Γράφει η Σόνια Ζαχαράτου
ΝΟΣΤΙΜΟΝ ΗΜΑΡ…
Οδός Μεγίστης και οδός Πυθίας, δυο δρόμοι της Κυψέλης, όπου μεγάλωσα. Δρόμος χωμάτινος ο πρώτος, ανηφορικός, με σπίτια διώροφα, κεραμιδένιες σκεπές, με κάποια σκόρπια πεύκα, με ένα καταφύγιο στο τέλος του, πολλά παιδιά, κρυφτό, κυνηγητό, τσακωμοί, γέλια και κλάματα. Τέτοιες ημέρες, ο δρόμος με «τη δική του ιστορία» πλημμύριζε ήχους από τα τρίγωνα και τα κάλαντα, από ευωδιές γλυκών και λαχταριστές μυρωδιές φαγητών, τα οποία μετέφεραν, κυρίως οι άντρες, με το ταψί ή τη λαμαρίνα στον γειτονικό φούρνο, δίνοντας και οδηγίες για την ακριβή στιγμή που έπρεπε να ρίξει ο ψήστης στο ζουμί το κριθαράκι για να μη λασπώσει. Έτσι, συχνά αναρωτιόμουν αν μαγείρευε ο φούρναρης ή η μάνα. Και, φυσικά, οι μεταφορές γίνονταν από τον πατέρα.
Η μάνα, με το ήδιστο όνομα Καλλιόπη, έφτιαχνε υπέροχους μπακλαβάδες τους οποίους, στο σιρόπιασμα, τους άφηνε να ζαχαρώνουν για το ‘κρτς κρτς’ στο δάγκωμα, κανταΐφια, μπουρέκια, μελομακάρονα, τσουρέκια ανατολίτικα, τα οποία, πλεγμένα σε πλεξούδες, τα τοποθετούσε για ένα μερόνυχτο κάτω από τα κρεβάτια και, σκεπασμένα με κουβέρτες, περιμέναμε να φουσκώσουν. Τη νύχτα των τσουρεκιών, όπως την ονόμαζα, έμενα ξάγρυπνη, ανυπομονώντας για τη ζαλάδα από τις μοδψπιές του μαχλεπιού και της μαστίχας που θα γέμιζαν, σύντομα, το μικρό μας σπίτι…
Στο νηπιαγωγείο του Νούσια, κοριτσάκια και αγοράκια, μας προετοίμασαν για τη χριστουγεννιάτικη γιορτή. Ήταν η πρώτη μου φορά. Αναπαραστήσαμε τη φάτνη με τη γνωστή θεία οικογένεια, τους μάγους, τα αστέρια, τα προβατάκια και τα αγγελούδια, ανάμεσά τους κι εγώ, στρουμπουλό κατσαρομάλλικο με λευκά φτερά. Λέγαμε όλα τα παιδιά άλλα αντ΄ άλλων. Μαμάδες, μπαμπάδες, σόγια ολόκληρα, χειροκροτήματα. Νταχτιρντί και νταχντιρντό, πολύ μου κακοφάνηκε, όμως, που δεν διάλεξαν εμένα για Παναγία, και προτίμησαν την πανέμορφη συμμαθήτριά μας Όλγα Καρλάτου (η θεά Αφροδίτη δεν πιάνει μπάζα μπροστά της -γκουγκλάρετε για επιβεβαίωση), που παντρεύτηκε τον σκηνοθέτη Νίκο Παπατάκη κι έκανε διεθνή καριέρα στο σινεμά, σε ταινίες τρόμου -αυτό δεν το κατάλαβα ποτέ!
Και να’τα, να΄τα, στην πρώτη δημοτικού, ήρθε και η πρώτη χριστουγεννιάτικη πρόσκληση από τη συμμαθήτριά μου την Νίτσα, γνωστή σε όλους και όλες πλέον, συγγραφέα Ευγενία Φακίνου! Μοιάζαμε με την Ευγενία. Είχαμε ίδιο σουλούπι και, ίσως, και ίδιες ανεκδήλωτες ανησυχίες. Μπήκα στο σπίτι της, ντροπαλή και κοκκινισμένη από το κρύο, σε μια μαγική ατμόσφαιρα, πλημμυρισμένη χριστουγεννιάτικους ύμνους, αγάπη, χαμόγελα και θαλπωρή. Η σόμπα με τα κάρβουνα έκαιγε, και ο πατέρας της ανέλαβε να μας διασκεδάσει. Κουνούσε και μιλούσε σε άδειες κονσέρβες που είχε επιχρωματίσει, και ήταν η πρώτη θεατρική συγκίνηση της ζωής μου… Καθόλου τυχαίο, λοιπόν, που, αργότερα, η Ευγενία έφτιαξε την Ντενεκεδούπολη!
