Scroll Top

Η ποίηση έχει τη δύναμη να αυτονομείται και να κυκλοφορεί ερήμην των ποιητών – Της Μαρίας Μαραγκουδάκη

Έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά η θέση του ποιητή στην κοινωνία;

Αν θεωρούμε ποιητή εκείνον που χειρίζεται με άνεση τις λέξεις (το θεωρώ δύσκολο), έχει εντρυφήσει στην ποιητική γραφή (ακόμη δυσκολότερο), γράφει πολύ καλά ή λιγότερο καλά ποιήματα, δέχεται ή και επιδιώκει διακρίσεις και βραβεία (πολύ ανθρώπινο και απολύτως αποδεκτό), τότε η θέση του ποιητή δεν διαφέρει σε τίποτα από τη θέση οποιουδήποτε άλλου ο οποίος «ποιεί» και ανάλογα με την εργατικότητα ή την ευσυνειδησία του παράγει έργο σεβαστό ή όχι, σημαντικό ή λιγότερο σημαντικό, χρήσιμο ή αδιάφορο.
Αν θεωρούμε ποιητή εκείνον που καρφώνει τις λέξεις σαν πρόκες και τα λόγια του χαράζουνε σαν τα μαχαίρια, για να θυμηθούμε τον αγαπημένο Αναγνωστάκη, τότε η θέση του έχει τα ιδιαίτερα εκείνα χαρακτηριστικά του μεταλλουργού, ο οποίος εξορύσσει μέταλλα από μεταλλεύματα ή παρασκευάζει κράματα από άλλες πρώτες ύλες, κατεργάζεται επίμονα την περαιτέρω επεξεργασία τους, τροποποιεί τις βασικές ιδιότητες των βασικών υλικών. Η εξαγωγή μετάλλων γίνεται πάντα μέσα σε υψικάμινο με τη χρήση υψηλών θερμοκρασιών. Σίγουρα δεν είναι καθόλου απλή υπόθεση ο μετασχηματισμός των λέξεων σε πρόκες και των λόγων σε μαχαίρια. Και δεν αναφέρομαι εδώ αποκλειστικά στους στρατευμένους ποιητές, όπως ίσως διαφαίνεται, οι οποίοι σήμερα είναι μάλλον ντεμοντέ, αλλά σε κάθε ποιητή που προσπαθεί να αντισταθεί με όπλο τις λέξεις του. Εδώ θα διαφωνήσω με τον ποιητή πως κανένας στίχος δεν ανατρέπει καθεστώτα.
Αν θεωρούμε ποιητή εκείνον που αισθάνεται ταγμένος να φυλάει Θερμοπύλες, όπως θα έλεγε ο Καβάφης, τις όποιες Θερμοπύλες, δικές του ή ενός κοινωνικού συνόλου, η θέση του έχει τα ιδιαίτερα εκείνα ιστορικά χαρακτηριστικά ενός Λεωνίδα. Γνωρίζει την ανεπάρκεια των λέξεων, γνωρίζει πως η ζωή είναι ο Εφιάλτης που θα τον προδώσει, γνωρίζει πως ίσως νίκη της ζωής να είναι τελικά ο θάνατος των λέξεων.
Αν… και αν…, η απάντηση ποικίλει.
Είναι θέμα βασικού ορισμού της έννοιας του ποιητή, για να μπορέσουμε στη συνέχεια να μιλήσουμε για τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της όποιας θέσης του. Υπάρχει, αλήθεια, ορισμός του ποιητή; Ποιος είναι ποιητής, αναρωτιόταν ο Ναπολέων Λαπαθιώτης, είναι, μήπως, ένα κενό, όπως γράφει ο Σεφέρης στον Βασιλιά της Ασσίνης, ένα μεταφυσικό κενό, το οποίο δεν πληρούται ποτέ;

 Σε περιόδους κρίσης, όπως αυτή του κορωνοιού, έχει ιδιαίτερο ρόλο η ποίηση;

Αν στη ρητορική ερώτηση του Χέλντερλιν «και τι χρειάζονται οι ποιητές σε μικρόψυχους καιρούς;» ίσως απαντήσει κάποιος πως ναι, οι ποιητές είναι άχρηστοι σε μικρόψυχους καιρούς, υποθέτω πως κανείς δεν μπορεί να πει το ίδιο για την ποίηση. Όχι φυσικά πως η ποίηση σε χαλεπούς καιρούς, όπως αυτή που διανύουμε, λύνει κανένα πρακτικό πρόβλημα, προφανώς και δεν λύνει, δεν δύναται άλλωστε.
Η ποίηση, όταν δεν κραυγάζει, δεν στέκεται στην επιφάνεια, δεν ναρκισσεύεται, τότε καταφέρνει να συνομιλεί αν όχι με όλους, σίγουρα όμως συνομιλεί με κάποιους που το έχουν ανάγκη. Η ποίηση στην περίπτωση αυτή έχει επιτύχει τα μέγιστα. Και είναι η συνομιλία εκείνη που μας κρατάει ζωντανούς, κυρίως μας βοηθά να μην χάσουμε την ανθρωπιά μας.
Η ποίηση έχει τη δύναμη να αυτονομείται και να κυκλοφορεί ερήμην των ποιητών. Υπάρχουν λέξεις-ονόματα που έγιναν σύμβολα, π.χ. Ιθάκη. Υπάρχουν στίχοι που έχουν περάσει στο συλλογικό ασυνείδητο. Κάποιοι, ίσως, να μην γνωρίζουν καν τον ποιητή, όμως στίχοι του έχουν αφομοιωθεί και αναπαράγονται π.χ. είτε βραδιάζει, είτε φέγγει, μένει λευκό το γιασεμί.
Συμβαίνει σε καταστάσεις δύσκολες να ανασύρουμε από τα βάθη κάποιους στίχους, να πιανόμαστε απ’ αυτούς, γιατί ας μην ξεχνάμε πως η ποίηση αρχίζει από κει που την τελευταία λέξη δεν την έχει ο θάνατος, όπως γράφει ο Ελύτης.* Η Μαρία Εμ. Μαραγκουδάκη γεννήθηκε στο Ηράκλειο Κρήτης. Ζει στην Αθήνα. Έχει εκδώσει την ποιητική συλλογή «Έστω ότι…» (Οδός Πανός 2010), την συλλογή διηγημάτων «Μηδενική γωνία» (Εύμαρος 2017), το θεατρικό μονόλογο «Μαύρο γιασεμί» (Εύμαρος 2019», συμμετέχει με οκτώ (8) διηγήματα στην περιοδική έκδοση diPgeneration 2017 (Μανδραγόρας 2017) και στο συλλογικό έργο «Εννέα όγδοα» (Εύμαρος 2018).