Γράφει η Ευγενία Μπογιάνου
Το σώμα
Ο πένθιμος ήχος της καμπάνας άνοιγε μικρούς κρατήρες δυσφορίας μέσα στο κεφάλι της. Θα ήθελε να σβήσει τον ήχο, αν μπορούσε θα καταργούσε ακόμη και την καμπάνα, να μην υπάρχει καμπάνα, ούτε ήχος, να είναι μια Παρασκευή σαν όλες τις άλλες, μια ασήμαντη βαρετή Παρασκευή, όχι αυτή η μουντή Μεγάλη Παρασκευή μέσα στον Απρίλη.
Η γυναίκα κόβει ένα κομμάτι ψωμί, το μαδάει, πετάει τις κόρες, παίρνει τα ψίχουλα, βγαίνει στην αυλή, τα σκορπάει γύρω της, περιμένει τα πουλιά να έρθουν να τα τσιμπήσουν αλλά εκείνα δεν έρχονται. Η γυναίκα περιμένει υπομονετικά τα πουλιά. Είναι ένα δικό της προσωπικό έθιμο, μια δική της επιθυμία: κάθε μεγάλη Παρασκευή, τέσσερις δεκαετίες τώρα, από κείνη την άλλη τη ματωμένη προσωπική της Μεγάλη Παρασκευή – Απρίλης ήταν και τότε, μα ο ήλιος σε ξεγελούσε, έλαμπε ανεμπόδιστος στον ουρανό, δεν είχε σύνορα ο ουρανός, ήταν όλος δικός του – , παίρνει μια φέτα ψωμί, σώμα από το σώμα του, το φιλάει, το ζεσταίνει μέσα στα δυο της χέρια και μετά το σκορπίζει, να το αρπάξουν τα πουλιά, να πετάξουν ψηλά στον ουρανό μαζί με το σώμα του.
Αλλά σήμερα δεν έρχονται τα πουλιά, το βλέπει για κακό σημάδι, αν και αυτή δεν έχει προαισθήματα, αλλιώς θα είχε και τότε, εκείνο το ηλιόλουστο πρωινό που τον ξύπνησε να φύγει, κι αυτός, δεκαεννέα χρονών ήταν, «λίγο ακόμη, μάνα» της είπε, κι αυτή επέμεινε να σηκωθεί, κι αυτός σηκώθηκε, ντύθηκε με ένα άσπρο πουκάμισο – το θυμάται σαν τώρα αυτό το υπέρλαμπρο άσπρο –, τη φίλησε στο μάγουλο να την χαιρετήσει, κι αυτή δεν ήξερε πως το φιλί του ήταν αποχαιρετισμός, ούτε εκείνος το ήξερε, ζούσαν ακόμη στο πριν, στην εποχή της αθωότητας, την ώρα εκείνη του πρωινού που αναγεννιόταν όλα ξανά ήταν ακόμη αθώοι κι ανήξεροι, κι ας χτυπούσε πένθιμα η καμπάνα, σε μια κορύφωση ενός πένθους πους τους αφορούσε όλους, αλλά δεν ήταν δικό τους, όχι ακόμη δικό τους, πένθος της χριστιανοσύνης αλλά όχι δικό τους, το δικό τους πένθος δεν ήταν ακόμη εκεί, αλλά δεν θα αργούσε, θα ερχόταν στην ώρα του, λίγες ώρες μετά, όταν θα της χτυπούσαν την πόρτα, κι αυτή θα ήξερε πως δεν ήταν για καλό αυτός ο χτύπος, θα είχε ένστικτο τότε, αλλά όχι πριν, όταν τον ξύπνησε κι αυτός της είπε, «λίγο ακόμη, μάνα» κι αυτή επέμεινε να ξυπνήσει, και ο χτύπος, ο χτύπος, το ποτέ ξανά, και το για πάντα, και το πένθος που απέκτησε το ονοματεπώνυμο του γιου της.
Στον τάφο του δεν έγραψε ποτέ το όνομά του ολόκληρο. Μόνο τα αρχικά. Στο χωριό τη σχολίαζαν γι’ αυτό, νόμιζαν πως της σάλεψε, αλλά αυτή δεν ήθελε να δει το όνομά του γραμμένο πάνω στο μάρμαρο: όσο δεν υπήρχε ολόκληρο το όνομά του, ο χτύπος στην πόρτα ήταν αβέβαιος, το τετελεσμένο ίσως και να μην έγινε, τα πουλιά πετούσαν ψηλά στον ουρανό, αυτός ήταν μαζί τους.
Η γυναίκα τώρα κάθεται στην αυλή του σπιτιού, περιμένει τα πουλιά, μα εκείνα δεν έρχονται. Μέχρι το βράδυ το σώμα θα αποκαθηλωθεί, θα το τοποθετήσουν στον επιτάφιο, θα το στολίσουν με λουλούδια, θα κάψουν τον Ιούδα, όπου υπάρχει Ιούδας για να καεί. Γιατί, το ξέρει, δεν υπάρχει πάντα Ιούδας.
Εκείνη έθαψε το σώμα του γιου της.
Ακόμη κι αν δεν θέλησε ποτέ να δει χαραγμένο το όνομά του στο μάρμαρο, είχε ένα σώμα να θάψει.
Μετά σκέφτεται εκείνη τη γυναίκα που δεν βρήκε ούτε ίχνος της κόρης της.
Την βλέπει να αποχαιρετά την κόρη της στην αποβάθρα του σταθμού, δυο πεταχτά φιλιά στο μάγουλο, μια αγκαλιά, ναι, έχει ένα μικρό σφίξιμο στο στομάχι, αλλά δεν είναι τίποτα, πάντα έτσι ήταν αυτή, φοβόταν και τη σκιά της, αλλά δεν ήθελε να μεταφέρει φόβους και τέτοια στην κόρη της, η κόρη της ήταν άφοβη, δυναμική, μια νέα γυναίκα που ήξερε τι ήθελε και ήξερε να το διεκδικεί κιόλας, αλλά μετά τίποτε από όλα αυτά δεν είχε σημασία, η ύπαρξη της κόρης της δεν σήμαινε και πολλά, κι έτσι έπαψαν όλα, δεν υπήρχαν επιθυμίες πια, ούτε καν σώμα υπήρχε, σκέφτεται τον χτύπο στην πόρτα χωρίς σώμα, τον ήχο της καμπάνας χωρίς σώμα, τη μουντή Παρασκευή χωρίς σώμα, τον καθαρό ουρανό χωρίς σώμα, τον άδειο τάφο χωρίς σώμα, το τετελεσμένο μπορεί και να μην έγινε, ο καθένας δικαιούται ένα σώμα, ας είναι και νεκρό.
Ξαφνικά, τα πουλιά εμφανίζονται στην αυλή της. Παίρνουν τα ψίχουλα, σώμα από το σώμα του, πετάνε ψηλά στον ουρανό: Ανάσταση.