Scroll Top

Όλοι οι άνθρωποι είναι στρατευμένοι – Του Γιάννη Μότσιου

Έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά η θέση του ποιητή στην κοινωνία;/ Σε περιόδους κρίσης, όπως αυτή του κορωνοϊού, έχει ιδιαίτερο ρόλο η ποίηση;

Δυο είναι οι δικές μου επισημάνσεις στη θεματολογία των ερωτήσεων:

Πρώτη. Είμαι σίγουρος ότι γίνεται μια επικίνδυνη υπερβολή του όλου θέματος με τον κορονοϊό. Όπως: ο άνθρωπος και η ανθρωπότητα πριν, ταυτόχρονα και μετά την πανδημία. Η ανθρωπότητα στην ιστορία της γνώρισε πολύ πιο θανατηφόρες επιδημίες. Θυμίζω τα τραγικά (πολύ τραγικότερα από τα σημερινά) αποτελέσματα της Ισπανικής γρίππης: κατά την πιο επιείκεια εκδοχή 50 με 60 εκατομμύρια οι θάνατοι. Η αντίρρηση που θα μπορούσε να προβάλλει κάποιος είναι ότι η σημερινή πανδημία βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη. Πού θα φτάσει, είναι άγνωστο. Δεν θα αναφερθώ σε άλλες πανδημίες στην ανθρώπινη ιστορία με τα δραματικά ή και τραγικά αποτελέσματα σε θανάτους.
Και κάτι άλλο επιπρόσθετα: ποιους παίρνει στο διάβα της η καταραμένη νόσος; Τους ύψιστης επικινδυνότητας και τους αρκετά ηλικιωμένους. Σε αυτή την κατηγορία ανήκω και εγώ. Οπότε μιλώ από τη καρδιά του προβλήματος και όχι από την περιφέρεια ή και απ’ έξω: Έχω κλείσει τα 90 χρόνια, πέρασα πρόσφατα πνευμονία, ενώ πριν τρία χρόνια έκανα εγχείρηση ανοιχτής καρδιάς μετά από έμφραγμα και άλλες παθήσεις. Μπόρα είναι και ετούτη. Θα περάσει, όπως και τόσες άλλες.
Θα μπορούσε να με ρωτήσει κανείς: και πώς νιώθετε σε αυτή την ηλικία; Την έχω έτοιμη την απάντηση: Θαυμάσια. Σωματικά και προπαντός πνευματικά – ψυχολογικά. Συνεχίζω καθημερινά να κάνω τη βόλτα μου προς το λόφο της Πεδινής, 45 λεπτά η διαδρομή, συνεχίζω δυο φορές τη μέρα τη γυμναστική μου στο σπίτι, περί τα 20 λεπτά κάθε φορά, απολαμβάνω τα νόστιμα φαγητά (η γυναίκα μου μαγειρεύει πολύ νόστιμα, εξ ου και τα τρία κιλά πάνω από αυτά που θα ήθελα να έχω, ένα ποτήρι καλό κρασί, κόκκινο, παχύρευστο, από του Σταύρου Χασπερίδη τα αμπέλια, να κοιμούμαι καλά, να ξυπνώ καλύτερα, πανέτοιμος για τη δουλειά μου, σε καθημερινή βάση, στο γραφείο μου. Όπως ακριβώς από το 1997, μετά τη συνταξιοδότησή μου. Μ’ αρέσουν οι ορειβασίες που γίνονται, όμως, όλο και πιο χαμηλότερα. Μ’ αρέσει η ζωή, το μοναδικό δώρο του σύμπαντος στον άνθρωπο. Θα τη χαίρομαι ως την τελευταία της ώρα. Της ζωής. Προσπαθώντας να την κάνω όσο πιο όμορφη και ουσιαστική γίνεται και μπορώ. Το ότι θα πρέπει να μας προβληματίσει η πανδημία, για το πόσο απροετοίμαστους μας βρήκε σε επίπεδο θεσμών και υλικοτεχνικού εξοπλισμού, το ζήτημα είναι καθαρά κοινωνικού χαρακτήρα. Ας σκεφτούμε για μια στιγμή τα υπέρογκα ποσά που ξοδεύουν οι λαοί στους χωρίς προοπτική εξοπλισμούς. Ας θυμηθούμε τη ρήση του Αριστοτέλη Ωνάση (αριστερά). Ο μαρξιστής, σαν και μένα, θα συνέχιζε το στοχασμό εκείνου, λέγοντας: στην ημερήσια διάταξη της ιστορίας μπαίνει η σοσιαλιστική αλλαγή – ανασυγκρότηση της κοινωνίας. Σε όλο τον κόσμο. Το μοντέλο του σημερινού σοσιαλισμού θα το ανακαλύψει σχεδόν εκ νέου η τωρινή γενιά των ανθρώπων: στοχαστών και εργαζομένων του χεριού και του πνεύματος.

