Scroll Top

Επιστρέφοντας στον Ερωτόκριτο – Του Μαρούλη Διονυσίου

 ΕΠΙΣΤΡΕΦΟΝΤΑΣ ΣΤΟΝ ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟ

Μαρούλη Διονυσίου

 

 

ΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΟ

«Άκουσες Αρετούσα μου, τα θλιβερά μαντάτα;
Σε καραντίνα μ’ έκλεισαν δε βγαίνω μπλιό στη στράτα.
Δύο εβδομάδες μοναχά, σπίτι μου ‘παν να μένω
κι από τσι δυο και ύστερα τσ’ ειδήσεις ν’ ανιμένω.
Και πώς το κόσμο ν’αρνηθώ, τσι φίλους να μακρύνω
και πώς να κόψω γήπεδο, freddo και cappuccino;
Κατέχω το κι ο κύρης σου δε θε να σε παιδεύει
κι αιτία μέσα να κλειστείς σαν ούλους μας γυρεύει.
Και ‘συ θέλεις ν’ αντισταθείς, λεύτερη να σ’ αφήσουν
ειν’ Άνοιξη, χαρά θεού, μέσα δε θα σε κλείσουν!
Μια χάρη αφέντρα, σου ζητώ και κείνη θέλω μόνο
και μετά ‘κεινη κλείνομαι στο σπίτι κι ένα χρόνο.
Όντε λιγάκι θε να βγεις, αέρα για ν’ αλλάξεις
αν βήξεις, ανε φταρνιστείς ή αν βαριαναστενάξεις
βάλε ένα χαρτομάντηλο στα κόκκινα σου χείλη
ή δ’ αλλιώς ο κορονοϊός κι άλλους πολλούς θα στείλει!
Να πλένεις τα χεράκια σου συχνά και με σαπούνι
βότανα πίνε μπόλικα, μέντα, τίλιο, φλισκούνι!
Φρούτα να τρως, λαχανικά κι όχι γλυκά διόλου
όσπρια και γάλα, Αρετή, δεν βλάφτουνε καθόλου!
Και τάσσω σου, ογλήγορα θε να βρεθούμε ομάδι

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ

Λέγει της ο Pωτόκριτος: «Ήκουσες τα µαντάτα,
που κύρης σου µ’ εξόρισε στης ξενιτιάς τη στράτα;

K’ εφάνη του κ’ εσφάγηκεν ογι’ αφορµή εδική µου,
σαν άκουσε την προξενιάν, που’πες να τυυ μιλήσω

κ’ έτοιας λογής εµάνισε, τόσο βαρύ του εφάνη,
κι ο κύρης µου απ’ την πρίκαν του λογιάζω ν’ αποθάνη.

Tέσσερεις µέρες µοναχάς µου’δωκε ν’ ανιµένω,
κι απόκει να ξενιτευτώ, πολλά µακρά να πηαίνω.

Kαι πώς να σ’ αποχωριστώ, και πώς να σου μακρύνω,
και πώς να ζήσω δίχως σου στον ξορισμόν εκείνο;

 

