράμα. Κι αν το έγραφα… δεν ξέρω αν αυτό μπορεί να συγκριθεί με κείνον που αποτελεί μέρος μιας στρατιωτικής φρουράς και που φυλάει με το όπλο του τη ζωή και τον ύπνο των συντρόφων του… Δεν έχει σημασία το ότι ο πόλεμος είναι έργο ξεδιάντροπων ανθρώπων που λυμαίνονται τα οικονομικά ή το πετρέλαιο: εκείνη η φρουρά, εκείνος ο ύπνος που μας εξασφαλίζει ο σκοπός με το όπλο του, εκείνη η πίστη των συντρόφων μας σε μας ήταν και θα είναι πάντα οι απόλυτες αξίες.
Ο Μαρτίν τον κοίταζε με θαυμασμό. Και ο Μπρούνο έλεγε μέσα του: «Μα δεν είναι αλήθεια πως όλοι μας κατά βάθος βρισκόμαστε σε κατάσταση πολέμου; Δεν ανήκω κι εγώ σε μια μικρή φρουρά; Kαι δεν είναι ο Μαρτίν, κατά κάποιον τρόπο, κάποιος που φυλάω το όνειρό του, που προσπαθώ να απαλύνω τις αγωνίες του και που συντηρώ τις ελπίδες του σαν μια μικρή φλόγα στο μέσο μιας μανιασμένης θύελλας;»
Αμέσως όμως ένιωσε ντροπή. Κι είπε τότε κάποιο αστείο.
(Ερνέστο Σάμπατο, Περί ηρώων και τάφων, σελ. 237, μτφρ.: Μανώλης Παπαδολαμπάκης, Εξάντας 1986).
* Η Ιφιγένεια Σιαφάκα είναι συγγραφέας. Γράφει δοκίμιο, κριτική βιβλίου, ποίηση, πεζογραφία. Τελευταίο της βιβλίο Σκαντζόχοιρος με παπιγιόν, Ποίηση σε πέντε πράξεις και αυλαία, Σμίλη 2019.