Scroll Top

Το Πάσχα ως Αφήγηση – Πένθος, Ανάσταση, Ελπίδα | Πάσχα στο Θησείο | Γράφει ο Κώστας Λογαράς

Ανθολόγηση αφιερώματος: Αντώνης Δ. Σκιαθάς

Επιμέλεια αφιερώματος : Μίνα Π. Πετροπούλου

Το CultureBook με αφορμή το Πάσχα και το πως επιδρά στη ψυχοσύνθεση των ανθρώπων, θέλησε  να παρουσιάσει διηγήματα που καταγράφουν σκέψεις, συναισθήματα και βιώματα για τη συγκεκριμένη περίοδο, καθώς για πολλούς ταυτίζεται με την επώδυνη πορεία που οδηγεί από τη θλίψη της απώλειας στην ελπίδα της αναγέννησης.  Είναι η μυσταγωγία των ημερών που οδηγεί στη λύτρωση, το ξύπνημα της φύσης που συνοδεύει την εσωτερική μεταμόρφωση, η εναλλαγή φωτός και σκιάς που καθορίζει την ανθρώπινη εμπειρία. Πολλές ιστορίες βιώνονται αλλά και γράφονται αγγίζοντας αυτές τις αντιθέσεις · ιστορίες  που μιλούν για το πέρασμα, την αναγέννηση, την προσμονή αλλά και το αναπόφευκτο άγγιγμα του πόνου, του θανάτου και του πένθους.

Με αυτό το σκεπτικό το CultureBook ετοίμασε το συγκεκριμένο αφιέρωμα, στο οποίο συμμετέχουν διακεκριμένοι και διακεκριμένες συγγραφείς.

Ευχαριστώ  από καρδιάς όλους όσοι ανταποκρίθηκαν πρόθυμα στην πρόσκλησή μας.

Η επιμελήτρια

Μίνα Π. Πετροπούλου

Γράφει ο Κώστας Λογαράς

Πάσχα στο Θησείο   

Ήμουν 8 ή 9 χρονών κι  οι δικοί μου μ’ έστειλαν  στην Αθήνα να κάνω Πάσχα.  Στον αδελφό τού πατέρα μου και στα ξαδέλφια μου. Εσωτερικός μετανάστης εκείνος, είχε φύγει απ’ την Πάτρα αναζητώντας στην πρωτεύουσα μια καλύτερη δουλειά και πιο υποφερτή ζωή. Εποχές δύσκολες,  μετεμφυλιακές.  Έμενε τότε,  αρχές του  ’60 , στην  περιοχή του Θησείου,  απέναντι  απ’ την Ακρόπολη – στην οδό Βασίλης 10.  Όλα τα σπίτια μονοκατοικίες,  ισόγεια και δίπατα, φτωχόσπιτα – δεν είχε αρχίσει ακόμα η αντιπαροχή κι η τερατώδης ανοικοδόμηση της πρωτεύουσας. Το δικό τους με εσωτερική αυλή κοινόχρηστη, που τη μοιράζονταν με μια ακόμα οικογένεια φερμένη από τη Θήβα. Θυμάμαι έναν Φραγκίσκο,  μια Ματίνα, έναν Σπύρο, ονόματα – θραύσματα μιας μνήμης παιδικής.

 Ήταν Άνοιξη, η  μυρωδιά από τις πασχαλιές στους κήπους του Θησείου σκόρπαγαν τ’ άρωμά τους κι οι πένθιμες καμπάνες της Μεγάλης Εβδομάδας γλύκαιναν με τον ήχο τους τις γύρω γειτονιές, Πετράλωνα, Μοναστηράκι κι έφταναν ως τα στενά της συνοικίας του Ψυρρή. 

Απ’ την κουζίνα του σπιτιού  έβλεπα ψηλά τον βράχο τής Ακρόπολης, το Ερεχθείο και τονΠαρθενώνα.Ξύπναγα τα πρωινά – έχω στα μάτια μου ακόμα το φως του αττικού ουρανού– κι  απ’ το παράθυρο μιας μικρής σοφίτας χάζευατο ναότου Ηφαίστου, πιο πέρα τον Κεραμεικό  και τα ανασκαμμένα ερείπια του αρχαίου νεκροταφείου.  Λήκυθοι, αγγεία και κτερίσματα. 