Μέχρι κι Ερωτόκριτος επιστρατεύτηκε μέσα στην καραντίνα για τον ιό με στόχο να παρωδηθεί η πρωτοφανής των ημερών μας κατάσταση[1]. Το εν λόγω κειμενάκι (στα αριστερά ανωτέρω) στηρίζεται συνειδητά ή ασυνείδητα στο τρίτο μέρος του εμβληματικού έργου της κρητικής Αναγέννησης, του Ερωτόκριτου και συγκεκριμένα στους στίχους 1355-1498 που διασκευασμένοι έχουν μελοποιηθεί κι έχουν γίνει ιδιαίτερα γνωστοί ( Ξυλούρης,1976). Στο τρίτο από τα πέντε συνολικά μέρη του έργου οι δυο νέοι συναντιόνται κρυφά, εκδηλώνονται πια άμεσα «του Έρωτα η εμπόρεση και της φιλιάς η χάρη» (Α 4) και λαμβάνει χώρα ο μυστικός αρραβώνας τους, αφού η απόπειρα του νέου, υστέρα από προτροπή της Αρετούσαςνα τη ζητήσει σε γάμο, δεν ευοδώθηκε κι ο πατέρας της,βασιλιάς Ηράκλης, τον εξόρισε από την Αθήνα δίνοντας του προθεσμίες 4 μέρες για το θράσος του να κοιτάξει «ψηλού δέντρου κλωνάρι» (Α 658), δηλαδή μέλος ανώτερης κοινωνικής τάξης. Θυμίζουμε ότι η Αρετούσα είναι η βασιλοπούλα της Αθήνας κι ο Ρώκριτος/Ρωτόκριτος- όπως απαντάται το όνομα του ήρωα μέσα στο κείμενο- ο γιος ενός συμβούλου του βασιλιά, του Πεζόστρατου, δηλαδή το ζευγάρι έχει ταξική διαφορά. Βέβαια, το έργο στο τέλος θα καταξιώσει το φυσικό δίκαιο και τον πόθο/έρωτα κι όχι το θετό όπως αυτό εκφράζεται μέσα από την έννοια του κοινωνικού πρέποντος (αυστηρή κοινωνική διαστρωμάτωση κι αναπαραγωγή της). Είναι, δηλαδή, έργο ο Ερωτόκριτος που φέρει έντονα μέσα του την ελπίδα κι ομολογώ γνωρίζοντας αυτό, ΄΄κάπως΄΄ με έκανε να γελάσω το ανωτέρω παρωδικό της πανδημικής κατάστασης. Θα το ξεχνούσα γρήγορα, αλλά μου θύμισε και κάτι άλλο, ότι η δεξίωση του ερωτοκρίτειου έργου είχε έντονα την έννοια του λαϊκού αναγνώσματος για πολλές δεκαετίες. Χαρακτηριστικά ο Σεφέρης αναφέρει στον πρώτο τόμο των Δοκιμών (1974:268):«Μια φυλλάδα ελεεινά τυπωμένη σε χαρτί εφημερίδας, όπου, χωρίς να λογαριάσει κανείς τα τυπογραφικά λάθη, ο εκδότης παίρνει την άδεια να αλλάζει κάθε λέξη όπως του αρέσει· μ᾽ ένα εξώφυλλο χρώμα κουφέτου, είτε τριανταφυλλί είτε φιστικί – μ᾽ αυτή την όψη κυκλοφορούσε, από τις τελευταίες δεκαετίες του περασμένου αιώνα, ο Ερωτόκριτος , «ποίημα ἐρωτικῶν (το ον με ωμέγα στο αντίτυπό μου), συνταχθὲν παρὰ Βικεντίου Κορνάρου, τοῦ ἐκ τῆς Σιτίας χώρας, ἐν τῇ νήσῳ τῆς Κρήτης». Κυκλοφορούσε ανάμεσα στις ταπεινές τάξεις, στα νησιά, στις επαρχίες του ελλαδικού κράτους, στις μεγάλες μητροπόλεις του Έθνους. Τις περισσότερες φορές το πουλούσαν γυρολόγοι. Θυμάμαι, παιδί στη Σμύρνη, κάθε απόγεμα, την ίδια ώρα, την ίδια φωνή στο δρόμο: «Έχω βιβλία διάφορα! Τον Ερωτόκριτο και την Αρετούσα! Την Ιστορία της Γενοβέφας! Την Ιστορία της Χαλιμάς!…».