Από την οδό Μεγίστης μετακομίσαμε στην οδό Πυθίας με τις γαζίες που ζάλιζαν κατοίκους και διαβάτες. Έτσι τα έφερε η ζωή, και το σπίτι που νοικιάσαμε ήταν ιδιοκτησία της οικογένειας Δημουλά! Οι ποιητές Άθως και Κική Δημουλά ήταν πλέον οι καθημερινοί μεγάλοι φίλοι μου, οι άνθρωποι που με πλησίασαν με αγάπη, που με έβαλαν στον χώρο της λογοτεχνίας, προτρέποντάς με να παίρνω από τη βιβλιοθήκη τους όποιο βιβλίο ήθελα. Νομίζω ότι δεν άφησα κάποιο που να μην το διάβασα.
Δεθήκαμε οικογενειακώς με τους Δημουλά και ο μπαμπάς στόλιζε χριστουγεννιάτικα, όχι μόνο το σπίτι μας, αλλά και την είσοδο της τριπλοκατοικίας και ό,τι άλλο μπορούσε. Έφτιαχνε με χαρτόνια αστέρια και αστεράκια, πέταλα για την τύχη, παιχνιδάκια για το δένδρο, τα έκοβε, τα βούταγε στην ατλακόλ κι έπειτα μέσα σε χρυσόσκονη, και γέμιζαν τα μάτια μου ονειρικά τοπία.
(Πού να ήξερες μπαμπά, που χρόνια πολλά αφού πέθανες, η σπουδαία ποιήτριά μας θα έγραφε για την ασχολία σου με τα φυτά της εισόδου ένα διήγημα, στο βιβλίο της «εκτός σχεδίου»…)
Το σπίτι των Δημουλά ήταν γουρλίδικο. Γιατί; Σας μεταφέρω την εικόνα: Παραμονή Πρωτοχρονιάς και ο μπαμπάς, σκυμμένος πάνω από το ραδιόφωνο και με το Λαχείο Συντακτών στο χέρι, ακούει προσεκτικά τους αριθμούς που κέρδιζαν. Και, ξαφνικά, μια δυνατή κραυγή «Κερδίσαμε! Κερδίσαμε ένα σπίτι!» Ω! Απίστευτο! Να το ξανακούσουμε! Θα το ξαναπούν! Δεν γίνεται να μην! Ο ουρανός σφοντύλι! Αγκαλιές, φιλιά, κατέβηκε και η οικογένεια Δημουλά, ξανά αγκαλιές και φιλιά, η μαμά κέρναγε σέρυ και φοντάν, ο μπαμπάς έβαλε ένα δίσκο στο πικάπ, άνοιξε ξαφνικά ένας άλλος κόσμος μπροστά μας, θα είχαμε πλέον δικό μας σπίτι! Δικό μας! Θα φεύγαμε από το νοίκι! Τι Πρωτοχρονιά κι εκείνη!
Έτσι, πέρασα για πρώτη φορά την πόρτα της ΕΣΗΕΑ (Ένωση Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών) για να πω ότι είχα κερδίσει -τα λαχεία συντακτών τα διακινούσε ο συνδικαλιστικός φορέας των δημοσιογράφων! Με το λαχείο στο χέρι, λοιπόν, τάχατες ότι το αγόρασα εγώ, με τρακ, με παλτουδάκι άψογο, μπήκα λίγο χαμένη, και όταν κάποιος ηλικιωμένος δημοσιογράφος, με ρώτησε «τι θα γίνεις όταν θα μεγαλώσεις;» «Δημοσιογράφος» απάντησα με σιγουριά και θάρρος και όλοι έβαλαν τα γέλια. Καταντράπηκα αλλά, εντέλει, κάποια χρόνια αργότερα, έγινα! Την άλλη μέρα, είδα τη φωτογραφία μου στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων… Δεν μου άρεσα… χάλια τα μαλλιά μου…
Όταν ήμουνα παιδί και ακόμη παραπέρα, κοίταζα το πρόσωπό μου στις εύθραυστες πολύχρωμες μπάλες του φωτισμένου χριστουγεννιάτικου δένδρου. Απομακρυνόμουν και πλησίαζα μια την πράσινη, μια την ασημένια, τη ροζ, τη χρυσαφιά… Μεγάλωνα και μίκραινα πάνω τους και προσπαθούσα να δω στο πολύχρωμο βλέμμα μου τα συναισθήματά μου, να αγγίξω τα ακαθόριστα όνειρά μου μέσα από το παιχνίδι των αντανακλάσεων. Είχα μια θλίψη﮲ με διαπερνούσε όπως τα μυτερά φυλλώματα του δένδρου διαπερνούσαν τις μικρές τούφες ανάερου μπαμπακιού που, για λόγους διακοσμητικούς, υποκρίνονταν τις σιωπηλές νιφάδες.
*Κείμενο αφιερωμένο στη μνήμη των γονιών μου.