Δυο λόγια για τη στρατευμένη τέχνη. Όλοι οι άνθρωποι είναι στρατευμένοι. Και μάλιστα εθελοντικά. Σε μια ιδεολογία, παράταξη, πολιτικό κόμμα. Ο Όμηρος ήταν στρατευμένος: στην υπηρεσία της ελευθερίας, της πατρίδας, της οικογένειας. Το ίδιο και ο ποιητής που έγραψε το επαναστατικό θούριο: «Τη υπερμάχω στρατηγώ τα νικητήρια», ξεσηκώνοντας το λαό της Κωνσταντινούπολης στη μάχη κατά των ξενόφερτων πολιορκητών. Ο Ρήγας Βελεστινλής τραγουδούσε το επαναστατικό του θούριο στα σαλόνια της Βιέννης, δυο βήματα από το στόμα του λύκου, συνοδεύοντάς το με τη λύρα του και με χορό. Τέσσερα είδη της τέχνης στη υπηρεσία του παλλαϊκού ξεσηκωμού των Ελλήνων. Ο Σολωμός και ο Κάλβος υμνητές της επανάστασης. Ο Γλέζος και ο Σάντας, την επομένη της κατάληψης της Αθήνας από τους ναζί κατεβάζουν τη σημαία των κατακτητών από τον ιερό βράχο της Ακρόπολης. Πράξη κήρυξης πολέμου – αντίστασης ων Ελλήνων. Ο ποιητής Άνθιμος Χατζηανθίμου, Γραμματέας της παράνομης οργάνωσης νεολαίας στη Θεσσαλονίκη, αφού κατέθεσε στεφάνι στο γνωστό μνημείο της Θεσσαλονίκης για τη 25η Μαρτίου, γύρισε προς τους συγκεντρωμένους, παρουσία εκπροσώπων των δυνάμεων κατοχής, σήκωσε τη γροθιά του και βροντοφώναξε: Ζήτω το ΕΑΜ. Έβαλε ζήτησα εξόδου του στην ένοπλη Αντίσταση. Στην παρανομία του τον επισκέφτηκε ο Βαγγέλης Βασβανάς, μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ, λέγοντάς τον: Από εδώ θα βγεις, όταν γράψεις στίχους για τραγούδι της Αντίστασης. Την ίδια βραδιά έγραψε τους δυνατούς και πανέμορφους στίχους του τραγουδιού: «Του σκλάβου η οργή έχει ξεχειλίσει». Το τραγούδησαν όλοι οι εξεγερμένοι Έλληνες. Μαζί μ’ αυτούς και η αφεντιά μου. Με εντολή έγραψε τους στίχους του «Ύμνου του ΕΛΑΣ» και η Σοφία Μαυροειδή-Παπαδάκη και ο Πέτρος Ανταίος τους στίχους του «Ύμνου της ΕΠΟΝ». Στρατευμένοι στην ιδέα και τους στόχους της Αντίστασης ήταν όλοι, όσους αναφέραμε με τα ονόματά τους. Δεν μπορούσε να μην είναι στρατευμένη και η εξαίσια ποίησή τους. Με την πιο ελεύθερη έννοια και πρακτική εφαρμογή της λέξης.

Θέλω να αναφερθώ μόνο σε δυο προσωπικές μου εμπειρίες για το ρόλο της τέχνης στη συμπεριφορά και τη ζωή των ανθρώπων σε τραγικές καταστάσεις.

Φθινόπωρο του 1948, η 16η Ταξιαρχία του ΔΣΕ, μαχητής της οποίας ήμουν και εγώ, στρατοπέδευε στο Μαλιμάδι, δυτικά της Καστοριάς. Ένα τάγμα της πήρε διαταγή να ανακαταλάβει το κομβικής σημασίας ύψωμα Μπίκοβικ (Καζάνι), στο δρόμο Καστοριάς – Φλώρινας. Η διαταγή εκπληρώθηκε. Σώοι και αβλαβείς επιστρέψαμε στην έδρα της Ταξιαρχίας 28 άνδρες. Οι υπόλοιποι νεκροί και τραυματίες. Μεγάλη η απώλεια. Για όλους μας. Ο διοικητής του τάγματος παρακαλεί τη διοίκηση της ταξιαρχίας να του στείλει τη μπάντα-ορχήστρα της ΙΧ-ης Μεραρχίας. Κι αρχίσαμε τους απανωτούς χορούς, εύθυμους και πολύ γρήγορους. Ξεθεωθήκαμε όλοι. Ακόμα και οι νέοι των 18 χρονών. Σαν και μένα που δε χόρευα, αλλά πετούσα: τα πόδια μου σχεδόν ακουμπούσαν στο χώμα. «λεβέντικα πατούν στη γη και κουρνιαχτό δε σ’κώνουν» που λέει και το δημοτικό μας τραγούδι. Η όποια επίπληξη είναι αδικαιολόγητη. Και βέβαια δε χορεύαμε από χαρά γιατί εμείς, οι είκοσι οκτώ, μείναμε ζωντανοί. Και βέβαια θυμούμασταν πολύ καλά τους φίλους και συναγωνιστές μας που ως λίγο πριν είμαστε μαζί: κουβεντιάζαμε, τραγουδούσαμε, χορεύαμε, πολεμούσαμε, φέρναμε στη μνήμη τους δικούς μας και κάναμε όνειρα για την ειρηνική ζωή στην κοινωνία των αγώνων μας. Ξέραμε πολύ καλά ότι ο πόλεμος συνεχιζόταν και ήταν άγνωστη η μοίρα του καθενός μας. Γιατί χορεύαμε; Χαιρόμασταν τη ζωή: τη ζωή του ανθρώπου – αγωνιστή που παραμένει πιστός στα κοινωνικά ιδανικά μας, στους σκληρούς αγώνες που μας περιμένουν (και επιλέξαμε εθελοντικά) για την υλοποίησή των όμορφων στόχων μας.