Κι όντως το έργο ρίζωσε πρώτα στη λαϊκή παράδοσή μας ως μαντινάδα, παραμύθι, τραγούδι, πηγή θυμοσοφίας. Προκάλεσε στη συνέχεια αρνητικές και θετικές αποτιμήσεις μεταξύ των λογίων π.χ. ο Κοραής γράφει «τοιούτα εξαμβλώματα της ταλαιπώρου Ελλάδος» – αν και θα αξιοποιήσει το έργο στο γλωσσικό του κήρυγμα με τον χαρακτηρισμό του Κορνάρου ως «Ομήρου της χυδαϊκης φιλολογία»ς -, ο Κοδρικάς ομιλεί για «μακαρονικά ξενολογήματα», ο Κάλβος για«το μονότονοντων κρητικών επών», ενώ για τον Μιστριώτη αποτελεί «μυθιστόρημα για τις υπηρέτριες». Άλλοι μιλούσαν για την έλλειψη εθνικού χαρακτήρα κι ελληνικότητας του έργουκαι το θεωρούσαν μίμηση ξενική ( Ζαμπέλιος, Ορφανίδης, Ραγκαβής κ.ά.) και κάποιοι επιχείρησαν να το εντάξουν στον εθνικό κανόνα όπως ο Διονύσιος Φωτεινός δημιουργώντας μια καθαρευουσιάνικη εκδοχή με τον Νέο Ερωτόκριτο το 1818 αναφέροντας χαρακτηριστικά στον πρόλογο ««Η παρούσα εποποιία με το να ευρίσκετο εις φράσιν παλαιάν της Γραικικής Κρητικής διαλέκτου, με ιδιωτισμούς πολλά αηδείς και λέξεις βαρβαρικάς σχεδόν δυσνοήτους, έκρινα εύλογον να παραφράσω ταύτην εν καιρώ της αργίας μου προς περιδιάβασίν μου, κατά την νυν καθομιλουμένην ανθηράν και γλυκυτάτην φράσιν των του ημετέρου γένους πεπαιδευμένων Γραικών[…]εφύλαξα μεν το νόημα της του παλαιού Ερωτοκρίτου μυθιστορίας, επηύξησα δε και παρέκτεινα τούτο επί μάλλον και μάλλον με διάφορα έντονα και ανθηρά στιχουργήματα και με τραγώδια κατά τα διάφορα συμβεβηκότα των περιστάσεων»[2]. Στις αρχές του 20ου αιώναη εικόνα αλλάζει σημαντικά. «Ο Γιάννης Ψυχάρηςαπό το Παρίσι και ο Κωστής Παλαμάς από την Αθήνα συνδράμουν σημαντικά, ώστε ο Ερωτόκριτος να αντιμετωπιστεί από τη νεοελληνική διανόηση της εποχής ως εθνικό ποίημα που πρέπει να εκδοθεί κριτικά και να αποτελέσει πηγή λογοτεχνικής έμπνευσης και γλωσσικού κανονισμού.» (Κατσιγιάννης, 2016:389). Ευνοϊκή είναι και η στάση του Ροΐδη.

Οι θετικές αποτιμήσεις επικρατούν, το έργο εθνικοποιείται, γίνεται μέρος του κανόνα της νεοελληνικής λογοτεχνίας, ενεργοποιεί τον διακειμενικό διάλογο ( Σολωμός, Σικελιανός, Σεφέρης κ.ά.), γίνεται θεατρικό έργο (Νέα Σκηνή το 1929, Αμφι – θέατρο του Σπύρου Ευαγγελάτου το 1975 κ.ά), ζωγραφικό θέμα (Τσαρούχης, Θεόφιλος, Εγγονόπουλος κ.ά.) και σχετικά πρόσφατα(2016)graphic novel (Γούσης και Παπαμάρκος).

Και να που εν έτει 2020 και μέσα στην πανδημία καταφεύγουμε σε ίδιες πηγές για να ξορκίσουμε κάπως το κακό που ίσως να μη χτύπησε τη χώρα μας τόσο δραματικά,αλλά τα νέα για τον αριθμό των θυμάτων σε άλλες χώρες σου θυμίζουν ρητά ότι όλοι παγκοσμίως στο ίδιο «καμίνι» – για να θυμηθούμε μια συχνή ερωτοκρίτεια λέξη -βράζουμε.