Το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής οι επιτάφιοι των Πετραλώνων, του αγίου Αθανασίου και της Αγιαμαρίνας , στολισμένοι με λουλούδια, συναντιόντουσαν κάτω απ’ την Ακρόπολη. Διασχίζοντας διαγώνια έναν χωματόδρομο σύριζα στον αρχαίο βράχο, διασταυρώνονταν σε κάποιο  πλάτωμα.  Μια γαληνεμένη φύση,μεθυστική και θαλερή,  κυπαρίσσια,  λίγες κουτσουπιές και πικροδάφνες ,  χαμηλόκορμες ελιές ανάμεσα στις πέτρες, δυο τρία πεύκα δεξιά κι αριστερά στο μονοπάτι,  φωτίζονταν από το ιλαρό φως των κεριών.    

Οι μύθοι των αρχαίων θεών, της ταφής και της ανάστασης του Άδωνη, δίπλα δίπλα με το νεκρό και,  σε λίγο, αναστημένο σώμα του  δικού μας Χριστού. 

 Το   ‘Ω, γλυκύ μου έαρ’ ακούγονταν στον ίδιο τόπο ,  όπου αιώνες πριν, στα πρώτα σκιρτήματα της άνοιξης ψέλνονταν  γύρω από μια κλίνη νεκρική στολισμένη με ανεμώνες,  θρήνοι και άσματα για την ταφή και το ξαναζωντάνεμα του ωραίου θεού.  Και τότε και  σήμερα και πάντα οι άνθρωποι  προσδοκούμε το θαύμα μιας Ανάστασης.  Αέναα.  Σε κανέναν άλλον τόπο, πουθενά αλλού,δεν θα μπορούσα να βιώσω  τόσο κοντά  –  τόσο ανεπίγνωστα μα κι άλλο τόσο ζωντανά – τη διαχρονική  αίσθηση τηςφθοράς και της ανάστασης.Τον αδιάλειπτο κύκλο της ζωής.   

Λίγα χρόνια αργότερα – ξέροντας πια –ανέσυρα την αποθηκευμένη εκείνη μνήμη  για να γραφτεί  το «Πασχαλινό μου εμβατήριο».  (Απρίλης του  ’79 ,  τέτοιες  μέρες  –  πριν 46  χρόνια  –  είχε δημοσιευτεί σε κάποια έντυπη εφημερίδα με τίτλο  «Στις γειτονιές του δρόμου»)  

Τον Νυμφώνα σου βλέπουν, Σωτήρα, λαμπρυσμένον τα παιδιά κάθε φορά που ναρκώνουν τις πέντε αισθήσεις τους οι μυρωδιές από ανθισμένες νεραντζιές στον κήπο τ’ Αγιαλέξη και στης Σκλαβούναινας τον ξέφραγο κήπο. Και ένδυμα δεν έχουν τα παδιά, γιατί κορμάκια άσπρα, τότες, και γυμνά με τη λαχτάρα του έρωτα ξέχασαν το χιτώνα τους στη μεγάλη αλάνα, που χώραγε τα μικρά κορμιά τους και τ’ αγαπημένα. Κι ύστερα με τα πρόσωπα ισχνά, όμοιες βυζαντινές εικόνες των αγίων έψελναν στις κλίμακες του πα, το δικό τους άσμα ασμάτων. Τα κορίτσια με τα ωραία μάτια και τα μακριά μαλλιά πιάναν από νωρίς τα στασίδια της αγίας Φωτεινής και σαν καλές Παρθένες περίμεναν ν’ ακούσουν το κάλεσμα το ερωτικό μέσα απ’ τους στίχους. Ωραία παιδιά της άνοιξης εκράταγαν στα χέρια τους το σώμα του Χριστού, βαρύ από τα πάθη του κοσμάκη, μα μέσα στην καρδιά τους τα παιδιά εκράταγαν μονάχα τη χαρά της Ανάστασης. Λάμπρυνες τότε, Φωτοδότη, τις ψυχές με φως που έπεφτε από ψηλά σαν καταρράχτης, και έβαφε τους δρόμους και τα κράσπεδα, τα δέντρα ως τη μέση και τις μάντρες των σπιτιών. Τα δέντρα άνοιγαν σιγά σιγά τα μάτια τους στο φως, οι μέρες ωρίμαζαν σαν τον καρπό και τα παιδιά είχαν χαρά στις γειτονιές του κόσμου. Στις φλέβες του κορμιού τους κύλαγε το ίδιο αίμα των παιδιών της Αττικής, που Λαμπριάτικα ξεχύνονταν στα ιερά του τραγοπόδαρου θεού για να γιορτάσουνε την άνοιξη και την ανάσταση.

Βιογραφικό Κώστας Λογαράς

Βιογραφικό Μίνα Πετροπούλου

Βιογραφικό Αντώνης Σκιαθάς