Δεύτερη. Τέλη Αυγούστου το 1949 μας στρίμωξαν κι αναγκαστήκαμε να εγκαταλείψουμε την πατρίδα μας. Στο δρόμο προς το Μπουρέλι, στις πλαγιές του βουνού Ελμπασάν, μας περίμενε ένα μεγάλο στρατιωτικό τμήμα Αλβανών συντρόφων μας. Με πολλές φωτιές, με γεμάτα τα καζάνια με φαγητό και με ορχήστρα. Χέρι με χέρι με συναγωνιστές και στρατιώτες Αλβανούς χορεύαμε τους κοινούς χορούς που τόσο μοιάζουν στους μουσικούς σκοπούς και τους ρυθμούς τους. Χαιρόμασταν γιατί γλιτώσαμε το θάνατο; Η ήττα μας στο Γράμο ήταν μόνο στρατιωτική και μόνο για τώρα. Ιδεολογικά δεν θεωρούσαμε τους εαυτούς μας ηττημένους. Ας μη φανεί παράξενο: συνεχίζαμε να είμαστε ψυχολογικά πανέτοιμοι για νέους αγώνες, για τη δημιουργία της όμορφης κοινωνίας των ονείρων και των ιδανικών μας. Αυτό.

* Ο Γιάννης Μότσιος γεννήθηκε το 1930 στο χωριό Δεσπότης (Σνίχοβο) Γρεβενών. Από το 1947 έως το 1949 ήταν μαχητής του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, και από το 1949 πολιτικός πρόσφυγας στην ΕΣΣΔ. Σπούδασε Φιλολογία στα Πανεπιστήμια Τασκένδης και Κιέβου, και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο Ινστιτούτο Παγκόσμιας Λογοτεχνίας της Ακαδημίας Επιστημών στη Μόσχα, με ειδίκευση στη Νέα Ελληνική Λογοτεχνία. Υπήρξε μόνιμος επιστημονικός συνεργάτης του Ινστιτούτου Παγκόσμιας Λογοτεχνίας, ο πρώτος που προσελήφθη στη Ρωσία (και ΕΣΣΔ) για τη μελέτη της Νέας Ελληνικής Λογοτεχνίας, και οι δυο μονογραφίες του, “Η λογοτεχνία της Εθνικής Αντίστασης 1940-45 στην Ελλάδα” και “Η ελληνική λογοτεχνία του 20ού αιώνα” είναι οι πρώτες στην ιστορία της ίδιας χώρας. Επαναπατρίστηκε στην Ελλάδα το 1976, από το 1980 έως το 1997 υπηρέτησε ως Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κρήτης και το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, και δίδαξε ελληνική λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο της Σόφιας. Από το 2013 διοργάνωσε τέσσερα “Δια-βαλκανικά Φιλολογικά Συνέδρια Ποίησης”, όπου από την ελληνική πλευρά έγιναν περί τις 100 ανακοινώσεις για την ελληνική ποίηση από τον Όμηρο μέχρι το 1950. Συμμετείχε με εισηγήσεις και ανακοινώσεις του σε συνέδρια σε δημοκρατίες της ΕΣΣΔ, στην Ελλάδα, τη Βουλγαρία, την Ουγγαρία, την Τουρκία και τη Σερβία. Στο Κρατικό Πανεπιστήμιο της Σόφιας οργάνωσε το πρώτο διεθνές φιλολογικό συνέδριο με θέμα “Τα μυθιστορήματα του Νίκου Καζαντζάκη”. Σε μετάφραση και επιμέλειά του εκδόθηκαν για πρώτη φορά στη ρωσική και την ουκρανική γλώσσα έργα του Σολωμού, του Παλαμά, του Καζαντζάκη και άλλων Ελλήνων λογοτεχνών. Έργα του έχουν δημοσιευθεί στα ελληνικά, ρωσικά, γεωργιανά, αγγλικά, γαλλικά, σερβικά, βουλγαρικά, ουκρανικά, ουγγρικά, ρουμανικά.