Σε σχέση με τον Ερωτόκριτο που βασανίζεται από έρωτα όπως δηλώνει το όνομά του (κρίνω = και βασανίζω στα μεσαιωνικά) αξίζει να ειπωθεί ότι ακόμα και τέτοιες μικρές αφορμές όπως το παραπάνω επικαιρικό στιχάκι, καλό θα είναι να μας ενεργοποιούν και να επιστρέφουμε στα κείμενα και να τα ανακαλύπτουμε εκ νέου. Μη ξεχνάμε ότι έχουμε πια έγκριτες εκδόσεις του κειμένου ( Στ. Αλεξίου) και σχετικές σύγχρονες μελέτες (Holton, Peri κ.ά.). Πρόσφατα, μάλιστα, από το Μορφωτικό Ίδρυμα της Εθνικής Τραπέζης κυκλοφόρησε κι η τρίτομη μελέτη 1.800 σελίδων με πλούσια εικονογράφηση του Λευκαδίτη καθηγητή του ΕΚΠΑ, Στέφανου Κακλαμάνη, Η Κρητική Ποίηση στα Χρόνια της Αναγέννησης (14-17 αι.). Μελέτησα ήδη διεξοδικά τον πρώτο από τους 3 τόμους που λειτουργεί ως εισαγωγή σε αυτό το τεράστιο και βιβλιογραφικά αλλά κι ενδιαφέροντος θέμα. Ο ίδιος ο μελετητής αναφέρει «Το έργο απευθύνεται στον αναγνώστη της λογοτεχνίας είτε είναι εξοικειωμένος είτε όχι με την ιστορία και τον πολιτισμό της κρητικής Αναγέννησης.» (σ. 30). Και πράγματι η ιστορικότητα και η λογοτεχνικότητα μιας ολόκληρης εποχής δίδονται με τρόπο λιτό, τεκμηριωμένο μα και συνάμα με όλο το decorum των σωστών αναλογιών που ξεχωρίζει μια βαρετή από μια συναρπαστική επιστημονική εργασία κι αυτό ανοίγεται στον αναγνώστη ήδη από τον πρόλογο του πρώτου τόμου και τον ωθεί να συνεχίσει ακάματα το ταξίδι στα ιστορικά, κοινωνικά, ιδεολογικά και αισθητικά συμφραζόμενα της εποχής. Θυμόμαστε την Αναγέννηση, το Μπαρόκ, τον Μανιερισμό, σημαντικά στοιχεία ελληνικής και διεθνούς ιστορίας κι εντέλει βλέπουμε σε βάθος τη σύζευξη του ελληνικού/κρητικού κι ιταλικού/βενετικού πολιτισμού που κορυφαίος της λογοτεχνικός καρπός είναι ο Ερωτόκριτος του Βενετοκρητικού Βιτσέντζου Κορνάρου του Ιακώβου (1553-1613), έργο τομής με έντονα στοιχεία πρώιμης νεωτερικότητας κι ίσως και για αυτό να κρατιέται τόσο ζωντανό.

Το κείμενο φέρει τόση δροσιά που σου έρχεται να το απαγγείλεις πάρα να το διαβάσεις σιωπηλά. Λίγο η έντεχνη του ρίμα, λίγο ο δουλεμένος ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος και φυσικά η παρουσία διαλόγου – 42% διάλογος/μονόλογος:58% αφήγηση στους περίπου 10 χιλιάδες στίχους- προκαλούν τον φωνούμενο λόγο ως απόλαυση. Σε επίπεδο μικροδομής συναντάμε θέματα/μοτίβα που παραμένουν ενεργά και σήμερα και συνομιλούν μαζί μας. Μάλιστα, ο Κορνάρος όσο και να συνομιλεί με τη μεσαιωνική παράδοση εμπλέκει εν τελεί την ανθρώπινη δράση σε μια προοπτική αναγεννησιακή, οικεία και στην εποχή μας (συγκρητισμός ιδεών, ανθρωποκεντρισμός κ.ά.). Όλα εντάσσονται «στη θαυμαστή λειτουργία της μηχανής του κόσμου («la machina del mondo») που κινεί το συμπάν και παράγει ένα αστείρευτο απαύγασμα σοφίας και δύναμης, προερχόμενες κατευθείαν από του ΄΄κύκλου τα γυρίσματα΄΄, από ΄΄του καιρού τ’ αλλάματα΄΄ και από του τροχού την αέναη περιστροφή» (Κακλαμάνης, 2016:35). Επιπλέον,η ίδια η ιστορία των ερωτευμένων που είναι του πόθου αρρωστημένοι, η προβολή της προσωπικής αξίας, της ενεργητικής στάσης στη ζωή κι άλλα πολλά κάνουν αυτό το έμμετρο ερωτικό μυθιστόρημα το λιγότερο δημιουργικό ξόδεμα χρόνου. Ακόμα και η γλώσσα με το λογοτεχνικά επεξεργασμένο κρητικό ιδίωμα δεν προκαλεί ιδιαίτερες δυσκολίες κατανόησης στον σημερινό αναγνώστη που είμαι σίγουρος ότι μόνο σε λίγες περιπτώσεις θα καταφύγει στα σχετικά ειδικά γλωσσάρια που συνήθως συνοδεύουν τις εκδόσεις του κειμένου. Θα θυμηθεί μάλιστα ή θα μάθει λέξεις όμορφες όπως το ξόμπλι (=κέντημα) ή το πελελός( =τρελός).

