Διονύσης Μαρίνος, Σαν Νορμάλ, εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα 2024
«Ανάμεσα σε σένα και σε μένα η παραδοξότητα»
Στον Μπλε ήλιο, (εκδ. Μεταίχμιο, 2021) ο Διονύσης Μαρίνος συναναστράφηκε με τις ανθρώπινες σχέσεις. Υπαρξιακά διλλήματα αναδύθηκαν, καθώς ο ρεαλισμός του φλέρταρε ανάδρομα με το μαγικό του στοιχείο. Με το παρόν μυθιστόρημα επανέρχεται διαχειριζόμενος τις ζωές χαρακτήρων με την παραδοξότητα της αληθινής τους υπόστασης, η οποία μοιάζει να αμφισβητείται από την ίδια την πραγματικότητα. Ο αφηγηματικός του τόπος, η πόλη του Σαν Νορμάλ σαν να ξεπηδά από την ίδια τη λογοτεχνία και αυτήν τη φορά η αφήγηση φλερτάρει με τη δυστοπία, καθώς το παράδοξο εισέρχεται σπονδυλωτά και οι ρόλοι συγχέονται, αφηγούμενοι ζωές που κρέμονται ανάμεσα παρόν και στο μέλλον, ανάμεσα στον αφηγητή και τον αφηγούμενο. «Κιόμως, το Σαν Νορμάλ είναι το ακριβώς αντίθετο του παράξενου ονόματός του: Είναι φυσιολογικό στην όψη και παράξενο στις σκοτεινές μεριές του» (σ. 266). Και κάπου εκεί στο τελευταίο διήγημα ο Μπάρτλ ο γραφιάς το συγγραφικό ολόγραμμα του συγγραφέα του βιβλίου, παίρνει πρωτοβουλίες, ζωντανεύει και αυτενεργεί, καθώς ο συγγραφέας ντύνεται τον ομότεχνό του Χούλιο υιοθετεί όλες τις παραξενιές του και μεταφέρεται στην οδό Χόρχε Λουί Μπόρχες στο μπαρ Abierto και απευθύνεται σε κάθε Χούλιο που φιλοδοξεί να δημιουργήσει «με πάθος κάτι που δεν υπάρχει…», κατά την προμετωπίδα του βιβλίου, όπου ο Μαρίνος παραθέτει τη ρήση του Φ. Κάφκα. Η διακειμενικότητα, είναι μία από τις ιδιαιτέρως λειτουργικές αρετές αυτού του βιβλίου, αφού ο Μαρίνος κεντά επάνω στον καμβά των αναγνώσεών του, με τη μαεστρία εκείνου που έχει αληθινά μελετήσει την ξένη λογοτεχνία, ένα διακείμενο που φαίνεται να συνομιλεί διαδραστικά με το δικό του κείμενο.
Ο Μαρίνος έχει δημιουργήσει ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα, το οποίο έχει την ευλογία να κινείται μεταξύ μιας ευφυώς σκηνοθετημένης συλλογής διηγημάτων, τα οποία θα μπορούσαν να σταθούν και ως αυτοτελή, ενώ ταυτόχρονα επιτελούν άριστα τη λειτουργία της μυθιστορηματικής γραφής και το επιβεβαιώνουν με το τελευταίο κεφάλαιο, όπου όλοι οι χαρακτήρες συνοψίζονται με έναν ιδιαίτερα έντεχνο και αξιοζήλευτο τρόπο. Όπως λοιπόν το Σαν Νορμάλ δείχνει να είναι φυσιολογικό στην όψη, μα να έχει και τις σκοτεινές πλευρές του, έτσι και οι ζωές των ηρώων του Μαρίνου, φαινομενικά φυσιολογικές, καταλήγουν προοδευτικά σε μια σκοτεινή παραδοξότητα, η οποία φωτίζεται ελάχιστα από την όποια κανονικότητα, όπως και η πραγματική ζωή, μόνο για να αναθαρρήσουν οι χαρακτήρες.
Ο Μαρίνος μπαινοβγαίνει στο παράδοξο, καθώς οι χαρακτήρες του ξετυλίγουν το υπαρξιακό τους δράμα, ο καθένας ξεχωριστά και όλοι ταυτόχρονα, καθώς μπαινοβγαίνουν στις λογοτεχνικές ζωές των επόμενων και είναι αλήθεια ότι όλη αυτή αφηγηματική συντροφιά καταλήγει σε ένα κρεσέντο, που θυμίζει ορχήστρα κλασσικής μουσικής σε μελωδικό οίστρο, υπό τη διεύθυνση ενός, μα και πάλι, κι αυτό είναι το παράδοξο μέσα στο παράδοξο, τίποτα δεν είναι σίγουρο, αφού οι ήρωές του αποκτούν υπόσταση τον εκδικούνται, ζητούν εξιλέωση, τον καθοδηγούν και ο συγγραφέας παρακάμπτεται γίνεται ρόλος, χαρακτήρας του ίδιου του έργου. Ερωτεύεται το ίδιο του το δημιούργημα. Η Θίντα θα γίνει το όχημα της δικής του συμμετοχής στη συστημική παραδοξότητα του αφηγηματικού του παρόντος, στοιχεία του οποίου θα ενταχθούν στο δικό του παρόν, ώστε αφηγηματικός, λογοτεχνικός και ιστορικός χρόνος να γίνουν ένα. Εξαναγκάζεται από τον συγγραφέα που εκείνος έπλασε να υπηρετήσει και ο ίδιος την πλοκή και μάλιστα ερήμην του και ιδού το αληθινό παράδοξο, που ο κάθε Χούλιο γνωρίζει, πως το έργο του κάθε συγγραφέα, όταν φύγει από τα χέρια του αποκτά στ’ αλήθεια τη δική του οντότητα και λειτουργία, τόσο, που καιρό αργότερα να απομακρύνεται από τον δημιουργό του σαν κάτι ξένο, αυθύπαρκτο. έργο κάποιου άλλου.
Ο Χούλιο, πάλι, δείχνει να ξέρει ακριβώς πού έχουν βρεθεί και χαίρεται, θα προσέθετα δανειζόμενη την ακριβή φράση του Μαρίνου από τη σελ. 291. Αφού, η συνομιλία μεταξύ του Χούλιο Κορτάσαρ επιβεβαιώνει πως τι άλλο μπορεί να είναι η ζωή εκτός από ένα καλά επινοημένο παραμύθι, του οποίου αλήθεια είναι διαπραγματεύσιμη, αφού όλοι μας φτιάχνουμε ένα δικό μας παραμύθι, μέσα στο οποίο ζούμε, Ωστόσο, ο Χούλιο γνωρίζει επίσης πολύ καλά τη λειτουργία της επινόησης και πώς αυτή μπορεί να μεταμορφώσει την πραγματικότητα του συγγραφέα πρωτίστως, μα και των αναγνωστών ή των κατοίκων του Σαν Νορμάλ…
Έτσι λοιπόν, δικαίως: «Γελάει με την ψυχή του πίνοντας με μικρές τζούρες το αγαπημένο του ουίσκι. Κάποια στιγμή γυρίζει και μου λέει με φυσικότητα: «Σαν Νορμάλ, φίλε. Σαν Νορμάλ. Πουθενά καλύτερα αποδώ.» (σελ. 291).