Σε αυτό το «βιβλίο τσ’ ερωτιάς» με τον υπερχρονικό και πανανθρώπινο χαρακτήρα πέρα από τον ύμνο στον έρωτα:

                                        «Τα μάτια, ο νους μου κ’ η καρδιά, κ΄ η όρεξη εθελήσα

                                          κ΄ έσμίξαν και τα τέσσερα, όντε σ’ εσγουραφίσα

                                         και πώς μπορώ να σ’ αρνηθώ; Κι α θέλω δε μ’αφήνει

                                        τουτ’ η καρδιά που εσύ ‘βαλες σ’ τσ’ αγάπης το καμίνι

                                                             κ’ εξαναγίνη στην πυρά, την πρώτη φύση εχάσε,

                                       η στόρησή μου εχάθηκε και τη δική σου επιάσε.»(Γ 1435-1440)

κυριαρχεί το αυτεξούσιο:

                                   «Κι αν τα ονειροφαντάσματα δύναμην είχαν τόση,

                                         τί ήξαζε το φτεξούσιο στον άνθρωπο κ’ η γνώση;» (Δ 137-138)

που καθιστά τον άνθρωπο δρώντα και διαμορφωτή της μοίρας του κι άρα σου ΄΄πετάει το μπαλάκι΄΄, αν θέλεις:

                       «Να γυρίζεις σπίτι το σούρουπο μ’ ευγνωμοσύνη στην καρδιά» (Gibran Kahlil, Ο Προφήτης)

χωρίς, όμως,ποτέ να ξεχνάς:

                                            «και τίς κατέχειτον καιρό ίντα μπορεί να φέρη;» (Δ 40).

Θα νιώσεις, δηλαδή, συχνά να οδηγείται σε έναν νοερό αναστοχασμό,προνόμιο των μεγάλων έργων να τον προκαλούν χωρίς όμως να ζημιώνουν την απόλαυση της ανάγνωσης/ακρόασης.

ΒΑΣΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Κορνάρος Β., Ερωτόκριτος, (1980) επιμ. Αλεξίου Στ, Αθήνα, Ερμής, 2016.

Κακλαμάνης Στ., Η Κρητική Ποίηση στα Χρόνια της Αναγέννησης( 14-17 αι.), τ. Ά, Εισαγωγή, Αθήνα, ΜΙΕΤ, 2019.

Κακλαμάνης Στ. «Ο Ερωτόκριτος στα χρόνια της πρώιμης νεωτερικότητας».Ζητήματα ποιητικής και πρόσληψης του Ερωτόκριτου, επιμ. Κακλαμάνης Στ., Σητεία, 2015, σ. 19-107.

Κατσιγιάννης Αλ., «΄΄Ξένος ή δικός μας;΄΄ Η κριτική πρόσληψη του Ερωτόκριτου τον 19ο αιώνα». Ζητήματα ποιητικής και πρόσληψης του Ερωτόκριτου, επιμ. Κακλαμάνης Στ., Σητεία, 2015, σ.363-416.

Σεφέρης Γ. , Δοκιμές, τ. Ά(1936-1947), Αθήνα, Ερμής, 1974.

[1] Μια διαδικτυακή πηγή από την Κρήτη αναφέρει ότι ΄΄δημιουργός΄΄ του ανωτέρω διαδικτυακού κειμένου είναι η Μαργαρίτα Νικολοπούλου χωρίς να δίνει περισσότερες λεπτομέρειες (https://www.cretalive.gr/…/kornaros-bitsentzos-toy-koronoioy).

[2] Παρεμβάλλονται αποσπάσματα άλλων έργων, ανώνυμα στιχάκια της εποχής («ελαφρά τραγουδάκια της εποχής» κατά τον Μ.Vitti.). Βλ. αναλυτικά Γ. Π. Σαββίδης, «Αναλυτικά περιεχόμενα του “Νέου Ερωτόκριτου” Διονυσίου Φωτεινού του εκ Παλαιών Πατρών», Τόμος Τιμητικός Κ. Ν. Τριανταφύλλου, τ. Α΄, Πάτραι 1990.

Πίνακας: (Μέντης Μποσταντζόγλου-Μποστ)